Ποιος είπε πως οι θεοί δεν υπάρχουν; Πως ετούτη η γυναίκα που αυτοθέλητα πήρε την ευθύνη τού θεού κι έγινε μάνα, δεν είναι ίδιος ο θεός; Θεός κι ας μη ζητάει προσευχές, απλόχερα όμως τις δίνει.
Μάνα είναι το πολυτιμότερο σημείο στο σύμπαν, εκεί που τέμνεται το φθαρτό με τ’ αθάνατο και γίνεται συνείδηση ο Άνθρωπος.
Που κάνει το χρόνο ν’ αρχίζει απ’ το μηδέν κι απ’ την ανυπαρξία φτιάχνει τη ζωή. Ζωή που αδύνατο είναι να φτιαχτεί από ανθρώπου χέρι. Μοναδική κι ανεπανάληπτη η ανάσα της.
Που στέκεται πάντα όρθια, κάπου ψηλά, να μπορεί να βλέπει μακριά, εμπρός και πίσω, για να προβλέπει τα μελλούμενα και να τα μαρτυρά κανείς να μην πονέσει.
Που συλλογάται άσπρες μονάχα μέρες και χρυσαφένιες στα όνειρα που φυσά στων γεννημένων τα πανιά, να φεύγουν μακριά της αδάκρυστοι εκείνοι, σφαλισμένοι πίσω απ’ το δακρυσμένο χαμόγελό της.
Που ποτέ δεν πέφτει μήτε γονατίζει, όχι επειδή η γη δεν σηκώνει το βάρος της το τρομερό να το αντέξει, αλλά γιατί δεν επιτρέπεται ούτε νύχτα, ούτε μέρα, ούτε με βροχή, ούτε καν με κρύο και χαλασμό να γονατίσει. Μονάχα όρθια της μέλλει να στέκει.
Κι αν τύχει καμιά φορά και κλάψει, κρατά τα μάτια της κρυφά, ώσπου να στραγγίσουν τέλεια, μέχρι την τελευταία τους σταγόνα, κι ας είναι λίμνες βαθιές κι απάτητες τα δάκρυα της.
Ο λήθαργος διάσταση άγνωστη γι’ αυτή. Γνωστή μονάχα η ευθύνη.
Κι είναι πάντα δυνατή, πιο δυνατή κι από τον ήλιο που δεν μπορεί, όσο κι αν θέλει, να τη σκεπάσει.
Κι είναι ίδια η Άνοιξη, γόνιμη κι εύοσμη, όμορφη και χαμογελαστή. Κι ας μην κοιμάται πια ποτέ, ορθάνοιχτα είναι πάντοτε τ’ ανήσυχα τα μάτια της στου ρολογιού τους χτύπους.
Είναι στην όψη σαν το λουλούδι στη σπαργή και στο άγγιγμα απαλότερη κι απ’ το μετάξι. Κι ομορφότερη κι απ’ την ίδια την Αλήθεια. Εν σοφία την εποίησας, εσύ σκληρή μου Φύση!
Στην αξαγόραστη την αγκαλιά της κλείνονται όλοι οι καημοί και σβήνονται, απαλά, στα πίσω δευτερόλεπτα του χρόνου.
Κι έχει την πιο γλυκιά φωνή, του Έρωτα σίγουρα την έχει κλέψει.
Κι είναι θαρρώ η μοίρα η ίδια που γράφεται μες στην καρδιά τού ανθρώπου και δεν ξεγράφεται ποτέ, το θάνατο κερδίζει.
Γιατί η μάνα δεν λείπει ποτέ.
Γιατί η μάνα δεν φεύγει ποτέ, ούτε κι αν τον Παράδεισο στολίσει. Τέτοια μεγάλη είναι η δύναμή της. Για τούτο μάλλον τη ζηλεύουν οι άφαντοι θεοί.
Για τούτο μάλλον αιώνια την αγαπούν κι όλου του κόσμου οι μέσα μας θνητοί!
***
Κώστας Θερμογιάννης