Όσοι έτυχε να ζούμε στα χρόνια της γερμανικής κατοχής είχαμε ακούσει σαν θρύλο την είδηση που είχε μεταδώσει το B.B.C., ότι όταν στις 27-4-1941 οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα και ένα γερμανικό άγημα ανέβηκε στον ιερό βράχο για να υψώσει την γερμανική σημαία στον ιστό που βρίσκεται στη ΒΑ πλευρά του, ο εύζωνας φρουρός της σημαίας στην Ακρόπολη, αφού τυλίχθηκε με την ελληνική σημαία, έπεσε από τον ιερό βράχο στο γκρεμό προς τα Αναφιώτικα και σκοτώθηκε.
Το περιστατικό αυτό της θυσίας του εύζωνα φρουρού αφενός επισκιάσθηκε από το ηρωικό κατόρθωμα των δύο νεαρών και πρώτων αντιστασιακών που έκλεψαν την γερμανική σημαία από την Ακρόπολη, γεγονός που μεταδόθηκε παγκοσμίως και χαιρετίστηκε σαν πρώτη πράξη αντιστάσεως, αφετέρου λόγω των ειδικών περιστάσεων της κατοχής και της έλλειψης επαρκούς πληροφόρησης για πάρα πολλά χρόνια το παραπάνω ηρωικό γεγονός επλανάτο σαν θρύλος προφορικά χωρίς καμιά επίσημη επιβεβαίωση, γιατί δεν ήταν καν γνωστό ούτε το όνομα του ηρωικού φρουρού.
Την αχλή του μύθου ξεκαθάρισε η φίλη κ. Σία Χριστοπούλου, πρόεδρος των συνταξιούχων δικηγόρων Αθηνών, με άρθρο της στην εφημερίδα Δικηγορικός Κόσμος τεύχος Μαρτίου-Απριλίου 2021 και τίτλο «Κωνσταντίνος Κουκίδης, ένας ξεχασμένος ήρωας» και με την άδεια της θα αντλήσω στοιχεία από αυτό για την παρουσίαση του όλου θέματος.
Αρχικά αρκετοί αμφισβήτησαν το γεγονός και την ύπαρξη του εύζωνα φρουρού της σημαίας στην Ακρόπολη για διαφόρους λόγους και γιατί δεν βρέθηκαν σχετικά στοιχεία από τα αρχεία της τότε βασιλικής ευζωνικής φρουράς που να επιβεβαιώνουν την ύπαρξη του.
Ο συγγραφεύς Ιωάννης Γιαννόπουλος εξηγεί, ότι κατά την διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου η Εθνική Οργάνωση Νεολαίας (ΕΟ.Ν.) τμήμα Θησείου είχε αποφασίσει όπως τα μέλη της να εκτελούν καθήκοντα φρουρού της σημαίας στην Ακρόπολη.
Στις 27-4-1941 καθήκοντα σκοπού εκτελούσε ο δεκαεπτάχρονος Κωνσταντίνος Κουκίδης, που δεν ήταν εύζωνας, αλλά μέλος της Ε.Ο.Ν.Θησείου.
Όταν οι Γερμανοί του ζήτησαν να κατεβάσει τη σημαία, αυτός αντί να την παραδώσει τυλίχτηκε με αυτή και έπεσε από το βράχο της Ακρόπολης και σκοτώθηκε.
Φαίνεται, ότι τα αρχεία της Ε.Ο.Ν. Θησείο δεν βρέθηκαν και έτσι δεν υπάρχουν έγγραφες αποδείξεις για την ύπαρξη του φρουρού και της θυσίας του, αλλά υπάρχουν πολύ αξιόπιστες μαρτυρίες για το γεγονός αυτό με κυριότερη του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρύσανθου, που γράφει στο ημερολόγιο του:
«Ο Έλλην φρουρός της Ελληνικής σημαίας επί της Ακροπόλεως, μη θελήσας να παραστή μάρτυς του θλιβερού θεάματος της αναρτήσεως της εχθρικής σημαίας ώρμησεν εκ της Ακροπόλεως κρημνισθείς και εφονεύθη».
Επίσης ο διακεκριμένος ιστορικός Νίκολας Χάμοντ γράφει :
«Την 27ην Απριλίου 1941, λίγο προτού χαράξει, όλα ήταν κλειστά. Τότε έμαθα ότι οι Γερμανοί διέταξαν τον φρουρό της Ακρόπολης να κατεβάσει το ελληνικό σύμβολο. Πράγματι εκείνος την υπέστειλε, τυλίχθηκε με αυτήν και αυτοκτόνησε πέφτοντας από τον βράχο».
Η εφημερίδα Daily Mail στο από 9 Ιουνίου 1941 δημοσίευμα της γράφει:
«Ο Κώστας Κουκίδης, Έλληνας στρατιώτης ο οποίος φρουρούσε το εθνικό σύμβολο των Ελλήνων πάνω στην Ακρόπολη, τυλιγμένος με την Γαλανόλευκη εφόρμησε στο κενό και αυτοκτόνησε (27-4-1941)».
Ο Μενέλαος Λουντέμης στο διήγημα του «Τα άλογα του Κούπερ», που γράφτηκε τον Οκτώβριο 1944 αναφέρει «την κατέβασε, τυλίχθηκε μέσα και έπεσε χωρίς ηρωισμούς απ’ το βράχο».
Το λεύκωμα του ΚΚΕ με τίτλο «Έπεσαν για τη ζωή» γράφει:
«Τη στιγμή που άλλοι έδιναν γή και ύδωρ στους χιτλερικούς, ο Έλληνας στρατιώτης , πιστός στα πατριωτικά ιδανικά, προτίμησε να αυτοκτονήσει τυλιγμένος με τη γαλανόλευκη πέφτοντας από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης παρά να ανεβάσει στον ιστό τη σβάστικα».
Το γεγονός με βάση μαρτυρίες επιζώντων περιγράφει ο ερευνητής- ιστορικός Κώστας Κωστόπουλος ως εξής:
«Ο Ήρωας Στρατιώτης χτυπώντας πάνω στα βράχια στη διαδρομή της πτώσεως του στον γκρεμό από τον βράχο της Ακροπόλεως, όταν τελικά κατρακυλώντας έπεσε στην οδό Θρασύλλου στην Πλάκα, είχε πολτοποιηθεί και η στολή του ήταν καταξεσχισμένη.
Όταν τον περιμάζεψαν δύο τρεις κάτοικοι της Πλάκας δεν βρήκαν τίποτε επάνω του εκτός από ένα τσαλακωμένο δελτάριο στο οποίο έγραφε πολύ κακογραμμένα το όνομα του παραλήπτη ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΥΚΙΔΗΣ».
Ο αντιστασιακός Χαράλαμπος Ρούπας σε δημοσίευμα του περιγράφει τη προσωπική του εμπειρία από σχετική έρευνα που έκανε πολύ αργότερα.
Ψάχνοντας βρήκαν στο Μακρυγιάννη ένα συνταξιούχο τσαγκάρη, ο οποίος είναι γιός του παγοπώλη ο οποίος με το καροτσάκι του πάγου τον πήρε και τον πήγε στο Α΄ Νεκροταφείο και ο οποίος τους είπε :
«Εκείνη την ημέρα είχαμε κλεισθεί στα σπίτια μας, όπως όλη η Αθήνα. Εγώ τότε ήμουν 16 χρονών.
Ακούσαμε στο δρόμο μια γριά που στρίγγλιζε.
Πετακτήκαμε στο δρόμο δύο-τρεις για να δούμε το τι συμβαίνει και τότε είδαμε το τραγικό αυτό θέαμα.
Ένα χιλιοστραπατσαρισμένο πτώμα ντυμένο στο χακί και μια σημαία γύρω του ματωμένη.
Χαρτιά, πορτοφόλι κλπ δεν βρέθηκαν επάνω του εκτός από ένα δελτάριο που έγραφε το όνομα του.
Το δελτάριο το κράτησε ένας φίλος του πατέρα μου, επειδή ο πατέρας μου και εγώ μοιράζαμε κολώνες πάγου στα σπίτια είχαμε ένα καρότσι.
Το έβαλαν το παλικάρι μέσα μαζί με τη σημαία το σκέπασαν με μια κουβέρτα και το πήγαν μαζί με το φίλο του στο Α΄ Νεκροταφείο.
Εκεί βρήκαν ένα παππά και του είπαν τι είχε συμβεί.
Αυτός τους πήγε σε ένα ανοικτό τάφο, τύλιξαν το παλικάρι με ό,τι είχε μείνει από τη σημαία, είπε και δύο-τρία λόγια ο παππάς και το παράχωσαν. Εκείνο που πρέπει να σας τονίσω αυτό το τραγικό περιστατικό από στόμα σε στόμα το είχε μάθει όλη η Αθήνα».
Η θυσία αυτή του Έλληνα φρουρού προκάλεσε φοβερή αίσθηση σε συμμάχους και εχθρούς μέχρι που και ο Χίτλερ διάταξε δίπλα στη σβάστικα να κυματίζει η ελληνική σημαία.
Η εκπαιδευτικός Πόπη Πασπαλιάρη στην εκπομπή «Αληθινά Σενάρια» της ΕΡΤ δήλωσε ότι γνώριζε την οικογένεια Κουκίδη, η οποία ήλθε με πλοίο από τον Πόντο στο Κατάκολο και από εκεί πήγαν στη Γαστούνη.
Μετά το θάνατο του συζύγου της η μητέρα Φωτεινή με τον μικρό Κωνσταντίνο ήλθαν στην Αθήνα ως υπηρέτρια στο σπίτι της Μαρίας Σπηλιοπούλου.
Ο Κωνσταντίνος ήταν ένα πανέμορφο και πανέξυπνο παιδί, που τελείωσε το Δημοτικό και Γυμνάσιο με άριστα και τη σχολή λογιστών Πάλμερ.
Η Φωτεινή όταν έμαθε τον θάνατο του Κωνσταντίνου έχασε τα λογικά της και ψάχνοντας να τον βρεί σκοτώθηκε στον μεγάλο βομβαρδισμό.
Τόνισε μάλιστα εκ του ότι ο Κουκίδης δεν είχε οικογένεια, δεν έγινε μεγάλος θόρυβος για το θέμα.
Το 2000 επί Δημαρχίας Δημητρίου Αβραμόπουλου εντοιχίστηκε μαρμάρινη αναμνηστική πινακίδα επί του βράχου και στο σημείο, που έπεσε ο ήρωας φρουρός, όπου κάθε χρόνο τελείται ανελλιπώς επιμνημόσυνη δέηση με πρωτοβουλία της Πανελληνίου Ενώσεως Ποντίων Αξιωματικών «Αλέξανδρος Υψηλάντης».
Επίσης στη Γαστούνη, όπου είχε καταφύγει αρχικά η οικογένεια του ήρωα οι κάτοικοι της ύψωσαν αναμνηστική στήλη.
Είναι όμως απορίας άξιον, πως μια τόσο μεγάλη και ηρωική θυσία δεν έτυχε επίσημης αναγνώρισης εκ μέρους της Πολιτείας και απόδοσης μεταθανατίων τιμών, όπως έχει γίνει σε ανάλογες περιπτώσεις.
Νομίζω, ότι στην εποχή μας που εκλείπει σταδιακά και ανεπαίσθητα ο σεβασμός στους θεσμούς και τα εθνικά σύμβολα η επίσημη εκ μέρους της Πολιτείας αναγνώριση της θυσίας του Κωνσταντίνου Κουκίδη, η απόδοση μεταθανατίων τιμών και η προβολή της θυσίας του θα συμβάλλει στην ενίσχυση του οφειλομένου σεβασμού στους θεσμούς και τα εθνικά σύμβολα.
Λέανδρος Τ.Ρακιντζής
Αρεοπαγίτηςε.τ.