Τα περισσότερα εγκλήματα πολέμου από τις κατοχικές δυνάμεις, και ειδικότερα από τις γερμανικές, κατά τη διάρκεια της Κατοχής στην Ελλάδα σχετίζονται με το μέτρο των αντιποίνων. Τα αποκαλούμενα «μέτρα εξιλέωσης» ήταν η απάντηση του κατακτητή απέναντι σε βλάβη που είχε προκληθεί στο προσωπικό ή τις εγκαταστάσεις των δυνάμεων κατοχής από την ελληνική πλευρά. Ο ουσιαστικός σκοπός των αντιποίνων δεν ήταν να βρεθούν και να τιμωρηθούν οι δράστες ενός σαμποτάζ, αλλά η «διαπαιδαγώγηση» του πληθυσμού μέσω του ακραίου τρόμου. Με τα μέτρα εξιλέωσης ήλπιζαν οι κατοχικές δυνάμεις ότι το κόστος στον άμαχο πληθυσμό για οποιαδήποτε δολιοφθορά θα ανέβει τόσο πολύ, που στο τέλος θα διαρραγεί ο δεσμός ανάμεσα στον πληθυσμό και στις αντιστασιακές ομάδες και θα παραλύσει κάθε αντίσταση. Τα αντίποινα δεν ήταν ξέσπασμα θυμού των κατοχικών στρατιωτικών μονάδων και των αντίστοιχων υπηρεσιών ασφαλείας ύστερα από νεκρούς συντρόφους, αλλά ψυχρά υπολογισμένη πολιτική διαπαιδαγώγησης στην υποταγή.
Το Κομμένο είναι μια διαφορετική περίπτωση. Δεν υπήρξαν εκείνες τις μέρες, πριν τις 16 Αυγούστου του 1943 όταν έγινε το ολοκαύτωμα του χωριού, ούτε από το χωριό το ίδιο, ούτε από κάποιο διπλανό χωριό αντιστασιακή ενέργεια ή νεκροί Γερμανοί στρατιώτες. Άλλωστε από πλευράς στρατιωτικής ιεραρχίας, η έγκριση αντιποίνων στην περιοχή έπρεπε να περάσει υποχρεωτικά από την ιταλική στρατιωτική διοίκηση της Άρτας ή των Ιωαννίνων.
Αυτό που έγινε ήταν ότι ο διοικητής του 98. Συντάγματος Ορεινών Καταδρομών που είχε στρατοπεδεύσει στην περιοχή με αντικειμενικό σκοπό την απόκρουση πιθανής συμμαχικής απόβασης στις ηπειρωτικές ακτές, ένας φανατικός οπαδός του Φύρερ, ο αντισυνταγματάρχης Γιόζεφ Ζάλμιγκερ, είχε τη φαεινή ιδέα να κάνει ο ίδιος με το στρατιωτικό του όχημα επισκόπηση της περιοχής νοτίως της Άρτας μερικές μέρες πριν τη σφαγή για να διαπιστώσει γενικά ποιες ήταν οι συνθήκες και για να δει αν υπάρχει στην περιοχή εχθρική (αντιστασιακή) δύναμη. Περνώντας από το χωριό είδε συγκεντρωμένους ανθρώπους στην πλατεία και κάποια όπλα. Έκανε αμέσως μεταβολή και απομακρύνθηκε από το χωριό. Ο ίδιος ο Ζάλμιγκερ δεν κατέθεσε ποτέ σε ανακριτή ή δικαστήριο – έχασε τη ζωή του τις πρωινές ώρες της 1.10.1943 σε σαμποτάζ ανταρτο-ομάδας του Ζέρβα κοντά στη Φιλιππιάδα - για να πει πότε πήρε τη απόφαση να καταστρέψει το Κομμένο, αλλά το πιο πιθανό είναι ότι έλαβε την απόφαση αυτή αμέσως μετά την επίσκεψη στο χωριό, με δική του πρωτοβουλία όπως το συνήθιζε, χωρίς να ζητήσει και να λάβει την έγκριση της υπερκείμενης ιταλικής στρατιωτικής διοίκησης.
Ανέθεσε την εκτέλεση της επιχείρησης στον υφιστάμενό του, διοικητή του τρίτου τάγματος, λοχαγό τότε Ράινχολντ Κλέμπε, ο οποίος με τη σειρά του την μετέφερε στον δωδέκατο λόχο του τάγματος, έναν από τους πιο σκληροτράχηλους και αιματοβαμμένους λόχους του Συντάγματος γνωστό και για τις σφαγές αιχμαλώτων Ιταλών αξιωματικών και στρατιωτών στη Κεφαλονιά ένα μήνα αργότερα. Το τι έγινε το πρωινό της 16. Αυγούστου στο χωριό αυτό είναι λίγο πολύ γνωστό. Ολική καταστροφή με σφαγή του συνόλου σχεδόν των κατοίκων του, 317 άμαχοι αδιακρίτως φύλου και ηλικίας, και γενική πυρπόληση. Τα στρατιωτικά οχήματα επέστρεψαν αργά το μεσημέρι της ίδιας μέρας πίσω στη βάση τους φορτωμένα με ό,τι μπόρεσαν να λαφυραγωγήσουν.
Η υπόθεση Κομμένο είχε απασχολήσει, όπως ήταν αναμενόμενο, το ελληνικό Εθνικό Γραφείο Εγκλημάτων Πολέμου το οποίο στη δεκαετία του ’50 είχε εκδώσει ήδη εντάλματα σύλληψης για μια σειρά από πιθανούς δράστες του εγκλήματος. Μετά τη συμφωνία Καραμανλή-Αντενάουερ το 1960 όλες οι αντίστοιχες υποθέσεις της Κατοχής πέρασαν στην αρμοδιότητα της (δυτικο)γερμανικής δικαιοσύνης. Όντως, όχι μόνον η δυτικογερμανική, αλλά και η ενιαία, μετά το 1989, γερμανική δικαιοσύνη ασχολήθηκε σε επίπεδο προανάκρισης με την υπόθεση Κομμένο. Στα γερμανικά δικαστικά αρχεία της πόλης Λούντβιγκσμπουργκ υπάρχει συγκεντρωμένο πλούσιο αρχειακό υλικό από τις πολλαπλές ανακρίσεις που διενήργησε η γερμανική δικαιοσύνη σε επιζώντες στρατιώτες και αξιωματικούς της Βέρμαχτ που σχετίζονται με την επιχείρηση αυτή. Μόλις πριν από λίγα χρόνια «έκλεισε» μάλλον για τελευταία φορά η υπόθεση χωρίς να απαγγελθεί κατηγορία εναντίον ενός έστω εκ των υπευθύνων.
Μελετώντας τις καταθέσεις των ανδρών του 12ου λόχου, όμως, αλλά και το σκεπτικό των ανακριτικών αρχών για τον τερματισμό της υπόθεσης χωρίς απαγγελία κατηγορίας, μαθαίνει κανείς πολλά. Πρώτον, από τους δεκάδες στρατιώτες του λόχου αυτού που παρήλασαν στο ανακριτικό γραφείο οι περισσότεροι δήλωσαν είτε ότι εκείνη την ημέρα ήταν ασθενείς, είτε ότι βρίσκονταν σε αναρρωτική ή κανονική άδεια, είτε ότι συμμετείχαν σε βοηθητικούς ρόλους, χωρίς να λάβουν μέρος στη σφαγή. Όσοι δήλωσαν ότι συμμετείχαν ενεργά στην επιχείρηση προσπάθησαν, όπως έπραξαν λίγες μέρες μετά τη σφαγή οι επιτελείς της 1ης Μεραρχίας Ορεινών Καταδρομών στα Γιάννενα, αλλά και ο υπολοχαγός Κουρτ Βάλντχάιμ που υπηρετούσε τότε σε κρίσιμο πόστο σε στρατιωτικά υπερκείμενη μονάδα στη Θεσσαλονίκη, να κατασκευάσουν μια εικονική πραγματικότητα για να παρουσιαστεί η σφαγή ως μάχη και οι άμαχοι νεκροί είτε ως ένοπλοι συμμορίτες, είτε ως παράπλευρες απώλειες. Τα συνηθισμένα ψεύδη της Βέρμαχτ για τέτοιες περιπτώσεις επιστρατεύτηκαν από την πλευρά των ίδιων των αυτουργών για την αυτοπροστασία τους, και όχι από ασκημένους στο ψεύδος και τον κυνισμό επιτελικούς αξιωματικούς για την ωραιοποίηση της πραγματικότητας.
Ο ίδιος ο επικεφαλής της επιχείρησης, ο λοχαγός Ράινχολντ Κλέμπε, κατέθεσε ότι δεν θυμάται να είδε αμάχους νεκρούς, και μάλιστα γυναικόπαιδα. Άλλοι δήλωσαν ότι διεξήχθη κανονική μάχη, όταν οι άνδρες του λόχου δέχθηκαν δήθεν πυρά από τα σπίτια του χωριού και απάντησαν με τη ρίψη χειροβομβίδων και τη χρήση όπλων. Ορισμένοι μίλησαν για φωτιές που ξέσπασαν σε αποθήκες και σπίτια όταν οι χειροβομβίδες έπεσαν πάνω σε αποθηκευμένα πυρομαχικά και απέδωσαν τους νεκρούς στις φωτιές που ξέσπασαν μετά τις εκρήξεις των πυρομαχικών. Άλλοι πάλι μίλησαν για νεκρούς συμμορίτες που έπεσαν κατά τη διάρκεια της μάχης.
Όλα αυτά τα μοτίβα τα βρίσκουμε να επαναλαμβάνονται με πανομοιότυπο τρόπο σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις ανακρίσεων για εγκλήματα πολέμου στην Ελλάδα. Τα τυπικά ψεύδη της Βέρμαχτ για την απόκρυψη των πραγματικών καταστάσεων κατά τη διάρκεια αντιποίνων ή εκκαθαριστικών επιχειρήσεων με θύματα αμάχους τα βλέπουμε να επαναλαμβάνονται από τους δράστες είκοσι, τριάντα ή πενήντα χρόνια αργότερα κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων. Οι στρατιώτες που παραδέχονται τη σφαγή αμάχων, και μάλιστα χωρίς προηγούμενη ανταρτική δράση, είναι μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός χεριού. Όμως υπάρχουν. Ακόμη και αυτοί πάντως δεν θυμούνται αν πυροβόλησαν εναντίον κάποιου αμάχου, παρότι είδαν αμάχους να πυροβολούνται και να πέφτουν νεκροί από άλλους συμπολεμιστές τους που δεν κατονομάζουν.
Από την άλλη μεριά με ένα εξοργιστικά κυνικό σκεπτικό οι ανακριτές δέχονται ότι η πράξη των συμμετεχόντων στο έγκλημα δεν συνιστά δολοφονία, αλλά αυτοάμυνα. Και γι αυτό δεν θεωρούν ορθή την απαγγελία κατηγορίας εναντίον κάποιου από τους συμμετέχοντες για δολοφονία αμάχων.
Κάθε χρόνο γίνεται στο Κομμένο μνημόσυνο για τις ψυχές των αθώων που εκτελέστηκαν εν ψυχρώ από τον γερμανικό στρατό κατοχής. Εδώ και καιρό στην τελετή παρίσταται και ο Γερμανός πρέσβης ή εκπρόσωπός του, αναγνωρίζοντας έμμεσα το έγκλημα και καταδικάζοντας τον ναζισμό. Κανείς, όμως, δεν θεωρεί χρέος του να αναφερθεί στη ντροπή που συνιστά για τη μεταπολεμική Γερμανία η συμπεριφορά της γερμανικής δικαιοσύνης, η οποία από 1960 μέχρι σήμερα διαρκώς συγκαλύπτει το έγκλημα και ξεπλένει τους ενόχους. Αν οι δολοφονημένοι είχαν μάτια, αφτιά και φωνή και από εκεί ψηλά που βρίσκονται μπορούσαν να παρακολουθήσουν το ετήσιο μνημόσυνο για τις ψυχές τους είναι βέβαιο ότι δεν θα συμβιβάζονταν με την τελετουργική σχεδόν καταδίκη του ναζισμού, όργανα του οποίου τους αφαίρεσαν άδικα και πρόωρα τη ζωή. Και με μια φωνή θα ρωτούσαν τους γηγενείς και τους ξένους επισήμους που συμμετέχουν στην τελετή: τιμωρήθηκε ποτέ κανείς από τους δολοφόνους μας; Ποιος, Πότε; Πώς;