Μπόρεσαν επιτέλους να συμφωνήσουν κράτος και εκκλησία. Έχω τόση άγνοια των πραγμάτων που δύσκολα μπορώ να συλλάβω πόσο καλή είναι ούτε να αναλύσω τα άρθρα της. Εμένα όμως με απασχολεί, με την Ελληνική, τη δική μας, κοινωνία, τα βρήκαν; Και αρχίζω από το Σύνταγμά μας.
Πριν Το Σύνταγμά μας αρχίζει με τη φράση: ″Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος...” Και αμέσως διερωτώμαι, οι Έλληνες πολίτες που (εντάξει, κακώς ίσως, αλλά έτσι είναι) δεν πιστεύουν στην Αγία και Ομοούσια και Αδιαίρετη Τριάδα, οι Έλληνες Ισραηλίτες, Μουσουλμάνοι, άθεοι, αγνωστικιστές κλπ, πόσο υποχρεωμένοι είναι να πειθαρχούν σ΄ αυτό το Σύνταγμα;
Σημειώνω ότι ο όρκος για να γίνει κάποιος μέλος της Φιλικής Εταιρείας, άρχιζε έτσι: ”Ορκίζομαι εις το όνομα της αληθείας και της δικαιοσύνης, ενώπιον του Υπερτάτου Όντος...”.
Το άρθρο 3 ορίζει ότι ″Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού...” Το άρθρο 5 ορίζει ότι ″...Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων” και το άρθρο 13 γράφει ότι: ″...Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη...”.
Όλα αυτά μου φαίνεται πως εμποδίζουν το κράτος να επέμβει σε όσους δεν ανήκουν στην επικρατούσα θρησκεία. Κι αυτό διότι όλοι όσοι μετέχουν στις εξουσίες του κράτους (κυβέρνηση, βουλή, δικαιοσύνη) ενεργούν στο όνομα της Αγίας Τριάδας και τους απαγορεύεται, επομένως, από το Σύνταγμα να μεροληπτούν υπέρ της Επικρατούσας Θρησκείας. Αλλά εξασφαλίζουν το κράτος ότι οι αλλόθρησκοι, που δεν πιστεύουν στην Αγία Τριάδα δεσμεύονται να πειθαρχούν στις διατάξεις του Συντάγματος, που ισχύει στο όνομα της Αγίας Τριάδας; Αν όμως το κράτος δεν εξασφαλίζεται ότι κάποιοι πολίτες δεν είναι υποχρεωμένοι να πειθαρχούν στο Σύνταγμα, προφανώς δεν μπορεί να τους εμπιστευθεί να μετέχουν στις εξουσίες του. Τότε όμως τους γίνεται διάκριση με βάση τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους. Κι αυτό είναι κατάφορα, μου φαίνεται, αντίθετο προς κάθε είδους κοινωνία που έχομε, είτε μοναρχία είναι αυτή είτε ολιγαρχία είτε δημοκρατία.
Τα παραπάνω είναι αντιφάσεις που μου παρουσιάζονται στο ισχύον Σύνταγμα (και σε όλα τα προηγούμενα). Έχω όμως και κάποιες επιφυλάξεις που ίσως σχετίζονται περισσότερο με την τρέχουσα συζήτηση μεταξύ κράτους και εκκλησίας. Αμοιβές των λειτουργών της θρησκείας. Φαίνεται να λύθηκε το ζήτημα της μισθοδοσίας των κληρικών της επικρατούσας θρησκείας με τη συζήτηση μεταξύ κράτους και εκκλησίας. Έχω όμως το εξής πρόβλημα: Οι αλλόδοξοι ιερείς πώς επιβιώνουν; Αν το κράτος μας δεν τους μισθοδοτεί, είναι υποχρεωμένοι να επιβιώνουν είτε με τις εισφορές των πιστών τους είτε, πώς αλλιώς; Δεχόμαστε να ζουν κάποιοι Έλληνες πολίτες με απόλυτη οικονομική εξάρτηση π.χ. από το Βατικανό, από την Τουρκία, από το Ισραήλ κλπ; Ως εθνικά σκεπτόμενος Έλληνας δύσκολα δέχομαι κάτι τέτοιο. Μου φαίνεται πως είτε όλοι οι ιερείς όλων των θρησκειών πρέπει να μισθοδοτούνται από το κράτος μας είτε όλοι από έσοδα της καθέκαστα θρησκείας, συμπεριλαμβάνοντας βέβαια τις προσφορές των πιστών. Θα χαρώ να ακούσω άλλες λύσεις, που ενδεχομένως υπάρχουν.
Είναι κι ένα τρίτο θέμα στο οποίο έχω πλήρη άγνοια. Το καθεστώς ιδιοκτησίας της εκκλησίας στην πατρίδα μας κατάγεται από την εποχή των Συμφωνιών που έχουν γίνει με την Τουρκία πριν από πολλά χρόνια. Οι διεθνείς αυτές συμφωνίες ορίζουν και άλλα ζητήματα που δεν υπόκεινται στις μονομερείς αποφάσεις της Ελληνικής κοινωνίας. Τέτοια είναι π.χ. το καθεστώς του Αγίου Όρους, των Αγίων Τόπων, του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας κλπ που, το ξαναλέω, τα αγνοώ πλήρως. Εκείνο που με κάνει να ανησυχώ είναι ότι δεν ακούω να λαμβάνονται υπόψη τέτοια ζητήματα όταν γίνονται συζητήσεις σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο πάνω στα θρησκευτικά θέματα.
Θυμάμαι. Μαθητής, πριν από πολλές δεκάδες χρόνια, έβλεπα στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, τη Σύρο, να λείπουν από την τάξη στο μάθημα των θρησκευτικών κάποιοι συμμαθητές μου που ήταν καθολικοί. Θυμάμαι ακόμη έναν Εβραίο φίλο μου που μου έλεγε με παράπονο πως εγώ ήξερα περισσότερα από εκείνον για τη Βίβλο, διότι αυτός δεν παρακολούθησε ποτέ, πουθενά, μάθημα των θρησκευτικών στο σχολείο, όπου διδάσκονταν, έστω επιλεκτικά, τα εδάφια της Παλαιάς Διαθήκης που ήταν συμβατά με τον μετέπειτα Χριστιανισμό.
Δηλαδή, η υποχρεωτική παιδεία του έθνους μας δεν ήταν υποχρεωτική για όλους. Από κει όμως μπορεί να ξεκινά μια αιτία διχασμού μεταξύ ατόμων του ίδιου, του δικού μας, έθνους. Αν η κοινωνία μας επιθυμεί στην πλειοψηφία της να αναπτύσσει την εθνική και θρησκευτική συνείδηση (άρθρο 16: ”Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ...ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης ...”), καλώς να το κάνει. Η ανάπτυξη της θρησκευτικής τουλάχιστον συνείδησης δεν γίνεται όμως με την αποχώρηση κάποιων μαθητών από το μάθημα των θρησκευτικών. Γίνεται με προβολή της θρησκευτικότητας, όπως θα μπορούσε να γίνεται σε ένα μάθημα π.χ. θρησκειολογίας. Ένα τέτοιο μάθημα θα τόνιζε την ύπαρξη θρησκευτικότητας σε όλους τους λαούς όλων των εποχών, στην αρχαία Ελλάδα, στο Ισραήλ, στις Ινδίες, στην Αραβία και παντού. Το ποια θα είναι η θρησκεία που θα πιστεύουν οι μαθητές εξαρτάται από την οικογενειακή αγωγή τους και την κατήχηση που θα τους γίνεται εκτός σχολείου στους αντίστοιχους θρησκευτικούς χώρους. Ένα τέτοιο μάθημα που το περιεχόμενό του θα ελέγχεται από το κράτος μας, θα μπορεί να διδάσκεται στους μαθητές από θεολόγους απόφοιτους οποιασδήποτε αναγνωρισμένης θεολογικής σχολής, ανεξάρτητα από το θρήσκευμα ή το δόγμα τους. Έτσι, δεν θα έχουμε πολίτες δύο κατηγοριών, όπου σε μια μειονότητα, μολονότι με Ελληνική ιθαγένεια, είναι οι πόρτες κλειστές για υπαλληλική θέση στο Κράτος.
Το θρησκευτικό πρόβλημα είναι μακροχρόνιο. Κάθε μεγάλο ιστορικό γεγονός έχει πολλαπλές αιτίες και πολλούς χαρακτήρες. Πολύ σχηματικά, η δική μας Επανάσταση οργανώθηκε πάνω σε κοινωνικοπολιτική βάση από το Ρήγα Φεραίο, που ονειρευόταν μια δημοκρατία στην Οθωμανική Επικράτεια.
Παρεμφερής περίπου ήταν και η στάση της Φιλικής Εταιρείας, που άρχισε την Επανάσταση στο Δραγατσάνι (Ρουμανία). Ήταν αρχικά και ένα είδος εθνικού αγώνα, Ελλήνων και Αλβανών (Αλή Πασάς) εναντίον των Τούρκων. Ήταν τέλος, και επικράτησε, η θρησκευτική εξέγερση έτσι που οι μουσουλμάνοι Αλβανοί αφομοιώθηκαν στον αγώνα με τους Τούρκους, ενώ οι Χριστιανοί Αλβανοί με τους Έλληνες. Έκτοτε η θρησκευτική επίδραση παραμένει ισχυρή πάνω στο Ελληνικό κράτος με τις αντιφάσεις που προανέφερα συμπεριλαμβάνοντας την ανταλλαγή πληθυσμών που έγινε με βάση το θρήσκευμα.