Η ιδέα ότι το Κράτος είναι υπεύθυνο για την ευτυχία των ανθρώπων είναι πρόσφατη. «Καθήκον της κυβέρνησης δεν είναι να προσφέρει την ευτυχία αλλά να δημιουργεί τις προϋποθέσεις στους ανθρώπους για να την κατακτήσουν», πίστευε ακόμη τον καιρό του ο Τζωρτζ Κάννινγκ. Είναι προς τα τέλη του 19ου αιώνα, που η θεσμική μέριμνα γίνεται για πρώτη φορά απαιτητή, έννομη αξίωση δεσμευτική για τα όργανα της πολιτείας. Για πρώτη φορά τότε, όπως θα ’λεγε ο Καρλ Λέβιτ, η Πρόνοια αλλάζει χέρια: από τον Θεό περνάει στο Κράτος.
Σε σχέση με τον θείο προκάτοχό τους ωστόσο το σύγχρονο Κράτος και οι πολιτικοί είναι σε πολύ μειονεκτική θέση. Το «άγνωσται αι βουλαί του Κυρίου» δεν ισχύει γι′ αυτούς – τα «θα» της μετά θάνατον λυτρώσεως εδώ δεν μετράνε, οι κρατικές παροχές είναι καταβλητέες εδώ και τώρα, το αργότερο εντός μιας κυβερνητικής θητείας. Ο πιστός είναι ακόμη ταπεινός οφειλέτης, ο ψηφοφόρος σκληρός και οχληρός πιστωτής.
Ο πρώτος, με τα τάματα και τις προσευχές, με τις νηστείες και τις μετάνοιές του, απλώς ευελπιστεί ότι η επιθυμία του θα εισακουστεί ίσως μία των ημερών. Ο δεύτερος άπαξ και ρίξει την ψήφο του, έχει μόνο απαιτήσεις – είναι οι πολιτικοί που λογοδοτούν, εξομολογούνται και κοινωνούν στ′ όνομά του, όχι το αντίστροφο. Η Οργή Θεού ισχύει πλέον ως Οργή Λαού – και είναι εξίσου ανηλεής και γριφώδης.
Φτιαγμένος κατ′ εικόνα και καθ′ ομοίωσιν του Κυρίου εν τοις Ουρανοίς, ο Κυρίαρχος επί της Γης –ο ψηφοφόρος– έχει το ακαταλόγιστο. Κάνει και φέρεται όπως θέλει. Κι αν κάτι πάει στραβά με τη Δημιουργία του, για τον Κατακλυσμό και τη Συντέλεια τού φταίνε πάντα οι άλλοι.
Σαν τον Θεό, είναι απαλλαγμένος από την ιδιοτέλεια. Όταν ρωτούν τους ψηφοφόρους με ποιο κριτήριο θα επιλέξουν στην κάλπη το τάδε ή το δείνα κόμμα, οι δημοσκόποι παραλείπουν πάντα από τον κλειστό κατάλογο των απαντήσεων που τους δίνουν («εκτιμώ τα πρόσωπα», «συμφωνώ με τις θέσεις», «εγκρίνω τον ηγέτη», «το μη χείρον βέλτιστον» κ.ο.κ.) το βασικότερο, και προφανές: «έχω προσωπικό συμφέρον». Στο δίπολο πολιτευτών-εκλογέων, η υποψία της συναλλαγής βαραίνει αποκλειστικά τους πρώτους. Αν μάλιστα τολμήσει και βγει κανείς απ’ αυτούς και ισχυριστεί το προφανές, ότι και οι ψηφοφόροι δηλαδή είναι συνεργοί και συνυπαίτιοι στις δικές του πράξεις και παραλήψεις, η αγανάκτηση που τον περιμένει είναι καθολική.
Ο Τολστόι και ο Γκόρκι τον καιρό τους αναθεμάτιζαν το «καθεστώς», αλλά εξαιρούσαν και εξιδανίκευαν τον «μουζίκο», τον οποίο θεωρούσαν πηγή πάσης αρετής και σοφίας. Ποιητές όπως ο Παλαμάς και ο Γέητς ήταν σ’ αυτό σοφότεροι· «και για μούντζα ο λαός και για λιβάνι», έγραφε ο πρώτος. Σε ότι αφορά όμως την πολιτική, ιδίως εδώ σ’ εμάς, η κολακεία του λαού δεν λείπει από το ρεπερτόριο καμιάς πτέρυγας. Οι θεσμικοί λ.χ. φορτώνουν όλα τα δεινά στα κόμματα και την «κομματοκρατία», που βραχυκυκλώνουν υποτίθεται την έννομη τάξη ερήμην των αγνών προθέσεων του δήμου. Οι αντισυστημικοί μέμφονται τις ελίτ που εκποιούν και προδίδουν με το έτσι θέλω τα λαϊκά συμφέροντα. Και οι φιλελεύθεροι ξιφουλκούν υπέρ της αθωότητας του πολίτη διότι, λέει, «ευθύνη συλλογική» δεν υφίσταται...
Το φαινόμενο είναι στην πραγματικότητα κοινό. Σε όλα τα πολιτεύματα, η εξουσία per se, δηλαδή στην ύπατή της βαθμίδα, δεν νομιμοποιείται παρά από τον εαυτό της. Princeps legibus solutus. Είτε πρόκειται για πάπες, είτε για αυτοκράτορες, είτε για δημοκρατικά εκλογικά σώματα, ο Κυρίαρχος, όσο μένει τέτοιος, θεωρείται αλάθητος. Ακόμη κι όταν παραβιάζει κάθε νόμο και αρχή, ακόμη κι όταν περιπίπτει στη μέγιστη ηθική αθλιότητα, δεν λογοδοτεί.