Λίβανος 1826: Το αποτυχημένο δεύτερο μέτωπο της Ελληνικής Επανάστασης

Οι Έλληνες επιχείρησαν έναν τολμηρό στρατιωτικό αντιπερισπασμό στον μακρινό Λίβανο.
Open Image Modal
Ο εμίρης Μπεσίρ του Λιβάνου
wikimedia commons

Το 1826 υπήρξε μια εφιαλτική χρονιά για την Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδας. Το Μεσολόγγι υπέκυπτε ύστερα από στενή και μακρά πολιορκία. Ο Κιουταχής καταλάμβανε όλη την Αθήνα, εκτός από τον βράχο της Ακρόπολης. Ο δε Ιμπραήμ, με τον ευρωπαϊκού τύπου στρατό του, είχε φέρει τους επαναστάτες της Πελοποννήσου σε εξαιρετικά δεινή θέση. Κι όμως ήταν εκείνη την χρονιά που οι Έλληνες επιχείρησαν έναν τολμηρό στρατιωτικό αντιπερισπασμό, όχι σε κάποιο σημείο της χώρας τους, αλλά στον μακρινό Λίβανο. Αρκετοί πίστευαν πως η μόνη λύση για την σωτηρία της Επανάστασης ήταν ένα δεύτερο μέτωπο, που θα ανάγκαζε τους Οθωμανούς να αποσπάσουν στρατεύματα από τον Μοριά και την Ρούμελη.

Στις 25 Οκτωβρίου 1824 παρουσιάστηκε στο Βουλευτικό (νομοθετικό σώμα) της επαναστατημένης Ελλάδας ο Μακεδόνας Χατζηστάθης Ρέζης. Επρόκειτο για έναν πλούσιο έμπορο ο οποίος είχε εγκατασταθεί στον Λίβανο, αποκτώντας διασυνδέσεις με σημαντικές προσωπικότητες της αραβικής αυτής χώρας. Ο Ρέζης δήλωσε ότι μετέφερε μια ενδιαφέρουσα αλλά παράτολμη πρόταση, που θα μπορούσε να φέρει τους Οθωμανούς σε πολύ δύσκολη θέση. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Έλληνα εμπόρου, ο εμίρης του Λίβάνου, Μπεσίρ, αλλά και οι προύχοντες της χώρας, επιθυμούσαν συμμαχία με την Ελλάδα, για την ανάληψη κοινής δράσης εναντίον των Τούρκων.

Το σχέδιο ήταν αρκετά φιλόδοξο. Αφενός μεν οι Έλληνες θα έστελναν πολεμικά πλοία, προκειμένου να συμβάλλουν στην απελευθέρωση της Κύπρου και του Λιβάνου. Αφετέρου δε, ο Μπεσίρ θα αποβίβαζε στην Ελλάδα στρατό και άλογα, για την ενίσχυση των επαναστατών. Με αυτόν τον τρόπο, στην Ανατολική Μεσόγειο θα ξεσπούσε μία ακόμα εξέγερση εναντίον των Τούρκων, οι οποίοι θα αναγκάζονταν πλέον να πολεμούν σε δύο μέτωπα. Οι δε Έλληνες θα λάμβαναν από τους καινούργιους τους συμμάχους ισχυρές ενισχύσεις σε στρατεύματα, παύοντας έτσι να υστερούν αριθμητικά απέναντι στους αντιπάλους τους.

Το Βουλευτικό δέχτηκε σχετικά γρήγορα την τολμηρή αυτή πρόταση και όρισε τους αντιπροσώπους που θα διαπραγματεύονταν με τον Μπεσίρ. Ανάμεσά τους ήταν και ο Χατζηστάθης Ρέζης, ο οποίος θα ενεργούσε ως σύνδεσμος μεταξύ των δύο πλευρών. Το Εκτελεστικό όμως, το δεύτερο δηλαδή σώμα της Προσωρινής Διοίκησης της επαναστατημένης Ελλάδας, καθυστέρησε πολύ να πάρει μια οριστική απόφαση. Η έγκριση του δόθηκε τελικά στις 13 Ιουλίου 1825, πολλούς μήνες μετά την πρώτη επαφή του Ρέζη με το Βουλευτικό. Πριν αναχωρήσουν οι Έλληνες απεσταλμένοι, εφοδιάστηκαν από την κυβέρνηση με τα απαιτούμενα έγγραφα προς τον εμίρη Μπεσίρ, τους προύχοντες του Λιβάνου αλλά και τις εκκλησιαστικές αρχές της Κύπρου και της Συρίας.

Κατά τις διαπραγματεύσεις, ο Ρέζης υποστήριξε με ιδιαίτερη θέρμη το σχέδιο των δύο μετώπων εναντίον των Οθωμανών στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο Μακεδόνας έμπορος πρότεινε την αποστολή 3.000 στρατιωτών και 20 πολεμικών πλοίων από την Ελλάδα για την ενίσχυση του επαναστατικού κινήματος του Μπεσίρ. Παράλληλα, ισχυριζόταν ότι οι Λιβανέζοι μπορούσαν να αποβιβάσουν στην Πελοπόννησο 200.000 μαχητές, αριθμός ο οποίος φαίνεται μάλλον υπερβολικός. Σταδιακά όμως γινόταν φανερό ότι οι υπόλοιποι απεσταλμένοι δεν συμμερίζονταν τον ενθουσιασμό του Ρέζη. Η Επανάσταση στην Ελλάδα κινδύνευε να κατασταλεί από τις συνεχείς επιτυχίες που σημείωναν ο Κιουταχής και ο Ιμπραήμ. Υπό αυτές τις συνθήκες, η εκστρατεία στον μακρινό Λίβανο φαινόταν παράλογη, αν όχι αυτοκαταστροφική. Οι διαπραγματεύσεις γίνονταν ολοένα και πιο χαλαρές, ώσπου η ελληνική κυβέρνηση εγκατέλειψε οριστικά το σχέδιο κοινής δράσης με τον Μπεσίρ.

Εντούτοις, δεν έμειναν όλοι στην Ελλάδα ικανοποιημένοι από την απόφαση αυτή. Αρκετοί στρατιωτικοί, με προεξέχοντες τους Χατζημιχάλη Νταλιάνη, Βάσο Μαυροβουνιώτη και Νικόλαο Κριεζιώτη, είχαν πληροφορηθεί με ενθουσιασμό την σχεδιαζόμενη εκστρατεία, στην οποία και σκόπευαν να λάβουν μέρος. Η υπαναχώρηση της ελληνικής κυβέρνησης τους γέμισε με απογοήτευση. Αποφάσισαν λοιπόν να πραγματοποιήσουν οι ίδιοι την ματαιωθείσα επιχείρηση στον Λίβανο, με δική τους ευθύνη. Όρισαν μάλιστα το νησί της Κέας ως τόπο συγκέντρωσης όσων στρατιωτών ήθελαν να τους ακολουθήσουν.

Όταν όμως η κυβέρνηση πληροφορήθηκε για όλες αυτές τις κινήσεις, θορυβήθηκε. Πίστευε ότι χωρίς την επίσημη έγκρισή της, τα σχέδια του Νταλιάνη και των συνεργατών του θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Όσες όμως προσπάθειες κι αν κατέβαλε η κυβέρνηση, δεν κατάφερε να εμποδίσει τους ριψοκίνδυνους στρατιωτικούς. Στην Κέα είχαν ήδη αρχίσει να συρρέουν πολλοί εθελοντές, φέρνοντας την Προσωρινή Διοίκηση προ τετελεσμένων γεγονότων. Ο Νταλιάνης μάλιστα αντέτεινε στους επικριτές του ότι οι σκοποί της εκστρατείας στον Λίβανο είχαν εγκριθεί παλιότερα από την κυβέρνηση.

Στην Κέα συγκεντρώθηκαν τελικά πάνω από 2.000 στρατιώτες και 14 πολεμικά πλοία. Η δύναμη αυτή απέπλευσε από το νησί στα τέλη Φεβρουαρίου του 1826 και προσέγγισε τις ακτές του Λιβάνου στις αρχές Μαρτίου. Στη συνέχεια, οι Έλληνες στρατιώτες αποβιβάστηκαν στην Βηρυτό και αφού κατέλαβαν έναν παράκτιο πύργο και κάποιες παρακείμενες οικίες, επιδόθηκαν σε λεηλασίες. Ο Νταλιάνης και οι υπόλοιποι αρχηγοί του εκστρατευτικού σώματος ήλθαν γρήγορα σε επαφή με τον Μπεσίρ, για να οργανώσουν την κοινή δράση των δυνάμεών τους.

Ο Λιβανέζος εμίρης ζήτησε από τους Έλληνες διοικητές κάποιο έγγραφο που να πιστοποιούσε ότι ενεργούσαν υπό την επίσημη έγκριση της κυβέρνησής τους. Εκείνοι όμως δεν είχαν κάτι τέτοιο να επιδείξουν κι έτσι ο Μπεσίρ τους ζήτησε να εγκαταλείψουν την χώρα το συντομότερο δυνατό. Το εκστρατευτικό σώμα του Νταλιάνη και των συνεργατών του αναχώρησε τελικά από την Βηρυτό στις 25 Μαρτίου 1826, προτού η παρουσία του να οδηγήσει σε κλιμάκωση της κατάστασης. Με τον άδοξο αυτόν τρόπο έληξε η φιλόδοξη και παράτολμη επιχείρηση των Ελλήνων στον Λίβανο, χωρίς να έχει επιτύχει την διάνοιξη ενός δεύτερου μετώπου κατά των Οθωμανών.

Έχοντας ξεμείνει από εφόδια, το εκστρατευτικό σώμα αναγκάστηκε κατά την επιστροφή του να προσαράξει στην Κύπρο και να αρπάξει ζώα και τρόφιμα από μουσουλμάνους και χριστιανούς κατοίκους. Λίγο αργότερα, στις ακτές τις Κιλικίας, η ελληνική δύναμη συνέλαβε και λεηλάτησε ένα αυστριακό πλοίο, φορτωμένο με χρυσοΰφαντα υφάσματα και πολύτιμα χειροτεχνήματα από την Συρία. Αυτό ήταν ίσως και το μόνο κέδρος από όλη την εκστρατεία του Λιβάνου. Έπειτα, το εκστρατευτικό σώμα συνέχισε το ταξίδι του και έφτασε τελικά στην Ελλάδα μέσω Άνδρου.

Το σχέδιο για την επιχείρηση στον Λίβανο είχε πολλά αδύνατα σημεία, τα οποία υπονόμευσαν την επιτυχία του. Το καθοριστικότερο από αυτά ήταν το ακατάλληλο της χρονικής στιγμής. Το 1826 υπήρξε μια χρονιά στρατιωτικών θριάμβων για τους Οθωμανούς και η Επανάσταση κόντευε να καταπνιγεί. Τα πράγματα μπορεί να ήταν διαφορετικά αν οι Έλληνες εκτελούσαν το σχέδιό τους το 1821 ή το 1822, όταν δηλαδή ο πόλεμος είχε γι αυτούς μια πιο ευνοϊκή τροπή. Ίσως τότε ο στρατός του σουλτάνου να μην μπορούσε να διαχειριστεί αποτελεσματικά την κατάσταση και να λύγιζε τελικά κάτω από το βάρος δύο μετώπων στην Ανατολική Μεσόγειο.