«Λευκός καπνός» για το Brexit και ευρωπαϊκές αναγκαιότητες

«Λευκός καπνός» για το Brexit και ευρωπαϊκές αναγκαιότητες
Open Image Modal
Gearstd via Getty Images

Και ξαφνικά το πρωί της 8ης Δεκεμβρίου βρήκε την Τερέζα Μέι να παίρνει το πρωινό της μαζί με τον Ζαν Κλωντ Γιούνκερ στις Βρυξέλλες. Ο «λευκός καπνός» στις διαπραγματεύσεις του Brexit είναι γεγονός. Βεβαίως, ο λευκός καπνός που παραδοσιακά εξέρχεται από την καμινάδα της Cappella Sistina του Βατικανού σημαίνει κάθε φορά ένα συγκεκριμένο τετελεσμένο γεγονός: Την εκλογή ενός νέου Πάπα. Εδώ, στα ευρωπαϊκά ζητήματα, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι.

Ωστόσο, το πρώτο – πολυπόθητο και πολυθρύλητο – βήμα έγινε. Μια αργόσυρτη διελκυστίνδα μηνών, που χαρακτηρίστηκε από εκατέρωθεν αμετροέπειες και λεονταρισμούς, φαίνεται να έδωσε τη θέση της σε μια κατ’ αρχήν συμφωνία κυρίων (και κυριών εν προκειμένω).

Στο διά ταύτα, οι αρχικοί όροι που είχαν θέσει οι Βρυξέλλες έγιναν αποδεκτοί από το Λονδίνο:

Πρώτον, τον «λογαριασμό» που θα πληρώσει το Ηνωμένο Βασίλειο για να αποχωρήσει από το κοινό εγχείρημα.

Δεύτερον, τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των Ευρωπαίων που κατοικούν στο Ηνωμένο Βασίλειο και των Ευρωπαίων που κατοικούν σε Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Και τρίτον, το καθεστώς των συνόρων ανάμεσα στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας και τη Βόρεια Ιρλανδία.

Σε ό,τι αφορά στον πρώτο όρο, όπως έσπευσε να δηλώσει ο Γάλλος διαπραγματευτής της Ένωσης, Μισέλ Μπαρνιέ, νούμερα δεν θα ανακοινωθούν μέχρι το τελικό κλείσιμο της συμφωνίας. Πρακτικά, θα τα μάθουμε όλα την άνοιξη του 2019.

Αναφορικά με το φλέγον ζήτημα των δικαιωμάτων Ευρωπαίων και Βρετανών που ζουν στην «άλλη πλευρά», η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε: «Οι πολίτες της Ένωσης που ζουν στο Ηνωμένο Βασίλειο και οι Βρετανοί πολίτες που ζουν στην ΕΕ των 27 θα διατηρήσουν τα ίδια δικαιώματα όταν το Ηνωμένο Βασίλειο εγκαταλείψει την ΕΕ».

Επίσης, φαίνεται ότι η Τερέζα Μέι δούλεψε σκληρά για να φέρει τη μία άκρη ίσα με την άλλη. Διαπραγματεύτηκε με το ιρλανδικό συγκυβερνών κόμμα το ζήτημα των συνόρων και απέσπασε τη συμφωνία του στο να μην υπάρξει σύνορο ανάμεσα στην Ιρλανδία και τη Βόρεια Ιρλανδία. 

Ο Ζαν Κλωντ Γιούνκερ δεν έκρυψε τη χαρά του για τις εξελίξεις και δήλωσε ότι, ύστερα από τη θετική εισήγηση της Επιτροπής, που θα αναγνωρίζει την πρόοδο στις διαπραγματεύσεις, αναμένει από τα 27 Κράτη Μέλη να εγκρίνουν το αποτέλεσμα αυτό και να ανοίξουν το δρόμο για τη δεύτερη φάση των συνομιλιών.

Ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ, πήρε τη σκυτάλη και – σημειώνοντας ότι περιμένει ακόμη πολλά από τους Βρετανούς – δήλωσε: «Είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε την προετοιμασία μίας στενής σύμπραξης ΕΕ-Ηνωμένου Βασιλείου στις εμπορικές συναλλαγές, αλλά επίσης στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και του διεθνούς εγκλήματος, καθώς και στην ασφάλεια, την άμυνα και την εξωτερική πολιτική».

Και εδώ βρίσκεται, κατ’ εμέ, η ουσία της όλης «υπόθεσης Brexit». Ο χρόνος που χάθηκε μέχρι να γίνει το πρώτο αυτό βήμα ήταν πράγματι πολύς. Το γεγονός αυτό ενδεχομένως προϊδεάζει και για δυσκολίες στο επόμενο και πιο δύσκολο στάδιο, που είναι αυτό της διευθέτησης της σχέσης ΕΕ-ΗΒ αμέσως μετά την αποχώρηση. Όμως το timing στο οποίο έγινε αυτό το πρώτο βήμα σίγουρα λέει κάτι. Δε νομίζω ότι η αυθημερόν άφιξη της Τερέζα Μέι στις Βρυξέλλες, πολύ νωρίς το πρωί της Παρασκευής (8/12), δεν θα μπορούσε να γίνει κάποιες ώρες ή μέρες αργότερα.

Εξάλλου, η σύνοδος κορυφής που αναμένεται να επικυρώσει τη θετική πρώτη εξέλιξη θα λάβει χώρα στις 15 Δεκεμβρίου. Στην πραγματικότητα, Ευρώπη και Ηνωμένο Βασίλειο, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις τρέχουσες ηγεσίες τους, μοιάζουν να έχουν πραγματική ανάγκη – κι ας μην το ομολογούν πάντα ξεκάθαρα – το να θέσουν από νωρίς τις βάσεις για μια νέα ισχυρή εταιρική σχέση. Μια σχέση αμοιβαία επωφελής, θα τολμήσω να πω, πρωτίστως στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής και στον τομέα της άμυνας και ασφάλειας, με επιμέρους έμφαση στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας.

Αυτά καθίστανται σήμερα αναγκαιότητες πανευρωπαϊκού ενδιαφέροντος – ου μη και παγκόσμιου, φυσικά – ίσως περισσότερο κι από αυτές ακόμη τις εμπορικές συναλλαγές.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η συζήτηση για τη δημιουργία ενός «Ευρωπαϊκού Στρατού» έχει αναθερμανθεί τελευταία και συνεχώς ανατροφοδοτείται από πάμπολλες επίσημες και ανεπίσημες ευρωπαϊκές πηγές.

Το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη της Ένωσης των 28. Με την αποχώρησή του, τον πρώτο λόγο στον αμυντικό τομέα παίρνει η Γαλλία, που είναι αυτή τη στιγμή η μόνη πυρηνική δύναμη ανάμεσα στα 27 Κράτη Μέλη. Όμως, σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον που φλέγεται ξανά, η Ευρώπη δεν έχει άλλα περιθώρια να βλέπει τον εαυτό της ανήμπορο να δράσει.

Η πρωτογενής επιταγή των συνθηκών ότι η μόνη δύναμη την οποία διαθέτει η Ένωση είναι η ισχύς του Δικαίου της είναι ασφαλώς παραδοσιακή και κατοχυρωμένη αρχή. Δεν μοιάζει όμως να μπορεί σήμερα να απαντήσει επαρκώς στις προκλήσεις ενός διεθνούς και περιφερειακού περιβάλλοντος τρομοκρατίας, ασύμμετρων απειλών και απρόβλεπτων κινδύνων.

Προς δυσμάς, η Ένωση δεν μπορεί και δεν θα έπρεπε να ελπίζει σε βοήθεια/συμμαχία των ΗΠΑ. Ο Πρόεδρος Τραμπ αποδεικνύεται δυστυχώς ακριβώς τόσο ανερμάτιστος και απρόβλεπτος όσο αναμενόταν.

Προς ανατολάς, Ρωσία, Τουρκία και Κίνα δεν ήταν και δεν αναμένεται να καταστούν στο εγγύς μέλλον αξιόπιστοι εταίροι, ικανοί για συνεργασία πέραν συγκυριακών επιδιώξεων. Ταυτόχρονα, ο κίνδυνος της τρομοκρατίας παραμένει πάντα υπαρκτός, αναδιπλώνεται και εκφράζεται με ποικίλα μέσα, απειλώντας κυριολεκτικά τους πάντες.

Ύστερα από ένα χρόνο Τραμπ στην αμερικανική προεδρία, είναι φανερό ότι οι πραγματικότητες αυτές γίνονται αντιληπτές και από τις δύο όχθες της Μάγχης. Αυτό φυσικά δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να σημάνει ότι οι διαπραγματεύσεις που θα ακολουθήσουν δεν θα είναι δύσκολες. Το αντίθετο. Κάθε πλευρά, ίσως λίγο περισσότερο η βρετανική, θα προσπαθήσει να προβάλλει τον εαυτό της ως εγγυητή της ασφάλειας και της ειρήνης στην ήπειρο, ενδεχομένως ακόμα και χρησιμοποιώντας διπλωματικά αυτό το στοιχείο προκειμένου να αποκομίσει οφέλη σε άλλα επίδικα της υπόθεσης.

Σε κάθε περίπτωση, η φάση του Brexit έχει μπει από σήμερα σε μια νέα, πιο δυναμική τροχιά. Ενδεχομένως, ο πολιτικός χρόνος να πυκνώσει αρκετά μέχρι τον Μάρτιο του 2019, χρονικό σημείο κατά το οποίο συμπληρώνονται δύο χρόνια από την υποβολή του αιτήματος ενεργοποίησης του Άρθρου 50.

Η ερχόμενη εβδομάδα είναι κρίσιμη προκειμένου οι δύο πλευρές να καταλήξουν σε μια συμφωνία για τους βασικούς όρους του «διαζυγίου». Ο Γιούνκερ είχε δηλώσει σε κάποια φάση ότι «δεν θα είναι ένα φιλικό διαζύγιο, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν επρόκειτο για μια σφοδρή ερωτική σχέση».

Ας ευχηθούμε τουλάχιστον να δούμε κάποια στιγμή ένα ουσιαστικό «friends with benefits» στην πράξη. Για το καλό όλων.