Πριν από τρεις περίπου δεκαετίες είχαμε οργανώσει με τον Βασίλη Αλεξάκη μια εντελώς πρότυπη εκδήλωση στο Παρίσι. Μας την είχε ζητήσει το Γαλλικό Υπουργείο Πολιτισμού.
To γαλλικό Πρόγραμα για τους ξένους συγγραφείς ονομαζόταν «Les Belles Etrangeres» οι Ωραίες Ξένες (λογοτεχνίες). Στην Γαλλία οι Τέχνες δεν είναι «Καλές» αλλά «Ωραίες».
Στο δικό μας Πρόγραμμα των «Ωραίων Ξένων», για πρώτη φορά, δεν ήρθαν μόνο λογοτέχνες αλλά και θεατρικοί συγγραφείς .Ο Βασίλης Αλεξάκης κάλεσε τους Λογοτέχνες και εγώ τους Θεατρικούς Συγγραφείς. Είχα καλέσει πέντε ήρθαν τρεις. Ο Ιάκωβος Καμπανέλης, η Λούλα Αναγνωστάκη και ο Γιώργος Μανιώτης. Αποσπάσματα από έργα τους παρουσιάστηκαν στην εκδήλωση, καθώς και ”Ο Μεγαλέξανδρος και το Φίδι” από το Θέατρο Σκιών του
Καραγκιοζοπαίχτη Χρήστου Κυριαζή.
Το κείμενο που ακολουθεί με τίτλο «Το θέατρο της Αγοράς» στα γαλλικά «Le Theatre de l’ agora» δημοσιεύθηκε στο πρόγραμμα της εκδήλωσης «Les Belles Etrangeres»:
«Tη στιγμή που η Αναγέννηση (του ελληνικού κόσμου!) αναδύονταν για καλά
στην Ευρώπη, η Ελλάδα κατέδυε όλο και πιο βαθειά στον δικό της
Μεσαίωνα. Στους τέσσερις αιώνες οθωμανικής καταδυνάστευσης και
λογοτεχνικής ασιτίας που ακολούθησαν, χάρη στη συλλογική μνήμη και
μόνο διασώθηκε η πολιτιστική κληρονομιά του γένους μας.
Η τυπογραφία εισήχθη στην Ελλάδα στα μέσα του 19ου αιώνα. Η
επανεμφάνιση των Γραμμάτων και των Τεχνών συμπίπτει με την
αστικοποίηση της χώρας, που άρχισε μόλις εδώ και 150 χρόνια. Τα
δημοτικά τραγούδια και οι παραδόσεις ενός λαού εντόνως ποιητικού
έδωσαν τη γλώσσα και τα πρόσωπα του θεάτρου, όταν κι′ αυτό αναστήθηκε.
Η πρώτη του έκφραση ήταν το θέατρο σκιών του Καραγκιόζη, μια παράδοση
παράλληλη με την Comedia dell’arte, με κοινή καταγωγή το θέατρο του
Αριστοφάνη, αν όχι τα ”νευρόσπαστα”, κατά τον Αθήναιο, τις μαριονέτες
δηλαδή του θιάσου του Ευριπίδη που έπαιζε τα σατυρικά του δράματα στα
πανηγύρια.
Αυτές οι παραδόσεις, μαζί με τους Μίμους, τους Μιμίαμβους
και τα ”ποικίλα θεάματα” στα παλκοσένικα της Ελληνιστικής και της
Ελληνο-ρωμαϊκής εποχής, είναι οι καταβολές της σατιρικής ”Επιθεώρησης”
των δικών μας χρόνων, βασικά πολιτικής, φανταχτερής και λαϊκής.
Η Επιθεώρηση αυτή που πάντα συγκέντρωνε τους ηθοποιούς τους πιο
”ζωντανούς”, συχνά του πιο ταλαντούχους και το κοινό το πιο
πολυπληθές, μπορούμε να το πούμε ”Θέατρο της Πιάτσας”, της ”Αγοράς”
-εξού ”αγοραίο” (και όχι ”αγροίκο”, της υπαίθρου) που με τον καιρό θα
γίνει ”αστείο” κοροϊδεύοντας ότι ”αστεϊκό” (παράγωγο και αυτό του
”άστυ”) που είναι η εξεζητημένη συμπεριφορά και γλώσσα των σοφιστών
και των ποιητών, όπως μας πληροφορεί ο Αριστοφάνης. Ακόμα σήμερα στην
Αθήνα (είμαστε στο 1991) πόλη με 65 θεατρικές σκηνές, η Επιθεώρηση
προσελκύει 22.000.000 θεατές το χρόνο! Το ήμισυ του συνόλου του
θεατρικού κοινού.
Μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα θεατρικό είδος, πιο ”συνετό”
συνυπήρχε με την Επιθεώρηση: το ”αστικό θέατρο”. Άλλοτε εθνικιστικό,
άλλοτε ηθοπλαστικό, πάσχιζε να ”χαρτογραφήσει” τα χρηστά ήθη μιας
καθωσπρεπεικής κοινωνίας, με καταβολές και νοοτροπίες ”επαρχιακές”,
που έσβησε κάπως μέσα στις έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις με
αφετηρία την Εθνική Αντίσταση και την άρνηση του ελληνικού λαού να
δεχτεί την επιστροφή των παλαιών δυναστικών καθεστώτων.
Το σύγχρονο ελληνικό θέατρο γεννήθηκε σε μια περίοδο έντονης αστικοποίησης
(urbanisation) λόγω του οικοδομικού οργασμού που ακολούθησε τον
Εμφύλιο και τα δεσποτικά καθεστώτα που επέβαλε ο πόλεμος αυτός. Είναι
η στιγμή που η Ελλάδα ολόκληρη ζει μέσα σ′ ένα πέλαγος του παραλόγου.
Δεν αποτελεί έκπληξη ότι στους περισσότερους από τους Έλληνες
δραματουργούς θα βρούμε κάποιο βαθμό αναφοράς στον Ιονέσκο, τον Μπέκετ
ή τον Πίντερ.
Το νέο αυτό θεατρικό κύμα που πηγάζει, θεματικά ή υπαρξιακά, από τα
λαϊκά στρώματα, χρησιμοποιεί μια γλώσσα ”περιθωριακή”, σαρκαστική, τη
γλώσσα των λαϊκών συνοικιών, που θυμίζει αυτήν που ακούμε στην
Επιθεώρηση και στο θέατρο σκιών ή ακόμα στα ρεμπέτικα, τα γεμάτα από
ποιητική ειρωνεία και ειρωνική παρακμή. Αυτό το εξπρεσιονιστικό θέατρο
θα βοηθήσει τους Έλληνες συγγραφείς να διατρέξουν δύσκολες πολιτικές
καταστάσεις: το αστυνομικό κράτος, τη λογοκρισία, την ήττα του
αριστερού κινήματος. Η αναγκαστική αστικοποίηση που οδήγησε στην
εσωτερική ή εξωτερική μετανάστευση παραμένει ένα από τα θέματα που
κυριαρχούν.
Το πολιτικό περιβάλλον είναι ακόμα αυτό που ακολουθεί τον Εμφύλιο
Πόλεμο. Μπροστά στην ανημποριά τους να μιλήσουν για την παρατεταμένη
τραγωδία του ελληνικού λαού, οι νεώτερες αυτές γενιές των θεατρικών
συγγραφέων καταφεύγουν σ′ αυτό που οι ίδιοι ονομάζουν, άλλοτε
”δυσάρεστη κωμωδία”, άλλοτε ”κωμικο-τραγωδία” ή ”τρελή κωμωδία”.
”Κωμωδίες” αντιηρώων που έχουν την πικρή γεύση της ήττας.
Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, ο Κώστας Μουρσελάς, ο Βασίλης Ζιώγας, η Λούλα
Αναγνωστάκη, ο Δημήτρης Κεχαϊδης, ο Γιώργος Διαλεγμένος, ο Μάριος
Ποντίκας, ο Γιώργος Σκούρτης, ο Γιώργος Μανιώτης - για ν′ αναφέρουμε
μια μόνο θεατρική ”οικογένεια”- βρίσκουν τους σωστούς τόνους για να
μιλήσουν για τις πληγές της νεοελληνικής κοινωνίας, μ′ ένα μίγμα
αυτοσαρκασμού και τρυφερότητας, στην πλούσια γλώσσα του ”ανθρώπου εξ
οδού,” όπως την ονομάζει ο Αθηναίος κωμωδιογράφος Εύπολις, στη
”γλώσσα της Αγοράς” -με την αρχαία έννοια- θα λέγαμε σήμερα, σ′ αυτήν
που γράφονταν τα σατυρικά δράματα του Ευριπίδη τα διανθισμένα με
ευρήματα μιας ”αγοραία αργκό”. Από την agora δεν προέρχεται άλλωστε η
argot;
Έτσι, βλέπουμε να γεννιέται μια ”ποίηση του άστεως” που εγγράφεται
στις καλύτερες σελίδες της λογοτεχνικής παράδοσης της σύγχρονης
Ελλάδας. Μιας Ελλάδας οριστικά “urbanisée”».
―-
Ακολουθεί το πρόγραμμα όπως το είχαμε δημοσιεύσει τότε:
Les Belles Etrangeres (Oι «Ωραίες Ξένες» Δημιουργίες)
2 février 1990 ORGANISATION: Maison des Cultures du Monde et Les Belles Εtrangères
EΛΛΑΔΑ, μια θεατρική εκδήλωση που διευθύνει ο Ροβήρος Μανθούλης
Ημερομηνία: 2 Φεβρουαρίου 1990 ΟΡΓΑΝΩΣΗ: Οίκος των Πολιτισμών του Κόσμου και των ”Ωραίων Ξένων (Λογοτεχνιών)”
ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: Αποσπάσματα σκηνοθετημένα
- Οδυσσέα Γύρνα Σπίτι, του Ιάκωβου Καμπανέλη
Οδυσσέας: Ρένος Μάντης, Νεφέλη: Évelyne Guimmara
- Το Τάβλι του Δημήτρη Κεχαΐδη
Φωντας: Ρένος Μάντης, Κόλιας: Jean-Antoine Tsaoussis
- Η Κοινή Λογική του Γιώργου Μανιώτη
Η Μητέρα: Évelyne Guimmara
Κωνσταντίνος: Stavros Bratsiotis
Μετάφραση των έργων:
Ροβήρος Μανθούλης & Christine Questerbert
Οι συγγραφείς:
Ιάκωβος Καμπανέλης (γεν. το 1922 στη Νάξο)
Οι θεατές των πρώτων θεατρικών έργων του Καμπανέλη είχαν την ευχάριστη
έκπληξη να δουν στη σκηνή πρόσωπα που τους έμοιαζαν. Ήταν ο πρώτος
δραματουργός που απομακρύνθηκε από το παραδοσιακό, συμβατικό ελληνικό
θέατρο. Πολύ σωστά, θεωρείται ο ιδρυτής του σύγχρονου ελληνικού
θεάτρου. Χάρη στην επιτυχία του έργου του Η Αυλή των Θαυμάτων, οι
θίασοι άρχισαν να ενδιαφέρονται για τους νεότερους συγγραφείς. Το
σύνολο των έργων του είναι υπό έκδοση στις Εκδόσεις Κέδρος.
Λούλα Αναγνωστάκη (γεν. στην Θεσσαλονίκη)
Εμφανίστηκε στο θέατρο το 1965 με την τριλογία της Πόλης (”Η
διανυκτέρευση”, ”Η πόλη”, ”Η παρέλαση”), που παρουσίασε σε ενιαία
παράσταση στο Θέατρο Τέχνης ο Κάρολος Κουν. Ακολούθησαν, το τρίπρακτο
έργο της ”Η συναναστροφή”, ”Αντόνιο ή το Μήνυμα” (1972), ”Η νίκη”
(1978), ”Η κασέτα” (1982), ”Ο ήχος του όπλου” (1987), όλα από το
Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν.
Δημήτρης Κεχαϊδης (γεν. το 1933 στα Τρίκαλα)
Παρόλο που ο Κεχαΐδης δεν είναι πολύ παραγωγικός, είναι ένας από τους
σημαντικότερους και δημοφιλέστερους συγγραφείς του σύγχρονου ελληνικού
θεάτρου. Όλα του τα έργα έχουν παιχτεί από το Θέατρο Τέχνης και
εκτός ΕλΛάδας (Γερμανία και Αγγλία).
Γιώργος Διαλεγμένος (από βιογραφικό που βρέθηκε σε ένα σάιτ)
Ηθοποιός, θεατρικός συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Αθήνα, ζει στον Άγιο
Λουκά στην Πατησίων. Είναι πενήντα χρόνια στο θέατρο και δεν έχει πιει
ποτέ καφέ με κάποιον συνάδελφό του. (Πηγή:www.lifo.gr)
Γιώργος Μανιώτης (γεν. 1951, στην Αθήνα)
Αυτό το “enfant terrible” του ελληνικού θεάτρου, που δεν αποφεύγει
θέματα ταμπού (ντρόγκες, ομοφυλοφιλία) και μεταχειρίζεται με σκληρό
τρόπο τα δράματα της ελληνικής κοινωνίας της παγιδευμένης στα γρανάζια
του μοντερνισμού, έχει ήδη παράγει 15 έργα. Ιδιαίτερα δε την Ελληνίδα
μητέρα την αντιμετωπίζει σχεδόν όπως ο γνωστός πεζογράφος Κώστας
Ταχτσής.