-Τώρα την πάτησες, είπε ο Μάρκες στον Μπελέρη κοιτάζοντάς τον κατάματα, μισοαστεία, μισοσοβαρά.
-Λες να μην το ξέρω; Απάντησε εκείνος στο ίδιο πνεύμα.
-Από την άλλη, τώρα μπορείς να πεθάνεις ήσυχος, είσαι αθάνατος.
-Το θέμα δεν είμαι εγώ, είναι οι συντοπίτες μου οι Βορειοηπειρώτες. Μας παίρνουν τις περιουσίες μας. Γι’ αυτούς είμαι στην πολιτική.
-Το ξέρω Φρέντη, κι εγώ γι’ αυτό έγραφα, γιατί ήθελα να με αγαπούν οι φίλοι μου.
-Σήμερα δεν κέρδισα εγώ. Κέρδισε ο Ελληνισμός και ο αγώνας μας για Δημοκρατία και Κράτος Δικαίου, που υπερβαίνει τα σύνορα της Ελλάδας.
-Το χειρόγραφο από τα Εκατό Χρόνια Μοναξιά δεν είχα χρήματα να το ταχυδρομήσω στον εκδότη. Η Μερσέντες πούλησε κάποια πράγματά της, για να μπορέσω να το στείλω. Χρωστάμε πολλά στις γυναίκες μας.
-Εγώ οφείλω ακόμη περισσότερα στην Αντωνία, Γαβριήλ, να χαρείς δεν μπορώ να σε αποκαλώ Γκαμπριέλ, αλλά οφείλω πολλά και στα παιδιά μου, τον Πέτρο και την Έρμιόνη, τον αδερφό μου, Λεονάρδο, και σε κάποιους αδερφικούς φίλους, που έπαιξαν τις επιχειρήσεις τους και τις πολιτικές τους καριέρες κορώνα-γράμματα για την υποψηφιότητά μου, ώστε να δικαιωθεί ο αγώνας μας απέναντι στην κυβέρνηση των Τιράνων. Και αν δεν σου αναφέρω ονόματα, είναι γιατί οι ίδιοι δεν το θέλουν.
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες καθόταν απέναντι από τον Φρέντη Μπελέρη ήσυχος και περιεργαζόταν το μικρό κελί στις φυλακές του Φιέρι. Τα απλωμένα ρούχα και το ανοιχτό σιδερόφραχτο παράθυρο προσέδιδαν έναν αέρα ελευθερίας. Για πρώτη φορά μετά από μία αιωνιότητα, ένιωθε τα δάχτυλά του να τον τρώνε. Τι καλά να μπορούσε να γράψει την ιστορία του Φρέντη. Αλλά πάλι, την είχε ήδη γράψει στα διηγήματα και τα μυθιστορήματά του, γιατί το θέμα της λογοτεχνίας παραμένει πάντοτε το ίδιο. Η αξιοπρέπεια.
-Έχεις διαβάσει το βιβλίο μου Ο Συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει;
-Πλάκα μου κάνεις χριστιανέ μου; Απάντησε με το χαρακτηριστικό γέλιο του ο Φρέντης. Από τα δεκαοχτώ μου μόνο δουλεύω. Μεσημέρι κοιμήθηκα πρώτη φορά στη ζωή μου εδώ στη φυλακή, και αυτό χάρη στον Ράμα.
-Δεν πειράζει, θα σου πω εγώ το τέλος. Ο συνταγματάρχης δεν δέχτηκε τελικά να σφάξουν τον κόκορα παρά την γκρίνια της γυναίκας του και προτίμησε να μείνουνε νηστικοί. Ο κόκορας είναι η λογοτεχνία. Ο κόκορας είναι η πολιτική.
-Γαβριήλ, ξέρεις τι νομίζω; Επειδή είμαστε και οι δυο κοστένιο που λες κι εσύ, παιδιά της θάλασσας δηλαδή, επειδή ζήσαμε και οι δύο εκατό χρόνια κομμουνισμό, καταλαβαινόμαστε, παρόλο που μεγαλώσαμε σε διαφορετικές ηπείρους.
-Από σήμερα, Φρέντη, οι άλλοι θα βλέπουν τη φήμη να κατεβαίνει πάνω σου από τον ουρανό. Όμως εμείς οι δύο πάντα ήμασταν διάσημοι, από τη στιγμή που γεννηθήκαμε, με τη διαφορά ότι ήμασταν οι μόνοι που το ξέραμε.
-Από σήμερα τα φώτα θα πέσουν πάνω στη Χειμάρρα.
-Όταν έγραψα το Εκατό Χρόνια Μοναξιά, όλοι ξαφνικά έγιναν φίλοι μου, όμως μόνο εγώ γνώριζα τι πέρασα για να φθάσω ως εκεί. Έχω περάσει μερικές πολύ μαύρες στιγμές στη ζωή μου.
-Εννοείς πριν από το Εκατό Χρόνια Μοναξιά;
-Όχι, εννοώ μετά από το Νόμπελ. Συχνά νόμιζα ότι θα πεθάνω. Κάτι υπήρχε εκεί στο βάθος, κάτι μαύρο, κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων.
-Κοίτα, Γαβριήλ, εμείς οι Βορειοηπειρώτες, ακόμη και στις πιο ζοφερές στιγμές, απαντάμε σε όλα με αισιοδοξία, αυτό είναι το καθήκον μας. Και λόγω Χότζα μπορεί να μην πιστεύουμε σε τίποτα και σε κανέναν, τη γαλανόλευκη όμως και τον σταυρό, τα πιστεύουμε απολύτως. Εμάς τους Χειμαρραίους δεν θα μας απορρυθμίσουν ούτε οι Βρυξέλλες, ούτε το Στρασβούργο. Μαζί με την οικογένειά μου, τους φίλους και τους συγχωριανούς μου, δεν θα επαναπαυτούμε. Θα δουλέψουμε ακόμη πιο πολύ, θα παλέψουμε ακόμη πιο σκληρά. Για το δίκαιο. Η μόνη λύση για όλα τα προβλήματα του κόσμου είναι η ελευθερία και η υπερηφάνεια.
Μυρένα Σερβιτζόγλου