Κτήνη που κτείνουν ή κτηνώδης κοινωνία: Σκέψεις πάνω στη βία κατά των γυναικών

Όσοι σιωπούν είναι ηθικοί αυτουργοί.
Open Image Modal
Marie Bertrand via Getty Images

Η βία κατά των γυναικών συνιστά ένα διαχρονικό φαινόμενο με κοινωνικοοικονομικές προεκτάσεις, το οποίο εντοπίζεται σε όλα τα μήκη και πλάτη της οικουμένης καθώς επηρεάζει εν δυνάμει όλες τις γυναίκες ανεξαρτήτως καταγωγής -φυλετικής ή ταξικής-  εκπαίδευσης και λοιπών διακρίσεων. 

Η βία ως κοινωνικό φαινόμενο αποκτά χαρακτηριστικά συστημικά και δύναται να αποτελέσει το μέσο για  θεμελιακού τύπου κοινωνικές αλλαγές. Ενδεικτικό ως προς το παραπάνω, η μαρξική θεώρηση της βίας αφενός ως κοινωνική αναγκαιότητα, η οποία απορρέει από την ταξική διάρθρωση της κοινωνίας και αφετέρου ως απελευθερωτικό   όπλο  της εργατικής τάξης. Εντούτοις, η βία κατά των γυναικών εδράζεται σε άλλη λογική, καθώς αποτελεί κατάφωρη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και  προκύπτει εξαιτίας της συνεχιζόμενης  σχετικής υποτίμησης του γυναικείου φύλου.

Παρόλη την ιστορικά σταδιακή ένταξη των γυναικών στην αγορά εργασίας, στο δημόσιο βίο και την κατοχύρωση της θεσμικής ισότητας των φύλων,  στον μικρόκοσμο της καθημερινότητας εξακολουθούν να παρατηρούνται διακρίσεις και ανισότητες με κυριότερες προεκτάσεις του φαινομένου να εντοπίζονται στον εργασιακό χώρο αλλά και στο ενδοοικογενειακό περιβάλλον.

Μελετώντας κανείς την ιστορία του ανθρώπινου γένους θα διαπιστώσει ότι η ανισότητα των ανδρών και των γυναικών δεν προέκυψε με αυθαίρετο τρόπο, αλλά ενισχύθηκε από τον ρόλο των φύλων στην κοινωνία και από το γεγονός ότι ο άνδρας ιστορικά κατείχε την κυρίαρχη θέση στις περιώνυμες «πατριαρχικές» κοινωνίες.

Ενώ στις πρώιμες πρωτόγονες κοινωνίες η γυναίκα αναγνωρίζονταν ως το κυρίαρχο φύλο λόγω της αναπαραγωγικής της ιδιότητας και της θέσης της στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας (αγροτική εργασία σε σχέση με την αποκλειστική ενασχόληση των ανδρών με το κυνήγι), η συνειδητοποίηση του ενεργού  ρόλου του άνδρα κατά τη διαδικασία της αναπαραγωγής, προκάλεσε αρχικά τη σταδιακή  υποβάθμιση της θέσης της γυναίκας, ιδίως στο επίπεδο της σεξουαλικής ελευθερίας,  με απότοκο τη δημιουργία των πατριαρχικού τύπου κοινωνιών.

Στην αρχαία Αθήνα – το λίκνο της δημοκρατίας- η θέση της γυναίκας περιορίζονταν «στα του οίκου της». Η θέση της γυναίκας εκείνη την εποχή αποτυπώνεται εναργέστερα μέσω του Απολλόδωρου: «έχουμε τις εταίρες για την ηδονή, τις παλλακίδες για τις καθημερινές φροντίδες και τις συζύγους για να γεννούν νόμιμα παιδιά και να είναι πιστοί φύλακες της οικιακής εστίας». Μία σχετική διαφοροποίηση συναντάται στις γυναίκες ανώτερης κοινωνικής τάξης, οι οποίες είχαν μερικά δικαιώματα  συμμετοχής σε κάποιες εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής.

Στην Ρώμη – του Δικαίου και των Γραμμάτων- η γυναίκα θεωρείται κτήμα του άνδρα, ο οποίος την μεταχειρίζεται κατά βούληση χωρίς υποχρέωση λογοδοσίας.

Αντίστοιχα στα Βυζαντινά χρόνια και στην Τουρκοκρατία η γυναίκα παρέμενε αποκλεισμένη του δημοσίου βίου ενώ προστίθεται ως βασικό χαρακτηριστικό της η μοιρολατρική προσήλωση στην πίστη.

Η ανάγκη ισοτιμίας μεταξύ ανδρικού και γυναικείου φύλου τίθεται μετά τις ραγδαίες αλλαγές που προκάλεσε στον τότε Δυτικό Κόσμο η Βιομηχανική Επανάσταση, οπότε και η γυναίκα εντάχθηκε στην παραγωγική διαδικασία και συμμετείχε ενεργότερα στις κοινωνικές εκδηλώσεις. 

Μάλιστα οι γυναίκες της ανώτερης αστικής τάξης λόγω της πρόσβασης στην εκπαίδευση προώθησαν σημαντικά τα δικαιώματα του γυναικείου φύλου και έγιναν σημαντικές κινήσεις στην κατεύθυνση της ισότητας.

O 19ος αιώνας θα υποστήριζε κανείς πως χαρακτηρίζεται από ένα είδους στασιμότητας ίσως και μισογυνισμού με εξαιρέσεις τον Μεσοπόλεμο και τα κοινωνικά κινήματα.

Ο 20ος αιώνας σηματοδοτείται από τους αγώνες για τα δικαιώματα της γυναίκας με την κατοχύρωση πολιτικών δικαιωμάτων στις γυναίκες με κάποιους περιοριστικούς όρους που προκαλούν κύματα απογοήτευσης στις φεμινίστριες. 

Στην Ελλάδα, ο χρόνος που σε λίγες μέρες φεύγει, βρίσκει στο θώκο της Προεδρίας της Δημοκρατίας Ελληνικής Δημοκρατίας μία γυναίκα και ταυτόχρονα στιγματίζεται ήδη από 16 γυναικοκτονίες. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει τόσο την έλλειψη ισότητας όσο και το μάλλον ελλιπές νομοθετικό πλαίσιο γύρω από τα δικαιώματα των γυναικών.

Είναι απλουστευτικό κι εκχυδαϊστικό να αποδίδονται οι γυναικοκτονίες στον πρόσκαιρο εγκλεισμό λόγω της πανδημίας, καθώς και φανερώνει βαθιά ανιστορικότητα η άποψη πως ο εγκλεισμός απελευθέρωσε τα κατώτερα βίαια ανδρικά ένστικτα. 

Η γυναικεία υποτίμηση είναι ένα φαινόμενο που υφέρπει και συσκοτίζει την λάμψη των λαμπρών επιτευγμάτων και της εξέλιξης του ανθρωπίνου γένους, αποδεικνύοντας ότι η θεσμοθετημένη ισότητα είναι κενός κι όχι καινός νόμος, ενώ η αμοραλιστική σύγχρονη εποχή μετουσιώνει την υποτίμηση σε λεκτική, σωματική, ψυχική κακοποίηση και τελικά σε βίαιη εξόντωση της Γυναίκας με μια κοινωνία να σιωπά, να μην αντιδρά, να συγκαλύπτει και να είναι ο ηθικός αυτουργός των ανόσιων αυτών εγκλημάτων.

Παραθέτοντας τους στίχους του Γιάννη Ρίτσου: 

Θέλω να σου φέρω
ένα σταυρουλάκι αυγινό φως
δυο αχτίνες σταυρωτές απ’ τους στίχους μου
να σου ξορκίζουν το κακό
να σου φωτάνε
μη μου σκοντάψεις, κοριτσάκι,
έτσι γυμνόποδο και τρυφερό
στ’ αγκάθι κ’ ενός ίσκιου.

Κοιμήσου.
Να μεγαλώσεις γρήγορα.
Έχεις να κάνεις πολύ δρόμο, κοριτσάκι,
κ’ έχεις δυο πεδιλάκια μόνο από ουρανό.
Κοιμήσου.