Ένα διπλό κύμα σαρώνει τις κοινωνίες των ανθρώπων. Το κύμα της πανδημίας του κορωνοϊού και των μεγάλων τεχνολογικών επιτευγμάτων. Ο συνδυασμός αυτών των δύο επανακαθορίζει τις ζωές των ανθρώπων και αποτυπώνει ένα ερώτημα στο οποίο καλούμαστε να δώσουμε μία πειστική απάντηση: Πώς θα διαφυλάξουμε τον άνθρωπο δίχως να τον θέσουμε στο περιθώριο;
Τα παράδοξα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στο μικρό τόπο που λέγεται Ελλάδα, άρχισαν φαινομενικά ξαφνικά. Αρκούσε η επίσημη δημόσια κοινοποίησή τους, η αναγνώριση της ύπαρξής τους, για να γίνουν συνείδηση και να μετατραπούν σε κοινό κτήμα: μια Αλήθεια. Από τότε, τα πράγματα πήραν τη σειρά τους. Ακολούθησαν συνεχείς ανακοινώσεις για τους επερχόμενους κινδύνους. Αναλύθηκε ενδελεχώς το αδιέξοδο της παρούσας κατάστασης. Διαπιστώθηκε η αναγκαιότητα λήψης συγκεκριμένων αποφάσεων και μέτρων προστασίας.
Είπαν ότι ο εισβολέας που ήρθε είναι αόρατος.
Το πέρασμά του δεν άφησε κάποιο ορατό σημάδι. Δεν υπάρχουν πεσμένα τείχη. Τα κτίρια έμειναν ανέγγιχτα, η ζωή συνεχίζεται δίχως εμφανείς αλλαγές στο τοπίο. Αλλά λένε ότι είναι παντού. Είναι στον αέρα, είναι εν δυνάμει ο καθένας από εμάς, ένα αορατο σωματίδιο που δεν καταλαβαίνει από απειλές και που δε θα σταματήσει αν του προτάξεις κάποιο όπλο. Με αυτό τον εχθρό δε μπορείς να διαπραγματευθείς.
Δεν είναι πόλεμος, όμως η πόλη έμεινε έρημη σα να είχε μόλις δεχτεί εισβολή.
Tα γεγονότα που εξακολουθούν, πήραν την απειλητική και άνευ δυνατότητας αντίστασης εικόνα μιας θεομηνίας. Ο αγώνας έγινε ένας συντήρησης και αντοχής μπροστά στην άγνωστη αιτία μιας σταδιακής καταστροφής.
Πριν φτάσουμε στο σημείο αυτό, ο καθένας μας έβλεπε τα γεγονότα στην Κίνα και δίχως να το επιθυμεί σκεφτόταν:
«Μα τι τρομακτικές εικόνες! Αλλά η Κίνα είναι ένας τόπος τόσο μακρινός, σχεδόν εξωτικός».
Όμως ο κόσμος μας σήμερα είναι μικρός και σε διαρκή κίνηση. Είναι ένα παγκόσμιο χωριό. Η Κίνα είναι πολύ πιο κοντά απ’ όσο ήταν πριν 100 χρόνια. Η απόσταση που μας χωρίζει είναι μόλις μερικές ώρες. Όση ώρα χρειάζεται να φτάσεις με ένα αεροπλάνο.
Όλα έμοιαζαν τόσο αφύσικα, σα ένα κακό όνειρο που δε μπορεί να κρατήσει για πολύ. Αλλά οι πανδημίες δεν είναι σεισμοί. Έχουν διάρκεια.
Οι μέρες πέρασαν και έγιναν βδομάδες και οι βδομάδες έγιναν μήνες. Θα υποχωρήσει και θα επανέλθει με ορμή, όπως ένα κύμα που αδειάζει και ξαναφουσκώνει.
Πριν τον ερχομό της πανδημίας ο καθένας είχε το δικαίωμα να αισθάνεται άτρωτος. Ζούμε σε μία εποχή όπου τα επιτεύγματα της επιστήμης είναι τεράστια. Όλα μοιάζουν εφικτά.
Οι άνθρωποι ζουν περισσότερο από ποτέ και τα παιδιά που γεννιούνται – καταγράφεται στις στατιστικές - ψηλώνουν πιο πολύ από ποτέ.
Πιστεύουμε στην επιστήμη και στη λογική.
Τίποτα δε μπορεί να σταματήσει την πρόοδο και τα σχέδια για το μέλλον. Δεν υπάρχει τύχη, ούτε μοιραίο και τραγικό. Όλα λειτουργούν στην εντέλεια, σα ένα καλοκουρδισμένο ρολόι. Αν κάποιος είναι ικανός και δουλεύει αρκετά, σε αυτό τον κόσμο πετυχαίνει.
Μαζί με αυτή την αφέλεια οι άνθρωποι είχαν αναπτύξει μία σκληρότητα, μία εμμονή με την απόκτηση στάτους, μία έντονη τάση να κρίνουν τον συνάνθρωπό τους.
Πίστευαν ότι η τύχη ευνοεί τους ικανούς.
Πώς σε ένα τέτοιο κόσμο, να μπορούσε να έχει θέση μία πανδημία;
Οι πανδημίες ήταν πράγματα του παρελθόντος, τυχαία απρόβλεπτα γεγονότα βγαλμένα σα από κάποιο σκονισμένο βιβλίο ιστορίας, ταιριάζουν σε οπισθοδομικούς κόσμους: υπο-ανάπτυκτους, που συνεχίζουν να ισχύουν ξεπερασμένοι κανόνες, όχι σε ανεπτυγμένες κοινωνίες όπως αυτές που ζούμε όπου τίποτα δε συμβαίνει τυχαία.
Ήταν φυσικό λοιπόν πως όλοι στο ξέσπασμά, αρνήθηκαν την πιθανότητά της. Ήταν απίθανο κάτι τέτοιο να συμβεί στις χώρες μας. Ακόμα και στην Ελλάδα.
Κι έτσι, οι κυβερνήσεις άργησαν να αντιδράσουν, οι πολίτες άργησαν να συνειδητοποιήσουν τι συμβαίνει. Και για μια στιγμή όλος ο πολιτισμός μας έμοιασε εύθραυστος.
Αισθανθήκαμε, όπως κι ο Πωλ Βάλερυ πριν 100 περίπου χρόνια, ότι η άβυσος της ιστορίας είναι αρκετά μεγάλη για να χωρέσει όλους μας.
Αναγνωρίσαμε ότι όλα κάποια στιγμή μπορεί να τελειώσουν.
Το γεγονός ότι είμαστε ζωντανοί είναι βέβαια κάτι το οποίο είναι εξαίσιο και θαυμάσιο, αλλά οπωσδήποτε δεν υπάρχει τίποτα βέβαιο στη ζωή.
Η αλαζονία που προκύπτει από την ψευδαίσθηση ότι είμαστε άτρωτοι, - το διδάσκει η ιστορία της ανθρωπότητας – πάντα καταρρέει. Πριν το Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, υπήρχε η Αλεξάνδρεια και πιο πριν η Βαβυλώνα.
Όσα σχέδια και αν κάνουμε, πάντα υπάρχει η πιθανότητα ενός ξαφνικού θανάτου. Για τον άνθρωπο, δε χρειάζεται να είναι κάποια πανδημία. Μπορεί να είναι ένα ατύχημα, μία ανακοπή καρδιάς, μία πτώση. Υπάρχει η ξαφνική εμφάνιση μιας αρρώστιας. Ο άνθρωπος δεν είναι αθάνατος ή άτρωτος.
Τα σχέδια καταρρέουν. Συμβαίνει συχνά. Δεν χρειάζεται η αιτία να είναι ο θάνατος.
Όταν αυτό συμβαίνει σε επίπεδο πολιτισμών, ουδείς μπορεί να γνωρίζει με βεβαιότητα τι θα είναι νεκρό ή ζωντανό την επόμενη μέρα, τις ιδέες που θα έχουν καταγραφεί στη λίστα των απωλειών, τις πρακτικές που θα είναι ασύμβατες με τη νέα πραγματικότητα που θα έχει προκύψει.
Ζώντας μέσα στην πανδημία
Στο λογικό ερώτημα που τέθηκε, «τι κάνουμε τώρα που ήρθε η θεομηνία», η απάντηση που δόθηκε ήταν απλή:
Συνεχίζουμε να ζούμε.
Πολλοί συνέχισαν να εργάζονται ”από απόσταση”. Συνέχισαν να πληρώνουν τους λογαριασμούς, γιατί «κάποια στιγμή η επιδημία θα τελειώσει». Πλήρωναν – παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν να ανταποκριθούν - λες και επειδή πληρώνουν αυτό σήμαινε ότι με κάποιο τρόπο θα υπάρξει μία επιστροφή στην κανονικότητα, κι αυτή η σκέψη κάπως τους ανακούφιζε, απέκρυπτε το άγνωστο που φανερωνόταν μπροστά.
Στον χρόνο που μας δόθηκε υπήρχαν αυτοί που κατεφύγαν στα βιβλία των σοφών, στους μεγάλους συγγραφείς και ποιητές, ψάχνοντας για κάποιες απαντήσεις σε αυτό το ακατανόητο μίας θεομηνίας με άγνωστη διάρκεια.
Οι άνθρωποι προσπάθησαν να αποφύγουν τις αρνητικές σκέψεις, που αρνούνται ότι το μέλλον δε θα είναι σύμφωνα με τους σχεδιασμούς. Απόφευγαν να μιλούν για την πανδημία όμως διαρκώς επέστρεφαν εκεί.
Συνεχίζουν να ελπίζουν σε μία γρήγορη επιστροφή σε μία προηγούμενη κανονικότητα.
Κάνουν όνειρα για το μέλλον.
Φαντάζονται τα μεγάλα και σπουδαία ταξίδια που θα πραγματοποιήσουν, συζητούν για τους πιθανούς πρώτους προορισμούς «όταν η επιδημία θα έχει τελειώσει», αναζητούν ”θετικούς δημιουργικούς τρόπους” για να αναδείξουν την ευκαιρία που αποτελεί μία πανδημία. Προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τον χρόνο που έμειναν σπίτι.
Ο άνθρωπος της πανδημίας λ.χ. ξεσκόνισε όλους τους ψηφιακούς τσελεμεντέδες και μαγείρευε πιο πολύ παρά ποτέ.
Εν μέσω καραντίνας, αναγνώρισε ότι η δυνατότητα να μένει σπίτι είναι ένα προνόμιο που πολλοί συνάνθρωποί του δεν έχουν. Κάποιοι ένιωσαν μάλιστα και προνομιούχοι για την επιλογή που έχουν να ζουν υπό καθεστώς εγκλεισμού.
Κάποιοι είναι ελεύθεροι να επιλέξουν τον εγκλεισμό τους εκεί που άλλοι δεν έχουν την επιλογή, σκέφτηκαν. Για μια στιγμή ένιωσαν ένοχοι.
Ο άνθρωπος της πανδημίας εκφράζει την αισιοδοξία του. Λέει τη γνώμη του για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας που θα αποτυπώνουν την εντύπωση στο μυαλό του ότι υπάρχει μέλλον, ότι η θεομηνία είναι στα μέτρα του και ότι αρκεί να υπομείνει αρκετά.
Εκφράζει τη βεβαιότητα:
«Αρκεί να παρθούν τα κατάλληλα μέτρα και όλα αργά ή γρήγορα θα επιστρέψουν σε μία κανονικότητα».
Η λογική θα υπερισχύσει. Η επιστήμη θα νικήσει. Το παράλογο και απρόβλεπτο δε μπορεί να είναι η τελική απάντηση.
Συντηρεί την ψευδαίσθηση ότι δε χρειάζεται να αλλάξουν πολλά.
...Θεωρούν τους εαυτούς τους ελεύθερους, αφέντες του εαυτού τους. Όμως ουδείς είναι ελεύθερος όσο υπάρχουν θεομηνίες... [1]
Ο άνθρωπος μέσα στην καραντίνα προσπάθησε να διατηρήσει κομμάτια της καθημερινότητας και της ρουτίνας του. Η διατήρησή τους έδωσε την εντύπωση της ύπαρξης μιας κανονικότητας που έχει εξαφανισθεί. Αποτέλεσαν ένα νοητικό συνδετικό κρίκο με αυτό που υπήρχε πριν την πανδημία. Όσο διατηρούσε τη ρουτίνα, τόσο πιο ασφαλής αισθανόταν.
Οπωσδήποτε, προκύπτει ότι η διατήρηση μίας ρουτίνας, η επιζήτησή της, είναι συνθήκη επιβίωσης που η υπερβολή της αποδεικνύει την μεγάλη πλέον ανάγκη που υπήρχε γι’ αυτή.
Στην ειδησεογραφία τις πρώτες μέρες της πανδημίας υπήρχαν πάντα νέα για τις πιθανές θεραπείες και τα ελπιδοφόρα μηνύματα που προκύπτουν από τις έρευνες επιστημόνων. Σύντομα όμως οι διθυραμβικές ειδήσεις που δημιουργούσαν ελπίδες, έγιναν μονόστηλα που διέψευδαν την αρχική αισιοδοξία. Μετά, καθώς ο χρόνος περνούσε, οι ειδήσεις αυτές προξενούσαν όλο και μικρότερη εντύπωση. Η θεραπεία ήταν οπωσδήποτε αναγκαία, όμως ουδείς έμοιαζε να έχει πλέον τον ίδιο ενθουσιασμό όπως τον πρώτο καιρό στο άκουσμα των σχετικών ειδήσεων.
Οι πολιτικοί τον πρώτο καιρό εξέφραζαν και αυτοί την αισιοδοξία τους.
Όταν περάσει η πανδημία, επαναλάμβαναν, δεν υπάρχει αμφιβολία, ”η οικονομία θα αρχίσει να τινάζεται ψηλά, πάρα πολύ ψηλά”, έλεγαν με ενθουσιασμό, λες και η επιδημία είναι στην πραγματικότητα μία κρυφή ευλογία που εμείς μένει να την αναγνωρίσουμε γι’ αυτό που είναι και να αντιληφθούμε πόσο πραγματικά τυχεροί είμαστε. [2]
Μετά τις πρώτες εβδομάδες ένας τρόπος για να εκλογικεύσεις την κατάσταση ήταν πάντως να κατηγορήσεις τους πολιτικούς.
Το να κατηγορείς τους πολιτικούς ήταν μία πράξη που έδινε έναν τόνο κανονικότητας σε μία μη κανονική κατάσταση. Έτσι, πολλοί εξέφραζαν την οργή τους για τις μη ενδεδειγμένες κινήσεις της κεντρικής διοίκησης που θα διασφάλιζαν την όσο πιο γρήγορη επιστροφή στις φυσιολογικές συνήθειες, κατηγορούσαν την κυβέρνηση για διαφθορά και πρότειναν σειρά μέτρων που θα μπορούσαν να ληφθούν για την ανακούφιση των πιο ευάλωτων στρωμάτων.
Διαπίστωναν ελλείψεις και λάθη στη διαχείριση.
Ο άνθρωπος της πανδημίας διψούσε για αισιόδοξες ειδήσεις όπως αδημονούσε να διαβάσει και ειδήσεις για την επικείμενη καταστροφή. Λες και επειδή ζει σε μία καταστροφή αυτή πρέπει να αποκτήσει την εικόνα που έχει στο μυαλό του ότι πρέπει να έχει μία καταστροφή και όταν δε λαμβάνει αυτή την εικόνα αρχίζει να αμφισβητεί το κατά πόσο είναι μία καταστροφή ή αν είναι τελικά η φαντασία του ή τον έχουν πείσει ότι ζει μία καταστροφή ενώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτα το ιδιαίτερο και ξεχωριστό σε αυτό που ζει.
Για πολλούς, το αίσθημα απογοήτευσης είναι μεγάλο αφού η πανδημία δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες τους. Φοβούνται ότι υπομένουν όσα υπομένουν δίχως κανένα πραγματικό λόγο και αντίκρυσμα.
Στο έδαφος αυτής της εντύπωσης ανθίζουν ποικίλες θεωρίες συνωμοσίας.
Αν δεν είναι μία καταστροφή αυτό που βιώνουμε, τότε οπωσδήποτε πρέπει να είναι ένα σχέδιο που έχει ως στόχο την εκμετάλλευση του φόβου της καταστροφής. Λες και το γεγονός ότι ο φόβος για μια καταστροφή γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης πρέπει να σημαίνει ότι η καταστροφή δε μπορεί πραγματικά να υπάρχει.
Η επιστροφή σε αυτά που είναι “κοινή γνώση”, δίνει μία αίσθηση κανονικότητας που μειώνει τον φόβο για την πανδημία.
Αν τα πράγματα είναι όπως ήταν πάντα, αν η πανδημία είναι ένα ψέμα, τότε αρκεί να αντιδράσουν για να υπενθυμίσουν την αλήθεια που ήδη γνωρίζουν – ότι δεν εμπιστεύονται «τους πολιτικούς που είναι πουλημένα τομάρια», και «τα μέσα παραπληροφόρησης που είναι ελεγχόμενα και διεφθαρμένα» - σε όλους αυτούς που εξαιτίας του φόβου στον οποίο έχουν υποκύψει δε μπορούν να τη δουν. Οπωσδήποτε πάντως, το γεγονός δε μπορεί να είναι τυχαίο.
Ανιχνεύουν στοιχεία που αποτυπώνουν μοτίβα που αποκαλύπτουν την αλήθεια που αποδεικνύει ότι ο φόβος είναι κατασκευασμένος.
Απαραίτητο λίπασμα αποτελούν οι αντιφατικές πολιτικές που εφαρμόζονται και οι ανακριβείς και αλληλοσυγκρουόμενες πληροφορίες που ακούγονται από τα πιο επίσημα χείλη.
Προσπαθούν να αντιδράσουν υπό συνθήκες όπου ακόμα και το δικαίωμα τους στην αντίδραση τίθεται εν αμφιβόλω, εις το όνομα της διασφάλισης της δημόσιας υγείας. Πολλοί αντιδρούν επειδή δε μπορούν να κάνουν αλλιώς. Επειδή γι’ αυτούς είναι ζήτημα επιβίωσης.
Ο αριθμός τους αυξάνεται όσο ο κίνδυνος της πείνας και της εξαθλίωσης μεγαλώνει.
Προς το παρόν πάντως, στις καθημερινές συζητήσεις, η πλειοψηφία των ανθρώπων συνεχίζει να εκφράζει τους πιο τρομερούς φόβους της με τις πιο τετριμμένες εκφράσεις. Έτσι μόνο αισθάνονται ότι μπορούν να κερδίσουν τη συμπάθεια των άλλων.
Άλλωστε, το καζάνι αυτό μας χωράει όλους και δεν κάνει εξαιρέσεις. Γιατί λοιπόν να προσποιούμαστε πια τους έκπληκτους ή τους οργισμένους;
Ότι έρχεται ως θεομηνία αντιμετωπίζεται ως θεομηνία. Η οργή και η αγανάκτηση για τις ανατροπές που έφερε η πανδημία είναι αισθήματα που δεν προσφέρουν λύσεις απέναντι σε μια φυσική καταστροφή. Η οργή δίχως προοπτική όταν συνεπάγεται ακινησία ισοδυναμεί με θάνατο.
«Παραμένω ψύχραιμος. Δεν ωφελεί το να οργίζομαι απέναντι σε ένα φαινόμενο. Η οργή δεν ταΐζει.
Υπάρχει βέβαια μια ενόχληση. Μια αναστάτωση στις καθημερινές συνήθειες και στην πραγματοποίηση των καλών και συμφέροντών μου. Μια προσαρμογή κάπως βίαιη. Όμως, πάραυτα, είναι μια προσαρμογή», λέει ο άνθρωπος της πανδημίας με μια προσποιητή αισιοδοξία.
«Συνεχίζω να αντιμετωπίζω την κατάσταση με περισσότερα χωρατά παρά παράπονα. Δεν είμαι δειλός. Δεν είμαι αδύναμος. Θέλω να είμαι από αυτούς που αντιμετωπίζουν τα πράγματα με αισιοδοξία. Η θεομηνία μπορεί να αποτελεί μία ευκαιρία για να ανακαλύψω άγνωστες πτυχές του εαυτού μου. Η θεομηνία μπορεί να είναι μία ευκαιρία αυτο-βελτίωσης. Κατ’ ένα τρόπο, είναι μία εκπαιδευτική διαδικασία Και καθώς όλα τούτα συντελέστηκαν σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, συμπεραίνω πως, οι αλλαγές αυτές, αφού δεν είναι φυσιολογικές δεν πρέπει να είναι και μόνιμες.
Δεν πιστεύω σε θεωρίες συνωμοσίας, αλλά έχω την κρυφή ελπίδα πως θα είναι κάτι περαστικό.
Οι συνήθειές μου επιμένουν. Προσαρμόζομαι στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται. Οι συνήθειές μου προσαρμόζονται. Αλλάζουν. Άλλωστε, μπορεί κανείς να παραιτηθεί από τη ζωή; Γιατί αυτό θα έπρεπε να κάνω αν αποδεχόμουν την καταστροφή. Η δυνατότητα του ανθρώπου να προσαρμόζεται είναι αναπόφευκτη», καταλήγει με μία ικανοποίηση για τις διαπιστώσεις του.
Ο άνθρωπος συνηθίζει. Κι ο φόβος μπορεί να υπάρχει ως η απουσία του. Ως αποστασιοποίηση.
Στο τέλος, η καθημερινότητα θα έχει πάρει μια άλλη μορφή. Τότε, ο μετασχηματισμός θα έχει ολοκληρωθεί. Η νέα πραγματικότητα θα είναι λειτουργική. Η καθημερινότητα θα έχει μεταμορφωθεί, το έκτακτο θα είναι το νέο κανονικό.
Ναι! Η συνήθεια μας χαρακτηρίζει. Αυτό είναι ένα πράγμα που με βεβαιότητα μπορώ να πω. Με την ανάλογη διοίκηση και υπό τις πρέπουσες συνθήκες. Με τη σωστή αναλογία παραγωγής φόβου και ορθής διαχείρισής του. Κι η αντίδραση ενάντια στη διοίκηση – ως ένα επίπεδο – είναι επιθυμητή. Είναι μέσα στη λογική της διαχείρισης.
Αυτή η μία φράση έχει εξαιρετική σημασία:
Ο άνθρωπος συνηθίζει.
Από την έξαρση των πρώτων εβδομάδων και τα μεγάλα συναισθήματα σιγά - σιγά περάσαμε σε μία αποδοχή της νέας κατάστασης. Δεν πρόκειται για παραίτηση αλλά περισσότερο για την προσαρμογή ενός ανθρώπου που επιβιώνει.
Τα συναισθήματα έγιναν πιο μουντά. Οι ειδήσεις για τις πιθανές συνέπειες δεν προσελκούσαν τόσο μεγάλο ενδιαφέρον. Το δράμα των ανθρώπων στην Ιταλία και σε άλλες χώρες, άρχισε να μοιάζει συνηθισμένο. Δεν προκαλούσε πλέον εντύπωση. Κάποιοι αμφισβητούν ακόμη και αν ήταν ποτέ πράγματι δράμα. Μα και ο αριθμός των νεκρών τώρα δε μοιάζει πια τόσο μεγάλος. Ίσως και οι νεκροί να μην ήταν πραγματικά νεκροί... Είναι μια θεωρία που κερδίζει έδαφος.
Ο Άνθρωπος συνηθίζει.
Ακόμα και σε μία κατάσταση που ηθικά και ψυχικά αρχικά δεν τον καλύπτει, συνηθίζει. Επιβιώνει. Μα η συνήθεια αυτή φθείρει: είναι διαφθορά. Είναι η Αφαίρεση. Ένα κενό που μεγαλώνει. Γιατί το ψυχικό και ηθικό κενό μένει δίχως κάτι να το γεμίζει. Κι υπάρχει μεγαλύτερο έγκλημα από την αδιαφορία;
Αναφορές:
1. Αλμπέρ Καμύ, (1947), «Η Πανούκλα», Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος, μτφ. Γιώργος Γεράλης, Νατάσα Κυριακοπούλου
2. Κρεσέντο αισιοδοξίας από την Ντόρα Μπακογιάννη: Όταν περάσει ο κορωνοϊός, η οικονομία θα αρχίζει να τινάζεται πάρα πολύ ψηλα, http://agonaskritis.gr/%CE%BA%CF%81%CE%B5%CF%83%CE%AD%CE%BD%CF%84%CE%BF-%CE%B1%CE%B9%CF%83%CE%B9%CE%BF%CE%B4%CE%BF%CE%BE%CE%AF%CE%B1%CF%82-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%BD%CF%84%CF%8C%CF%81%CE%B1-%CE%BC%CF%80/