Εάν κάποιος πριν από λίγα χρόνια – το 2010, για παράδειγμα- προέβλεπε ότι, εν έτει 2015, η – αποδυναμωμένη οικονομικά, λόγω της δραματικής πτώσης των τιμών του πετρελαίου- Ρωσία του Βλάντιμιρ Πούτιν θα είχε προσαρτήσει την Κριμαία και επέμβει στρατιωτικά στη Συρία, το πιθανότερο είναι ότι οι συνομιλητές του θα τον κοιτούσαν παράξενα. Ωστόσο, η γεωπολιτική και οι εξελίξεις της είναι περίεργη υπόθεση. Εν έτει 2015, πολλοί είναι αυτοί που μιλούν για έναν νέο, δεύτερο Ψυχρό Πόλεμο, καθώς ο Ρώσος πρόεδρος ακολουθεί μια «δυναμική» (στρατιωτική) οδό προκειμένου να αναδείξει εκ νέου τη χώρα του σε πρωταγωνιστή των διεθνών δρώμενων, τη στιγμή που οι σχέσεις της με τη Δύση βρίσκονται ίσως στο χειρότερο σημείο τους από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Δεδομένα όπως αυτά, συν το γεγονός ότι πολλοί προβληματίζονται σχετικά με τον γρίφο που αποτελεί η Ρωσία «μετά τον Πούτιν» (άλλωστε ο ισχυρός άνδρας της Ρωσίας είναι 62 ετών – αργά ή γρήγορα θα τεθεί θέμα διαδοχής του, οπότε τίθεται το θέμα του ποιος θα τον διαδεχτεί και μέσα από τι διαδικασίες) που έχουν επαναφέρει στο προσκήνιο την αποκαλούμενη «Κρεμλινολογία»: Τη μελέτη των τεκταινομένων στο Κρεμλίνο, στα ανώτατα κλιμάκια της ρωσικής ηγεσίας από τη Δύση, προκειμένου να ερμηνευτούν οι κινήσεις του μεγάλου και πολύ συχνά απρόβλεπτου «ρωσικού παράγοντα» στην Ανατολή. Και σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται και οι πολιτικές ίντριγκες του Κρεμλίνου.
«Μάχη ανάμεσα σε μπουλντόγκ κάτω από ένα χαλί»
Σχολιάζοντας αυτό που σήμερα θα αποκαλούσαμε το σύγχρονο ρωσικό πολιτικό «Game of Thrones», ο Ουΐνστον Τσώρτσιλ είχε κάποτε πει ότι «οι πολιτικές ίντριγκες του Κρεμλίνου συγκρίνονται με τη μάχη ανάμεσα σε μπουλντόγκ κάτω από ένα χαλί. Αυτός που είναι έξω ακούει μόνο τα γρυλίσματα, και όταν δει τα κόκαλα να πετάγονται έξω είναι προφανές ποιος κέρδισε».
Η ανάσταση της «Κρεμλινολογίας» αποτελεί το αντικείμενο εκτενούς μελέτης της Stratfor, με τίτλο «Reviving Kremlinology». Όπως επισημαίνουν οι Αμερικανοί αναλυτές, πρόκειται περισσότερο για μια «τέχνη» παρά για «επιστήμη», η οποία περιλαμβάνει την παρακολούθηση εκατοντάδων φαινομενικά ασύνδετων γεγονότων και παραγόντων, προκειμένου να προκύψει μια ενιαία εικόνα.
Η Κρεμλινολογία έχει τις ρίζες της στη στη σοβιετική περίοδο («Σοβιετολογία»). Οι δυτικοί αναλυτές μελετούσαν κάθε συνάντηση για να δουν τους συμμετέχοντες, έβλεπαν φωτογραφίες για να δουν ποιος ήταν πλάι σε ποιον, και παρακολουθούσαν ποιοι πήγαιναν σε κοινωνικά δρώμενα (όπως τα μπαλέτα Μπολσόι) για να δουν πού καθόταν το κάθε μέλος της ελίτ. Παράλληλα, παρακολουθούνταν τα ΜΜΕ που επιλέγονταν από κάθε διαφορετική φράξια για να προβληθούν οι θέσεις και η προπαγάνδα της.
Λαμβάνοντας υπόψιν όλα αυτά τα δεδομένα, ο Κρεμλινολόγος σχημάτιζε μια εικόνα για τις μεταβολές στο δίκτυο συμμαχιών, αντιπαραθέσεων και την έκταση της επιρροής του καθενός, εξάγοντας συμπεράσματα σχετικά με τη σταθερότητα της ηγεσίας, την ισχύ των διαφόρων θεσμών και συνολικά την ισχύ του σοβιετικού κράτους. Ωστόσο, αυτή η δουλειά δεν ήταν ποτέ εύκολη, λόγω της μυστικοπάθειας που χαρακτήριζε αυτά τα δρώμενα: Μετά τον θάνατο του Στάλιν έλαβε χώρα μια σκληρή πενταετής μάχη, από την οποία επικράτησε ο Νικίτα Χρουστσόφ, μέσω από μια δαιδαλώδη διαδικασία. Για παράδειγμα, σε πρώτη φάση ο Χρουστσόφ συμμάχησε με τον επικεφαλής της μυστικής αστυνομίας, Λαβρέντι Μπέρια, εναντίον του επικεφαλής του Κομμουνιστικού Κόμματος, Γκεόργκι Μαλένκοφ. Τρεις μήνες μετά, ο Χρουστσόφ συμμάχησε με τον Μαλένκοφ εναντίον του Μπέρια, ο οποίος φάνταζε άτρωτος, ως επικεφαλής της NKVD (εξελίχθηκε αργότερα στην KGB και μετέπειτα στην FSB), με τελικό αποτέλεσμα την πτώση του. Η «εκστρατεία» του Χρουστσόφ ήταν εντυπωσιακή όσον αφορά στην πολυπλοκότητα και την έκταση της μηχανορραφίας- όπως άλλωστε και η αντίστοιχη του Λεονίντ Μπρέζνιεφ για να ρίξει τον Χρουστσόφ.
Σε κάθε τέτοια αντιπαράθεση, οι μεταβλητές και οι παράγοντες ήταν πραγματικά άπειροι και απρόβλεπτοι και, όπως είπε ο Τσώρτσιλ, το ποιος ήταν ο νικητής παρέμενε άγνωστο μέχρι την τελική ανάδειξή του. Στην παρούσα φάση, με τη Ρωσία να βρίσκεται σε μια περίοδο κρίσεων (το ζήτημα της Ουκρανίας, η αντιπαράθεση με τη Δύση, η επέμβαση στη Συρία και η οικονομική κρίση λόγω των χαμηλών τιμών πετρελαίου), αποκτά ιδιαίτερη σημασία να δει κανείς ποιοι είναι οι «οίκοι»/ πόλοι ισχύος στο Κρεμλίνο, μεταξύ των οποίων ελίσσεται ο Βλάντιμιρ Πούτιν.
Η νέα Κρεμλινολογία
Για τον σημερινό Κρεμλινολόγο τα πράγματα είναι κάπως πιο εύκολα, καθώς, όπως και να έχει, η σημερινή Ρωσία είναι σίγουρα πιο «ανοιχτή» από την πρώην ΕΣΣΔ. Μελετώνται επίσημες συναντήσεις, αλλαγές πόστων και η ιδιοκτησία ή επιρροή επί κρατικών ή ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων. Πολλές φράξιες χρησιμοποιούν συγκεκριμένα ΜΜΕ για τις διαρροές τους, την προώθηση των θέσεων και των φημολογιών. Θεωρείται ότι η FSB προτιμά τα Itar-Tass, Izvestia και Sputnik (RIA Novosti), καθώς και το Russia Today. Η ελίτ που έχει να κάνει με τον ενεργειακό κολοσσό της Gazprom επιλέγει την «Ηχώ της Μόσχας», ενώ οι πιο φιλελεύθερες αντιπολιτευόμενες φράξιες προτιμούν τη Novaya Gazeta ή τη Moskovsky Komsomolets. Οι αντίπαλοι της FSB προτιμούν τη Nezavisimaya Gazeta.
Επίσης, σημαντικό εργαλείο παρατήρησης της δραστηριότητας των μελών της ελίτ του Κρεμλίνου είναι τα social media: Vkontakte, Instagram, Twitter, YouTube, Facebook. Αν και οι περισσότερες «υψηλές» φιγούρες της ρωσικής πολιτικής σκακιέρας απέχουν, υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις, όπως ο Τσετσένος πρόεδρος, Ραμζάν Καντίροφ και ο προεδρικός σύμβουλος Βλαντισλάβ Σούρκοφ. Επίσης, το ότι τα κορυφαία στελέχη δεν δραστηριοποιούνται στα social media δεν σημαίνει πως ισχύει το ίδιο και για τα μέλη των οικογενειών τους.
Η ελίτ του Κρεμλίνου
Όπως αναφέρει η Stratfor, η άνοδος του Πούτιν στην εξουσία, μετά την προεδρία της «καταστροφικής», όπως χαρακτηρίζεται, προεδρίας του Μπόρις Γέλτσιν, δεν σήμανε την καταστροφή της υπάρχουσας ελίτ. Ο Βλάντιμιρ Πούτιν είχε να κάνει με πολλές διαφορετικές φράξιες, από υποστηρικτές του Γέλτσιν και ολιγάρχες μέχρι κομμουνιστές, την FSB, τσετσενικές φράξιες κ.α. Όσο ήταν επικεφαλής της FSB και πρωθυπουργός, συγκέντρωνε πιστούς ακολούθους που τον βοήθησαν να εδραιώσει τη δύναμή του κατά τα πρώτα χρόνια της προεδρίας του. Σχεδιάζοντας και σχηματίζοντας τη βάση ισχύος του, σταθεροποιούσε οικονομικά και πολιτικά τη Ρωσία, επεμβαίνοντας παράλληλα στον βόρειο Καύκασο. Κατά τη διαδικασία σταθεροποίησης ήταν τυχερή από δύο απόψεις: Η Δύση ήταν απασχολημένη με το Αφγανιστάν και το Ιράκ και οι τιμές του πετρελαίου εκτοξεύτηκαν στα ύψη, κάτι που έδωσε τεράστια οικονομική ώθηση, δίνοντας τη δυνατότητα στο Κρεμλίνο να εδραιώσει τη δύναμή του στη Ρωσία και να αρχίσει την επιστροφή του στον πρώην σοβιετικό χώρο και πέρα από αυτόν.
Κατά τα μέσα με τέλη της πρώτης δεκαετίας του 2000 άρχισαν να διαφαίνονται οι πιο ισχυροί πόλοι άσκησης επιρροής και θεσμοί στη Ρωσία. Δεν πρόκειται απαραίτητα για τους πιο πλούσιους ή τους πιο επιφανείς/ δραστήριους πολιτικά Ρώσους, ούτε συνδέονται απαραίτητα με τον Πούτιν, αλλά πρόκειται για τις φράξιες που μπορούν να αλλάξουν τη ρωσική πολιτική και στρατηγική και να λαμβάνουν αποφάσεις για την χώρα στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Από εκατοντάδες «παίκτες» που υπάρχουν, η Stratfor ξεχωρίζει 18 προσωπικότητες και 19 θεσμούς, που χωρίζονται σε 5 «οίκους/ στρατόπεδα».
- Στο πρώτο στρατόπεδο (Camp 1) εντοπίζει κανείς την FSB, τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, τον Ιγκόρ Σετσίν (πρώην αναπληρωτή πρωθυπουργό και ανώτατο στέλεχος σε Rosneft, FSB), Ιγκόρ Ναρίσκιν (πρόεδρος της Κρατικής Δούμα), Νικολάι Πατρούσεφ (γραμματέας του Συμβουλίου Ασφαλείας, FSB), Σεργκέι Ιβάνοφ (επικεφαλής της Προεδρικής Διοίκησης, FSB), Σεργκέι Σομπιάνιν (δήμαρχος της Μόσχας).
- Στο δεύτερο (Camp 2) βρίσκονται η FSO (προεδρική προστασία και επικοινωνία), η GRU (στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών), η MVD (υπηρεσία που επιβλέπει την ομοσπονδιακή αστυνομία και τις δυνάμεις του υπουργείου Εσωτερικών), ο Ραμζάν Καντίροφ (πρόεδρος της Τσετσενίας) και ο Βλαντισλάβ Κούρκοφ (πρώην αναπληρωτής προσωπάρχης, φημολογείται ότι είναι επίσης ανώτερο στέλεχος της GRU).
- Στο τρίτο (Camp 3) είναι η Rostec (κρατική εταιρεία που επιβλέπει τα οκτώ μεγαλύτερα βιομηχανικά συγκροτήματα του τομέα της άμυνας), η Rosoboronexport (τομέας εισαγωγών και εξαγωγών αμυντικού υλικού) και ο Σεργκέι Τσεμέζοφ, διευθύνων σύμβουλος της Rostec, με μεγάλη επιρροή στους τομείς της άμυνας και της ασφαλείας.
- Camp 4: Σεργκέι Σόιγκου (υπουργός Άμυνας) και οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις.
- Camp 5: Ερευνητική Επιτροπή (Ο κύριος ομοσπονδιακός ερευνητικός φορέας, υπάγεται στο γραφείο του προέδρου).
Η ισχύς αυτών των προσωπικοτήτων και θεσμών ανεβαίνει και κατεβαίνει, όπως και κατά τη σοβιετική περίοδο, με τον Πούτιν να επιδιώκει τον έλεγχο της επιρροής τους για να δημιουργήσει μια ισορροπία ισχύος κάτω από τον ίδιο και να χειρίζεται διαφορετικές καταστάσεις εντός και εκτός της Ρωσίας. Μέχρι τώρα, εκτιμάται από τη Stratfor, ο Ρώσος πρόεδρος έχει λειτουργήσει ως «μεγάλος διαιτητής» μεταξύ αυτών των «οίκων», έχοντας τον τελευταίο λόγο στις κόντρες μεταξύ τους- και η προσωπική του θέση σπανίως έχει αμφισβητηθεί, καθώς ουδείς μεμονωμένος «παίκτης» είχε τη δύναμη να προκαλέσει τον ίδιο και την προεδρία του. Για τον Πούτιν ήταν σχετικά εύκολο να διαχειριστεί τον ανταγωνισμό ανάμεσα στην ελίτ, όσο ήταν δημοφιλής και η ρωσική οικονομία πήγαινε καλά, ενώ η χώρα επέστρεφε δυναμικά στη διεθνή σκηνή.
Η αλλαγή
Η κρίση στην Ουκρανία έφερε μεγάλες αλλαγές στα δεδομένα, καθώς η Δύση συνασπίστηκε εναντίον της Ρωσίας, κόβοντας μεγάλες επενδύσεις στη χώρα και επιβάλλοντας κυρώσεις, που έχουν άσχημες επιπτώσεις για το ρωσικό κράτος, τις τράπεζες και τις μεγάλες εταιρείες. Η Δύση φάνηκε να επιδιώκει τη μετατροπή του Πούτιν σε παρία, ενώ η πτώση των τιμών του πετρελαίου αποτελεί σημαντικό πλήγμα, με την πορεία της οικονομίας να προβληματίζει την κοινή γνώμη. Επίσης, προβληματισμούς προκαλεί η προσέγγιση της Δύσης με το Ιράν, στο πλαίσιο της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα – αν και η πρόσφατη προσέγγιση Τεχεράνης- Μόσχας όσον αφορά στην επέμβαση στη Συρία μάλλον αντιστρέφει το κλίμα στο συγκεκριμένο ζήτημα.
Οι κρίσεις αυτές αλλάζουν τα δεδομένα στο Κρεμλίνο, με τα μέλη των ελίτ να αλληλοκατηγορούνται, ενώ έχει μειωθεί και η ροή του χρήματος. Εν μέσω αυτών των διαμαχών, η αποδοχή του ρόλου του Πούτιν ως διαιτητή (και κατ'επέκταση ως ηγέτη) ενδεχομένως να τεθεί υπό αμφισβήτηση – αν και μένει να φανεί πώς ακριβώς θα επηρεαστεί η κατάσταση αυτή από τις εξελίξεις στη Συρία, που φαινομενικά μέχρι τώρα φαίνονται να λειτουργούν υπέρ του.
Οι ίντριγκες του Κρεμλίνου
Σύμφωνα με τη Stratfor, στο Κρεμλίνο λάμβανε (μέχρι πριν την επέμβαση στη Συρία) μια επικίνδυνη κατάσταση, που έχει να κάνει με ισχυρές προσωπικότητες που συνδέονται με την FSB (από το «υλικό» της οποίας προέρχεται και ο ίδιος ο Πούτιν). Η ελίτ της FSB κατέχει κάποιες από τις κορυφαίες θέσεις του Κρεμλίνου, μέσω των Σεργκέι Ιβάνοφ, Ιγκόρ Σέτσιν και του Νικολάι Πατρούσεφ. Επιπλέον, ο Πατριάρχης Κύριλλος και ο Σεργκέι Ναρίσκιν (Κρατική Δούμα) φημολογείται πως ήταν μέλη της FSB (ή της KGB), και ο δήμαρχος της Μόσχας θεωρείται πιστός στην FSB.
Μεμονωμένα ουδείς εξ αυτών μπορεί να προκαλέσει τον Πούτιν, αλλά ενωμένοι είναι εξαιρετικά ισχυροί, και ο Πούτιν το ξέρει. Σε κάποιες περιπτώσεις έχει αφήσει την FSB να προωθήσει τους σκοπούς της, ενώ άλλες φορές έχει εξισορροπήσει τα συμφέροντά της με αυτά των άλλων παρατάξεων. Επίσης, έχει διασφαλίσει ότι κάποιοι που δεν πρόσκεινται στην FSB είναι εξαιρετικά πιστοί στον ίδιο (Ραμζάν Καντίροφ, Βλαντισλάβ Σούρκοφ- με τους οποίους η FSB έχει αντιπαρατεθεί).
Η πιο πρόσφατη κόντρα προκλήθηκε λόγω Ουκρανίας. Κατά τις διαδηλώσεις που έφεραν την πτώση του φιλορώσου προέδρου Γιανουκόβιτς και την αντικατάστασή του από φιλοδυτική κυβέρνηση, προέκυψαν στοιχεία μεγάλης εμπλοκής της FSB, με ακτιβιστές να κάνουν λόγο για ρωσική βοήθεια στις δυνάμεις ασφαλείας Berkut, που χρησιμοποιήθηκαν κατά των διαδηλώσεων της αντιπολίτευσης, Επίσης, η νέα κυβέρνηση κατηγόρησε την FSB ότι διέταξε τον Γιανουκόβιτς να επέμβει σκληρά εναντίον των διαδηλωτών. Ωστόσο, μέσα στους επόμενους μήνες μειώθηκαν οι κατηγορίες προς την FSB και αυξήθηκαν προς την GRU. Παράλληλα, η φράξια της FSB αύξησε την ισχύ της αναλαμβάνοντας το Κεντρικό Διευθυντήριο Οικονομικής Ασφαλείας και Αντιμετώπισης της Διαφθοράς, που ανήκει κανονικά στο υπουργείο Εσωτερικών. Η FSB από παλιά επεδίωκε να έχει επιρροή στο υπουργείο, καθώς δεν έχει δική της ένοπλη δύναμη, ενώ το υπουργείο έχει 200.000 άνδρες και γυναίκες.
Τον Ιούνιο του 2014, ο Καντίροφ ανακοίνωσε ότι θα ιδρύσει τις δικές του υπηρεσίες πληροφοριών και αστυνομικές δυνάμεις στην Τσετσενία, στα πρότυπα του υπουργείου Εσωτερικών και της FSB, και προσέλαβε έναν πρώην ταγματάρχη της FSB (Ντανιίλ Μαρτίνοφ) για να το κάνει- κίνηση που δεν ενέκρινε η ίδια η FSB, καθώς ο Καντίροφ την έχει παραγκωνίσει στη χώρα του εδώ και 10 χρόνια. Μαζί με τους 40.000 στρατιώτες που έχει ήδη υπό τις εντολές του, αυτό θα καταστήσει τον Καντίροφ ακόμα πιο ισχυρό.
«Περίεργα» περιστατικά
Τον Οκτώβριο του 2014 ο ανταγωνισμός στο Κρεμλίνο φάνηκε να κλιμακώνεται, μετά από μια σειρά «περίεργων» συμβάντων, με ομιλίες/ εξαγγέλματα του Πούτιν που δεν έγιναν ποτέ, μια δήλωση του ίδιου περί «αναδιάρθρωσης» της FSB και μια φήμη περί ασθένειας του προέδρου. Γενικότερα, υπάρχει μια έντονη φημολογία περί ανησυχίας του Πούτιν για τη δύναμη και επιρροή της FSB στο υπουργείο Εσωτερικών. Ακόμη, αξίζει να σημειωθεί πως τον Δεκέμβριο του 2014 ο Καντίροφ συγκέντρωσε 20.000 από τους άνδρες του, οπλισμένους και με σακίδια, σε στάδιο και τους είπε ότι μπορούσαν να παραιτηθούν και να πάνε εθελοντικά να πολεμήσουν στην Ουκρανία, αλλά ότι περίμενε την εντολή του Πούτιν. Η συγκέντρωση έκλεισε με ζητωκραυγές για τον Ρώσο πρόεδρο. Επίσης, τον ίδιο μήνα άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες περί αντικατάστασης του ισχυρού άνδρα της FSB, Νικολάι Πατρούσεφ, ενώ τον Φεβρουάριο του 2015 ο Πούτιν άρχισε να συγκεντρώνει μικρότερες υπηρεσίες πληροφοριών υπό το υπουργείο Εσωτερικών. Ακολούθησαν άλλα «περίεργα» συμβάντα, όπως η δολοφονία του Μπόρις Νέμτσοφ, μια φωτογραφία του Καντίροφ με τον Πούτιν στο Instagram (με μήνυμα ότι «θα έδινε τη ζωή του για αυτόν»), η αποχώρηση του Βλάντισλαβ Σούρκοφ από τη Ρωσία με την οικογένειά του και η πρόσκαιρη «εξαφάνιση» του Πούτιν.
Για τη δολοφονία Νέμτσοφ συνελήφθησαν από την FSB δύο ύποπτοι και τέθηκαν υπό κράτηση άλλοι τρεις, με έναν έκτο να έχει αυτοκτονήσει ενώ συλλαμβανόταν. Όλοι ήταν Τσετσένοι, και ένας από αυτούς (Ζαούρ Νταντάεφ) είχε προσωπικές σχέσεις με τον Καντίροφ (που τον χαρακτήρισε στο Instagram «αληθινό πατριώτη»). Ακολούθησαν φήμες ότι η FSB έχει βάλει στο στόχαστρο τον Καντίροφ, ενώ ο Τσετσένος πρόεδρος λάμβανε από τον Πούτιν το παράσημο του Τάγματος της Τιμής.
Η «εξαφάνιση» του Πούτιν στη συνέχεια τάραξε τα νερά, με την FSB να διοργανώνει μια σειρά «σημαντικών συναντήσεων». Ο πρόεδρος δεν εμφανίστηκε για 10 ημέρες, πυροδοτώντας φήμες περί πραξικοπήματος, δολοφονίας, αιφνίδιου θανάτου, ασθένειας κλπ, καθώς και περί θανάτων ή απολύσεων μελών της ελίτ από τις ένοπλες δυνάμεις (θεωρείται τελικά ότι δεν είχαν βάση). Όταν επανεμφανίστηκε, ο Πούτιν έδωσε το δικό του μήνυμα στους Κρεμλινολόγους: «Η ζωή θα ήταν βαρετή χωρίς φήμες».
Τα ερωτήματα παραμένουν
Τα κύρια ερωτήματα που προέκυψαν είναι τα εξής: Ερμηνεύτηκε η φανερή στήριξη του Πούτιν σε Καντίροφ και Σούρκοφ ως κίνηση κατά της FSB; Αν ναι, τότε πρόκειται για μια μάχη μεταξύ του Πούτιν και της υπηρεσίας. Και δεύτερον, υπάρχει περίπτωση να κερδήθηκε η αναμέτρηση από την FSB και να ελέγχει πλέον τον Πούτιν; Σύμφωνα με τη Stratfor, υπήρχαν ενδείξεις ότι η FSB απέκτησε κάποια στιγμή το πάνω χέρι, καθώς φαίνεται ότι στην Ουκρανία η υπηρεσία έχει πλέον μεφαλύερη επιρροή. Επίσης, οι Καντίροφ και Σούρκοφ έχουν αρχίσει να λειτουργούν «περίεργα», με τον πρώτο να δηλώνει τον Απρίλιο ότι δεν ήταν σε πόλεμο με την FSB, ότι ήταν έτοιμος να παραιτηθεί και ότι είχε ζητήσει από τον Πούτιν να τον αφήσει να το κάνει. Επίσης, ο Σούρκοφ την «Ημέρα της Νίκης» έδωσε μέσω του Instagram συγχαρητήρια στην FSB. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η επέμβαση στη Συρία και η «δυναμική» εμφάνιση/ παρουσία του Πούτιν δείχνουν ότι, ακόμα και αν ισχύει κάτι τέτοιο, ο Ρώσος πρόεδρος δεν έχει καταθέσει τα όπλα, και φαίνεται πρόθυμος και ικανός να ανακτήσει το χαμένο έδαφος.
Μετά τον Πούτιν, τι;
Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο πάντως, ο Ρώσος πρόεδρος κάποια στιγμή θα αποσυρθεί- και αυτό θα αφήσει ένα τεράστιο κενό ισχύος. Ο Ντμίτρι Μεντβέντεφ πρωθυπουργός και στενός συνεργάτης του (με τον οποίον έχουν στην ουσία «ανταλλάξει ρόλους», με τον Μεντβέντεφ να αναλαμβάνει πρόεδρος και τον Πούτιν να γίνεται πρωθυπουργός όταν υπήρξε θέμα συνεχών θητειών) είναι αναμφίβολα ισχυρή προσωπικότητα, αλλά επ'ουδενί έχει το βάρος του Πούτιν. Ακόμη, όπως τονίζεται σε δημοσίευμα του «The Atlantic», ο Πούτιν έχει περάσει τα τελευταία 15 χρόνια συγκεντρώνοντας την κρατική ισχύ, και η αντιπολίτευση είναι αδύναμη και κατακερματισμένη.
Από αυτή την άποψη, η χειρότερη κληρονομιά των τελευταίων 15 ετών είναι το ότι η Ρωσία δεν είναι σε θέση να συζητήσει σοβαρά για μεταρρυθμίσεις, αναφέρεται σε σχετικό δημοσίευμα των Moscow Times, όπου υπογραμμίζεται ότι ο Ρώσος πρόεδρος, ο οποίος όταν άρχισε την πορεία του στον προεδρικό θώκο φάνηκε να προωθεί μεταρρυθμίσεις, τις περισσότερες εκ των οποίων ουδέποτε ολοκλήρωσε (ούτε ο Μεντβέντεφ). Αντ' αυτού, υπήρξε μια επιστροφή σε μια «ιμπεριαλιστική», θα έλεγε κανείς στροφή, σοβιετικού τύπου, από κάποιες απόψεις.
«Είμαι διστακτικός όταν κάποιοι ζητούν μια Ρωσία χωρίς Πούτιν» λέει στο Vocativ ο Ντμίτρι Ορεσκίν, αναλυτής που τάσσεται υπέρ της αντιπολίτευσης. «Ποιος νομίζουν πως θα τον διαδεχτεί; Κάποιος φιλελεύθερος πολιτικός; Όχι, τα πράγματα θα γίνονταν χειρότερα».