Ερείπια, ανθρώπινος πόνος και καθολική αβεβαιότητα. Τίποτα δεν θυμίζει την άλλοτε εικόνα της Βηρυτού όταν συνιστούσε ένα τεράστιο τόξο αποθηκών, εστιατορίων, σπιτιών και καταστημάτων. Περίπου ένα μήνα μετά από την πρωτοφανή, όχι μόνο για τα δεδομένα του Λιβάνου, έκρηξη 2.750 τόνων νιτρικού αμμωνίου σε αποθήκες επί του λιμανιού της, η λιβανική πρωτεύουσα δεν είναι παρά μία πόλη-φάντασμα με την καταστροφική επέλασή να αποτιμάται με τα στοιχεία που έχουν γνωστοποιηθεί σε σχεδόν 200 νεκρούς, περισσότερους από 6.000 τραυματίες, έναν αδιευκρίνιστο αριθμό αγνοουμένων και τουλάχιστον 300.000 ανθρώπους οι οποίοι, μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, έμειναν χωρίς στέγη. Για ακόμη μία φορά στην ογδονταετή ιστορία του ως ανεξάρτητο κράτος, ο Λίβανος βρίσκεται σε εξαιρετικά δεινή θέση, αντιμετωπίζοντας μία νέα κρίση μέσα στην ήδη υπάρχουσα των τελευταίων ετών που έρχεται εν μέσω πανδημίας, οικονομικής και νομισματικής κατάρρευσης, υπερπληθωρισμού και επιδείνωσης της ποιότητας ζωής.
Η επόμενη μέρα στην αποκαλούμενη «νέα Χιροσίμα» διαμορφώνει, όπως είναι επόμενο, μία περαιτέρω δύσκολη πραγματικότητα για το κράτος της Μέσης Ανατολής, λαμβάνοντας υπόψη συνολικά τις επικρατούσες συνθήκες. Παρά το γεγονός ότι ο Λίβανος έχει βιώσει επανειλημμένως στο παρελθόν εντάσεις, συγκρούσεις και αναταραχές στο εσωτερικό του με αποκορύφωμα όλων τον εμφύλιο πόλεμο της περιόδου 1975-1990, ο δοκιμαζόμενος λαός του προσπαθεί να αναγεννηθεί και να διαχειριστεί την χειρότερη πρόκληση που έχει σημειωθεί εν καιρώ ειρήνης, χωρίς την παραμικρή θέσπιση εθνικής γραμμής και στρατηγικής βοήθειας από την πλευρά της πολιτείας. Αντιθέτως, κρατικοί φορείς και θεσμοί υπό το καθεστώς σύγχυσης και πλήρους αδυναμίας να σταθούν στο ύψος των έκτακτων περιστάσεων, έχουν προβεί κατ′ εξακολούθηση σε σπασμωδικές κινήσεις με τον αρχικό θρήνο και την απελπισία για το αύριο να διαδέχονται η οργή, ο θυμός και τα καταιγιστικά γιατί των Λιβανέζων ως προς τη χαώδη κατάσταση που ζουν.
Πλήθος κόσμου κατέκλυε καθημερινά το κέντρο της πρωτεύουσας, διαδηλώνοντας εναντίον του πολιτικού γίγνεσθαι συλλήβδην αναφορικά με τις ευθύνες, την αμέλεια, τους προγενέστερους και κατόπιν εορτής χειρισμούς επί του ζητήματος. Το αίτημα όλων πολύ συγκεκριμένο. Η άμεση και αδιαπραγμάτευτη απομάκρυνση όλων: κυβερνώντων, βουλευτών και όσων κομμάτων συνθέτουν την σχετικά νεοσύστατη Βουλή, στηλιτεύοντας πάντα το καθεστώς διαφθοράς, την κατασπατάληση του δημοσίου χρήματος και τον ελιτισμό που χαρακτηρίζουν την λιβανική πολιτική σκηνή. Ολόκληρη η Βηρυτός, μέσα σε λίγες μέρες, μετατράπηκε σε πεδίο ακραίας βιαιότητας και αιματηρών οδομαχιών μεταξύ των αστυνομικών δυνάμεων και των αντιφρονούντων στο πλαίσιο ρητών εντολών που δόθηκαν στις δυνάμεις ασφαλείας ώστε να διαλύσουν de facto με τη χρήση δακρυγόνων τις μαζικές αντικυβερνητικές διαμαρτυρίες.
Στον απόηχο, λοιπόν, των όσων συνέβησαν και των αυξανόμενων λαϊκών εξεγέρσεων, η κυβέρνηση του Χασάν Ντιάμπ, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου, αναγκάστηκε να παραιτηθεί έπειτα από μόλις οκτώ μήνες στη διακυβέρνηση του Λιβάνου. Είχαν, βέβαια, προηγηθεί οι απομακρύνσεις των Υπουργών Ενημέρωσης, Περιβάλλοντος και Δικαιοσύνης αλλά και αρκετών βουλευτών, καταγγέλλοντας με τη σειρά τους για την ειλημμένη αυτή απόφαση την κυρίαρχη διαφθορά που έχει δημιουργήσει, εδώ και δεκαετίες, εσωτερικό σεισμό στον Λίβανο. Οι τελευταίες αυτές εξελίξεις άλλαξαν ξανά τα διαρκώς μεταβαλλόμενα δεδομένα για την πολύπαθη χώρα, εντείνοντας την πολιτική, κοινωνική και οικονομική αβεβαιότητα. Μία αρχική λύση, πάντως, που προκρίθηκε στην εν λόγω περίπτωση, προήλθε από τον Γάλλο Υπουργό Εξωτερικών Ζαν-Ιβ Λε Ντριάν, συστήνοντας τον γρήγορο σχηματισμό νέας κυβέρνησης που θα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του λαού για περισσότερες μεταρρυθμίσεις και διαφορετικό τρόπο διακυβέρνησης που θα είναι, επί του πρακτέου, συνδεδεμένη με την κοινωνία.
Εάν υπάρχει, επομένως, κάτι το οποίο χαρακτηρίζει ακόμα περισσότερο τον Λίβανο στην περίοδο μετά την έκρηξη, αυτή είναι η ευμεταβλητότητα. Μόλις λίγα είκοσι τετράωρα ύστερα από την έκρηξη, αυτό που ίσχυε ήταν η σκέψη του Χασάν Ντιάμπ για τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών σε μία προσπάθεια να κατευνάσει τον εξοργισμένο λαό. Στόχος να εξέλθει η χώρα, κατά τα λεγόμενά του, από την ισχύουσα διαρθρωτική κρίση, αποποιούμενος οποιαδήποτε ευθύνη για τα βαθιά κοινωνικά και οικονομικά δεινά και αποσκοπώντας να διασωθεί από ένα προβλεπόμενο πολιτικό βατερλό. Σε συνδυασμό, πάντα, με τις υπόνοιες που άφηνε το καθεστώς της χώρας για εξωτερικό χτύπημα στις αποθήκες του λιμανιού από κάποια βόμβα ή πύραυλο, φωτογραφίζοντας ανάμειξη της Χεζμπολάχ η οποία αρνήθηκε κατηγορηματικά τους ισχυρισμούς περί σχεδιασμού, οργάνωσης και υλοποίησης αυτής της τραγωδίας.
Ένας τρόπος, ενδεχομένως, για να αποπροσανατολίσει η μέχρι πρότινος κυβέρνηση το εσωτερικό ακροατήριο από την περίπτωση του ατυχήματος ή του ανθρώπινου λάθους με δική της υπαιτιότητα όταν συγχρόνως ο Πρόεδρος του Λιβάνου Μισέλ Αούν απέρριψε τη διεξαγωγή διεθνούς έρευνας για τα αίτια της έκρηξης. Η άρνησή του ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων. Πολλώ δε μάλλον ενώ αφορά σε ένα ζήτημα το οποίο απασχολούσε διακαώς την εκεί κοινωνία τα τελευταία έξι χρόνια αλλά δεν υπήρχαν, κατά τα φαινόμενα, ευήκοα ώτα ούτε στις διαδοχικές κυβερνήσεις ούτε στη δικαιοσύνη ώστε να δώσουν την πρέπουσα σημασία σε όλες εκείνες τις φωνές που προειδοποιούσαν για την επερχόμενη κρίση από την συνεχιζόμενη παραμονή των επικίνδυνων χημικών αποθεμάτων, χωρίς τα απαραίτητα μέτρα προφύλαξης ή αποθήκευσης, σε μία τοποθεσία που απέχει ελάχιστα από κατοικημένη περιοχή.
Όλα αυτά την στιγμή που η παγκόσμια κοινότητα παρακολουθεί την, εκτός ελέγχου, ανθρωπιστική κρίση που ήδη λαμβάνει χώρα συλλήβδην στο Λίβανο με όμορα κράτη (Ισραήλ, Ιράκ, Κουβέιτ, Κατάρ, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα), διεθνείς και περιφερειακές δυνάμεις (Τουρκία, ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Ευρωπαϊκή Ένωση) να δηλώνουν την έμπρακτη συμπαράστασή τους αναφορικά με τις ανάγκες επισιτισμού, στέγασης, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και νοσοκομειακής φροντίδας οι οποίες χρήζουν κατεπείγουσας κάλυψης. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της Γαλλίας, πρωτοστατώντας στη διεθνή εκστρατεία για την παροχή γενικευμένης βοήθειας στην πληγείσα Βηρυτό.
Ειδικότερα, έχει συζητηθεί η στάση του Εμανουέλ Μακρόν ως ο πρώτος ξένος ηγέτης που επισκέφτηκε την περιοχή, δεχόμενος τις έντονες διαμαρτυρίες του λιβανικού λαού για το εκεί πολιτικό σύστημα ενώ δεσμεύτηκε για την γαλλική υποστήριξη. Κάτι που πέτυχε στην τηλεδιάσκεψη ηγετών για το συγκεκριμένο ζήτημα, εξασφαλίζοντας ανθρωπιστική αρωγή σχεδόν μισού δισεκατομμυρίου ευρώ η οποία θα διατεθεί υπό την αιγίδα του ΟΗΕ με τα συμμετέχοντα κράτη-δωρητές να εμμένουν παράλληλα στην αναγκαιότητα διεξαγωγής μίας ανεξάρτητης, αμερόληπτης και αξιόπιστης έρευνας που θα φωτίσει τις συνθήκες της έκρηξης. Παρατηρώντας την στάση Μακρόν και τον τρόπο με τον οποίο μίλησε στους διαδηλωτές κατά την επίσκεψή του, δεκάδες χιλιάδες εκ των πολιτών υπέγραψαν αίτημα προκειμένου να τεθεί ξανά ο Λίβανος υπό γαλλική διοίκηση για τα επόμενα δέκα χρόνια με στόχο την καθαρότερη και πιο διάφανη διακυβέρνησή του. Μολαταύτα, υπάρχει και ο αναμενόμενος αντίλογος όπου πολλοί Λιβανέζοι θεώρησαν και θεωρούν το συγκεκριμένο αίτημα ως ένα μέσο για την επιστροφή και την συνέχιση της γαλλικής αποικιοκρατίας στη χώρα τους.
Στο μέτωπο της καθημερινότητας, τώρα, πολίτες και καταστηματάρχες της πληγείσας περιοχής προσπαθούν ακόμα να προσδιορίσουν το μέγεθος της καταστροφής στα σπίτια και τις επιχειρήσεις τους, ανερχόμενη με βάση τους έως τώρα υπολογισμούς σε 5 δισεκατομμύρια δολάρια. Το μεγαλύτερο μέρος της πρωτεύουσας κρίνεται πια ως μη κατοικήσιμο, οι στοιχειώδεις υποδομές δεν υφίστανται, πλειάδα ατόμων απευθύνεται για τρόφιμα και ευρύτερη βοήθεια στα γραφεία λιβανικών ΜΚΟ, οι διαθέσιμες ποσότητες σιταριού αρκούν μόλις για ένα μήνα, πολλά από τα νοσοκομεία έχουν διαλυθεί ολοσχερώς ενώ οι υπόλοιπες δομές υγείας και το ιατρικό-νοσηλευτικό προσωπικό που εξυπηρετούν τα υπεράριθμα θύματα της έκρηξης καθώς και τα περιστατικά κορωνοϊού έχουν υπερκορεστεί. Κατάσταση την οποία επιδεινώνει επιπρόσθετα η καταγραφή ενός σταθερού αριθμού σωματιδίων ως απόρροια της πυροδότησης των εύφλεκτων χημικών λιπασμάτων και της μεταβολής των μετεωρολογικών συνθηκών, παράγοντες που θεωρείται ότι θα οδηγήσουν σε σχεδόν βέβαιη ατμοσφαιρική ρύπανση. Παρόλα αυτά, άπαντες άρχισαν να κάνουν τα δικά τους δειλά πρώτα βήματα ώστε να συνεχίσουν τη ζωή και την καθημερινή τους ρουτίνα με τα πενιχρά μέσα που διαθέτουν, στηριζόμενοι στις δικές τους δυνάμεις καθώς και στην πραγματική βοήθεια που απορρέει μέσα από τον εθελοντισμό και τον μεταξύ τους αλτρουισμό όπως αποδεικνύεται και από την ουσιαστική κίνηση ανθρωπιάς πολλών Λιβανέζων να φιλοξενήσουν ή να παραχωρήσουν κάποιο οίκημα σε όσους είναι άστεγοι.
Με βάση τα συγκεκριμένα δεδομένα, το κυρίαρχο ερώτημα που τίθεται εβδομάδες μετά επικεντρώνεται στο πόσο και πώς θα επηρεάσει η έκρηξη της 4ης Αυγούστου στη μεγαλύτερη θαλάσσια πύλη του Λιβάνου την εκεί εύθραυστη οικονομία. Μόλις τον περασμένο Μάρτιο είχαν ξεκινήσει οι συζητήσεις με το ΔΝΤ για τη χορήγηση δανείου ύψους 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Εντούτοις, οι μεταξύ τους διαπραγματεύσεις σταμάτησαν με γνώμονα το μέγεθος των ζημιών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και επιπλέον τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες πρέπει να γίνουν σύμφωνα με τα προγράμματα λιτότητας που θεωρούνται απαραίτητα για την εκταμίευση των χρημάτων από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Εδώ πρέπει να προστεθεί και η επιφυλακτικότητα των χωρών του Κόλπου για περαιτέρω βοήθεια στο Λίβανο υπό τον φόβο της Χεζμπολάχ που υποστηρίζεται από το Ιράν και της τυχόν διαχείρισης αυτής της χρηματοδότησης.
Κι αυτό διότι το μεσανατολικό κράτος εξαρτάται από τις εξαιρετικά δαπανηρές εισαγωγές τροφίμων, φαρμάκων, ιατρικών εφοδίων και άλλων αγαθών με αποτέλεσμα η κεντρική τράπεζα να καταφεύγει στα δικά της αποθέματα ώστε να επιδοτήσει σιτάρι, φάρμακα και καύσιμα. Κρίνοντας, έτσι, ότι ο Λίβανος εισάγει περίπου το 80% των ειδών διατροφής, αναμένεται να υπάρξουν σοβαρότατες ελλείψεις σε τρόφιμα με τα ποσοστά φτώχειας και ανεργίας να εκτινάσσονται και την στροφή των Λιβανέζων στα συσσίτια να εξακολουθήσει να συνιστά μία συνηθισμένη εικόνα για τη χώρα, ειδικότερα μετά το κλείσιμο πολλών επιχειρήσεων που δεν θα είναι σε θέση να συνεχίσουν να λειτουργούν όπως πριν. Γεγονός που θα πυροδοτήσει αναπόφευκτα, προϊόντος χρόνου, διευρυμένη κοινωνική αναταραχή η οποία θα επιτείνει την χρόνια οργή των πολιτών στα κακώς κυβερνητικά κείμενα σε σχέση με την βαθιά οικονομική κρίση αλλά και τις αυξανόμενες τιμές αγαθών και υπηρεσιών.
Το αύριο για το Λίβανο, συνεπώς, δεν μπορεί να κριθεί αντικειμενικά ως κάτι εύκολο, τηρουμένων των αναλογιών. Και ιδιαίτερα όταν έχουν συσσωρευτεί νέα προβλήματα για τη χώρα σε μία περίοδο όπου κλυδωνίζεται από μαζικές απολύσεις εργαζομένων και μειώσεις μισθών, βυθίζοντας τη μεσαία τάξη και από τα αυξανόμενα κρούσματα κορωνοϊού την ώρα που οι δομές υγείας έχουν υποστεί εκτεταμένες ζημιές λόγω της έκρηξης και του ωστικού κύματος, τα δημόσια νοσοκομεία έχουν περιορισμένες δυνατότητες και η πρώην πλέον κυβέρνηση είχε προχωρήσει σε αποτυχημένους χειρισμούς στη δημόσια υγεία. Πτυχές και ευθύνες ενός σαθρού πολιτικού συστήματος που «γονατίζει» ξανά το λαό του Λιβάνου στη νέα αυτή ανθρωπιστική κρίση από την οποία καλείται να αναγεννηθεί μέσα από τις στάχτες του.