Μια και το άκουσα, είπα να το εξακριβώσω. Προηγήθηκαν εγκωμιαστικά σχόλια, επιφωνήματα, γουάου. Τα σόσιαλ πήραν φωτιά και όταν υπερθεματίζουν οι κλειδούχοι του παγκόσμιου χωριού, δεν χωράει αντίρρηση. Όλοι μιλούσαν για το νέο θαύμα, μια εδαφική παρέκκλιση που εμφανίστηκε από το πουθενά και άλλαξε τον χάρτη. Το επιβεβαίωσαν και οι αεροφωτογραφίες του Copernicus που έδειχναν την αλλαγή σε όλο της το φάσμα.
Έτσι ένα ζεστό πρωινό, ξεκίνησα με τα σχετικά εφόδια- ψάθα, πετσέτα, ομπρέλα, αντηλιακό υψηλού δείκτη, νερό και ελαφρά σνακς- και πήρα τον ανήφορο. Η αλλαγή εξόφθαλμη. Εντυπωσιακή. Όλα ήταν στη θέση τους αλλά όλα ήταν αλλιώς. Σαν να τα σκέπασε μια κουρτίνα που άφηνε στη θέα κάτι λίγα από τα παλιά.
Η Βαρυμπόμπη όπως την ήξερα. Πολύχρωμη, εκκεντρική με τις γνωστές ταβέρνες και τα πριβέ κλαμπ, έσφυζε από ζωή. Ένα ετερόκλητο, πολύχρωμο πλήθος ανεβοκατέβαινε το βουνό, ηλιοκαμένο και κουρασμένο, αναζητώντας τη δροσιά των δέντρων και τη νοστιμιά του ριμπάι. Στα πεζοδρόμια, γύρο από την κεντρική πλατεία, σωροί από κάρβουνο περίμεναν τους αγοραστές. Μια ηλικιωμένη κυρία με κολάν, παρδαλή πουκαμίσα και ψάθινο καπέλο, με μια ροζ καμέλια στο πλούσιο στήθος της, με ρώτησε αν μπορούσα να κουβαλήσω δυο τσουβάλια κάρβουνο μέχρι το αυτοκίνητο της. «Έχω το φτυάρι στο πορτ μπαγκάζ. Αν το μεταφέρετε με το αυτοκίνητο σας σπίτι μου θα σας δώσω κάτι παραπάνω. Αρκεί να μη μου λερώσετε το πλακάκι.» Βρήκα μια φτηνή δικαιολογία και απομακρύνθηκα.
«Από πού είστε;» την άκουσα να με ρωτάει.
«Από τα νότια», της απάντησα.
«Κι εδώ πάνω τι ζητάτε;»
«Άκουσα πως κάτι παίζει και είπα να το απολαύσω».
«Κι εγώ για το κάρβουνο ήρθα, αλλά δεν υπολόγισα σωστά. Πάντως είναι εξαιρετικό. Άλφα, άλφα. Εσείς δεν θα πάρετε; Άμα πλακώσουν τα γυράδικα, θα το ψάχνετε.»
«Θα το σκεφτώ», φώναξα και ξεκίνησα την ανάβαση.
Ήταν εμφανές, το σκηνικό είχε αλλάξει. Με μια πρώτη αναπνοή, η διαπεραστική ‘τσίκνα’ απ’ το ψημένο κρέας, ο βουνίσιος αέρας, το θρόισμα των πεύκων, μεταμορφώθηκαν σε θαλάσσια αύρα. Σαν να φύσηξε πελαγίσιο μελτέμι κι έφερε στο βουνό κύματα και αρμύρα, χρυσές αμμουδιές και χταποδάκι στα κάρβουνα. Μύριζε φρέσκο ψάρι και τσίπουρο.
«Είχαν δίκιο», μονολόγησα. Αυτό που συνέβη ήταν εξωπραγματικό. Μια ολόφρεσκη αμμουδιά εκτεινόταν καθ’ όλο το ύψος της Πάρνηθας. Έλειπαν βέβαια οι ομπρέλες, οι καντίνες και τα διάφορα μπιτς μπαρ, αλλά τα δέντρα ήταν στη θέση τους, τα ζώα του βουνού ακίνητα σαν παγωμένα, τα πουλιά σιγούσαν, μόνο κάτι αεροπλάνα γυρόφερναν αδιάκριτα ποτίζοντας την άμμο.
«Αν έχει και θάλασσα, δεν θα υπάρχει τέτοιο τοπίο στο κόσμο.». Περπατούσα και έβλεπα τη σταχτή σκόνη να αναπηδάει σε κάθε μου βήμα. Μαλακιά, απαλή σαν βρεφική πούδρα, γκρίζα. Έκαιγε. Μπροστά μου, άλλοι παραθεριστές την αποθήκευαν σε ληκύθους και κομψά βάζα.
Στα μισά της ανηφόρας φύλακες με μαγιό, σπορτέξ και γυαλιά ηλίου μας σταμάτησαν και ζήτησαν ευγενικά να αδειάσουμε τις τσάντες μας. Διαμαρτυρηθήκαμε αλλά ήταν ανένδοτοι. Αδιαφόρησαν για τα τάπερ, τα κινητά, τις ρακέτες και στάθηκαν στα αντηλιακά μας. Τα συγκέντρωσαν όλα και τα άδειασαν σωρηδόν σ’ ένα ξέχειλο ξύλινο κάδο.
«Για ποιο λόγο;» διαμαρτυρήθηκα.
«Ακολουθούμε το μοντέλο της Ταϊλάνδης, της Χαβάης και του αρχιπελάγους Παλάου στον Νότιο Ειρηνικό.»
«Και;»
«Στα αντηλιακά ανιχνεύτηκαν τέσσερα συστατικά που εμποδίζουν τη διαδικασία αναπαραγωγής των κοραλλιών, εξοντώνουν τις προνύμφες τους και προκαλούν τη λεύκανση τους. Κι όπως γνωρίζετε, λευκό κοράλλι ίσον νεκρό κοράλλι. Γι’ αυτό και τα κράτη αυτά, έχοντας επίγνωση της ευθραυστότητας του οικοσυστήματος τους, απαγορεύουν το κολύμπι αν φοράς αντηλιακό.»
«Και τι σχέση έχει η Πάρνηθα με το Παλάου;»
«Έχει και παραέχει, γιατί στην Πάρνηθα βρέθηκαν κοράλλια και οφείλουμε να τα προστατεύσουμε.»
«Μα έχει θάλασσα η Πάρνηθα;» ρώτησα ο αφελής.
«Θα έχει! Να είστε σίγουρος. Έτσι όπως πάει το πράμα, η θάλασσα είναι θέμα χρόνου!»
Μάζεψα το αντηλιακό μου, έκανα μεταβολή και πήρα τον κατήφορο. Στη κεντρική πλατεία, η ίδια κυρία παζάρευε εναγωνίως το κόμιστρο για το κάρβουνο της. Με είδε και με χαιρέτησε με εγκαρδιότητα.
«Αλλάξατε γνώμη ή δεν σας άρεσε;» μου είπε. «Κι εγώ από καθαρή περιέργεια ξεκίνησα αλλά με το που είδα το θησαυρό, κόλλησα Ότι κι αν συμβαίνει πάντως, πάρτε κάρβουνο. Θα με θυμηθείτε. Τα μερομήνια προμηνύουν βαρύ χειμώνα και τα τζάκια θα πάρουν φωτιά. Πού να χορτάσουν με πέλετ. Πέρασε η εποχή που η Αθήνα μας ήταν Χαβάη!»
Κούνησα το κεφάλι μου και συνέχισα το δρόμο. Ορδές τουριστών με κάθε μέσο, με φωνές και τραγούδια αποβιβάζονταν και τραβούσαν για τη Νέα Παραλία, σταματώντας κάθε λίγο για να αποθανατιστούν στο γκρίζο τοπίο. Πίσω μου, το βουνό ανάσαινε απ’ τις στάχτες του.
«Θα ξαναγεννηθεί μέσα σε πέντε χρόνια», μου κελάηδησε μια τσίχλα που πέταξε δίπλα μου. «Έτσι έγινε και το 2007 και μετά ξαναπρασίνισε. Κι εγώ έχασα τις παρέες μου, τη φωλιά μου, αλλά δεν με πήρε από κάτω. Το ίδιο θα γίνει και τώρα. Μη στενοχωριέσαι.»
«Στενοχωριέμαι, γιατί τώρα είναι διαφορετικά. Όλα είναι διαφορετικά. Τότε δεν βρέθηκαν κοράλλια, ενώ τώρα; Ξέρεις τι είναι να κλείνεις ξαπλώστρα στην Πάρνηθα;»