To 2014 οι δυνάμεις του Ισλαμικού Κράτους καταλαμβάνουν την πόλη Ράκκα στην Κεντρική Συρία και εγκαθιδρύουν ένα από τα μεγαλύτερα αρχηγεία του αυτοαποκαλούμενου «Χαλιφάτου». Πολλοί από τους κατοίκους, έχοντας δει τις δυνάμεις των τζιχαντιστών να πλησιάζουν και γνωρίζοντας πως δεν είχαν να περιμένουν βοήθεια από πουθενά, αποφασίζουν να την εγκαταλείψουν και περνούν τα σύνορα με τη Τουρκία ενώ αρκετοί συνεχίζουν το ταξίδι τους προς χώρες της Ευρώπης.
Υπήρχαν όμως και αυτοί που έμεναν πίσω επειδή δεν είχαν άλλη επιλογή. Άνθρωποι πολύ φτωχοί για να κάνουν αυτό το ταξίδι, ηλικιωμένοι, άτομα με αναπηρίες, χωρίς οικογένεια ή φίλους αλλά και εκείνοι που πεισματικά αρνούνταν να εγκαταλείψουν το σπίτι τους και το βίος τους, όσο και εάν γνώριζαν πως μετά την κατάληψη της πόλης η ζωή τους δεν θα ήταν πια η ίδια.
Τώρα, τέλη πια του 2017 και εδώ και περίπου ένα μήνα η Ράκκα είναι και πάλι ελεύθερη μετά και τις τελικές συγκρούσεις αλλά και τους ασταμάτητους βομβαρδισμούς της πόλη τον περασμένο Οκτώβριο. Μόνο που η απελευθέρωση που όλοι έχουν κάθε λόγο για να γιορτάζουν δεν σημαίνει και το τέλος των δεινών όσων κατάφεραν να επιβιώσουν υπό το καθεστώς του Ισλαμικού Κράτους, των μαχών και των αεροπορικών επιδρομών που φυσικά δεν κάνει διακρίσεις σε ένοπλους και αμάχους, σε σπίτια που κατοικούνται από οικογένειες και σε κτίρια που έχουν καταλάβει οι δυνάμεις των τζιχαντιστών.
Κάτω: Οι εσωτερικά εκτοπισμένοι ή πρόσφυγες που φθάνουν στον καταυλισμό πρέπει να παραδίδουν την ταυτότητά τους στις αρχές. Αυτές στη συνέχεια ταξινομούνται και φυλάσσονται. (Copyrigth: Αgnes Varraine-Leca)
Σήμερα,15.000 Σύριοι, που κατάφεραν να επιζήσουν αυτά τα περίπου τέσσερα χρόνια κόντρα σε όλους τις αντιξοότητες και τους κινδύνους έχουν βρει καταφύγιο στον καταυλισμό του Άιν Ίσα. Απέχει περίπου 6χιλ από την Ράκκα την οποία οι Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις μαζί με κούρδους αντάρτες και τη συνδρομή του διεθνούς συνασπισμού, σφυροκοπούσαν αδιάκοπα επί τέσσερις μήνες παραδίδοντας βέβαια την πόλη στο χάος και την καταστροφή και τους αμάχους στην απόγνωση.
Κατά τις πολύμηνες μάχες καμία ανθρωπιστική οργάνωση, δεν κατάφερε να εξασφαλίσει πρόσβαση στην πόλη και ουσιαστικά κανείς δεν μπορούσε να προσφέρει βοήθεια στους ανθρώπους που είχαν εγκλωβιστεί στην πόλη και αναγκαστικά παρέμεναν περιορισμένοι στα νοσοκομεία στο Κομπάνι, το Ταλ Αμπγιάντ και το Αλ-Χσακάχ, καθώς και στους καταυλισμούς εκτοπισμένων. «Κατά τη διάρκεια των μαχών κανείς δεν νοιαζόταν για τους αμάχους που παρέμεναν στην πόλη», αναφέρει η Νάταλι Ρόμπερτς, επικεφαλής των προγραμμάτων έκτακτης ανάγκης των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, που δραστηριοποιούνται στον καταυλισμό Άιν Ίσα. «Ήταν μόνο μετά την ανακατάληψη της Ράκα στα μέσα Οκτωβρίου όταν περίπου 1.300 κάτοικοι της πόλης κατάφεραν να φτάσουν στον καταυλισμό του ‘Αιν Ίσα. Οι περισσότεροι ήταν γυναίκες και παιδιά. Οι λιγοστοί άντρες που τους συνόδευαν είτε ήταν ηλικιωμένοι είτε είχαν τραυματιστεί κατά τις επιθέσεις και είχαν λάβει πρώτες βοήθειες σε νοσοκομεία που έλεγχε το Ισλαμικό Κράτος στη Ράκα».
Μεταξύ των αμάχων στον καταυλισμό και ο Αχμάντ που όπως αφηγείται στο βίντεο με τις μαρτυρίες που συγκέντρωσαν οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα,προσπαθώντας να βγει από την πόλη έπεσε πάνω σε νάρκη. Εκείνος έχασε τα πόδια του, η κόρη του τραυματίστηκε, η γυναίκα του σκοτώθηκε όπως και τρία αδέρφια της. Πιο πριν το ζευγάρι είχε χάσει δύο παιδιά σε βομβαρδισμούς.
«Δύο από τα παιδιά μου σκοτώθηκαν σε αεροπορική επιδρομή. Το σπίτι κατεδαφίστηκε. Δεν μπορέσαμε να τα βγάλουμε. Είναι ακόμη θαμμένα κάτω από τα συντρίμμια...»
Όπως εξηγεί είχαν από καιρό σκεφτεί να δραπετεύσουν περνώντας από σπίτι σε σπίτι, μέσα από τρύπες στους τοίχους. Κράτησε τρεις μήνες. Μια μέρα έφτασε ο κόμπος στο χτένι και αποφασίσαμε να φύγουμε από τη Ράκκα. Οι άνθρωποι πέθαιναν!... Στο τέλος του δρόμου υπήρχε ένα οδόφραγμα και νάρκες...».
Η Αζίζα και η οικογένειά της ζούσαν στα περίχωρα της Ράκκα. To καθεστώς στην πόλη τους πίεζε πολύ να μετακομίσουν στο κέντρο καθώς είχε ως στόχο να χρησιμοποιήσει τους αμάχους ως ανθρώπινες ασπίδες προστασίας των τζιχανιστών απέναντι στις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις. Φυσικά δεν έχει ξεχάσει τα όσα έζησε στη Ράκκα, τις συνθήκες ζωής μέσα στην πόλη αυτά τα χρόνια και τον φόβο.
«Τον άντρα μου τον φυλάκισαν πολλές φορές επειδή δεν φορούσα γάντια...τον γύρευαν κάθε τόσο, ψάχνοντας μια αιτία για να τον τιμωρήσουν...Δεν είχα κανέναν να με φροντίσει...Ήταν δύσκολο, τόσο δύσκολο».
Θυμάται όμως και την έλλειψη φαγητού, ιατρικής φροντίδας και τους άνδρες του Ισλαμικού Κράτους που άνοιγαν τρύπες μέσα στο σπίτι της για να συνδέουν μεταξύ τους τα κτίρια και να μπορούν όποτε θέλουν να κυκλοφορούν προστατευμένοι.
Σήμερα η Αζίζα ζει στον καταυλισμό και ο άνδρας της κατατάχθηκε στις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις.
Και μετά έρχεται η αφήγηση της Φατμά για να συμπληρώσει με μια από τις πιο ζοφερές εικόνες την αφήγηση των εγκλωβισμένων της Ράκκα.
«Το σπίτι μας έτρεμε συνέχεια...Φύγαμε εξαιτίας των βομβαρδισμών και των δολοφονιών. Είδαμε ανθρώπους να αποκεφαλίζονται μπροστά στα ματιά μας».
Κάτω: O καταυλισμός Άιν Ίσα βρίσκεται 60χιλ από τη Ράκκα
«Ξέρουμε ότι εκείνοι που δεν είχαν τη δυνατότητα της ίδιας επιλογής ήταν συνήθως οι φτωχοί, οι ηλικιωμένοι, άτομα χωρίς οικογένεια ή φίλους για να τους φιλοξενήσουν...». Υπήρχαν βέβαια και εκείνοι που πήγαν στη Ράκκα για να εργαστούν επειδή με το Ισλαμικό Κράτος υπήρχαν δουλειές. «Η απόφαση βέβαια κάποιου να πάει στην πόλη ή να μην φύγει από αυτή δεν σήμαινε αναγκαστικά ότι υποστήριζε το Ισλαμικό Κράτος»,λέει η Ν.Ρόμπρερτς.
Τα όσα συνέβαιναν εντός των «τειχών» της πόλης αυτά τα χρόνια μπορούν βέβαια να τα διηγηθούν μόνο οι άμαχοι που έζησαν εκεί και αν και η κατάσταση που επικρατούσε στην πόλη εκείνη την περίοδο ήταν αναμφίβολα εξαιρετικά δύσκολη, σίγουρα δεν είναι ξεκάθαρη.
Μακράν όμως από ξεκάθαρη, είναι και η εικόνα για όσα συνέβησαν τους μήνες των σφοδρών μαχών για την ανακατάληψη-απελευθέρωση της πόλης. «Δεν μπορούμε να ξέρουμε πόσοι άμαχοι βρίσκονταν στην πόλη κατά τη διάρκεια των επιθέσεων και πόσοι από αυτούς σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν. Στη διάρκεια της μάχης για τη Ράκα κανείς δεν νοιαζόταν για τους αμάχους. Στο όνομα ενός “δίκαιου πολέμου” κατά του Ισλαμικού Κράτους η πόλη δέχθηκε έναν κατακλυσμό πυρών από τον συνασπισμό, που απολάμβανε καθολική υποστήριξη. Ήταν εξαιρετικά δύσκολο για τους κατοίκους να φύγουν, καθώς ήταν όμηροι του Ισαλμικόυ Κράτους και όποιος επιχειρούσε να διαφύγει γινόταν στόχος. Δεν υπήρχαν ασθενοφόρα, οπότε ο μόνος τρόπος να διακομιστούν οι τραυματίες στη Ράκα ήταν με στρατιωτικά θωρακισμένα οχήματα. Η πρόσβαση στους τραυματίες εξαρτιόταν αποκλειστικά από την καλή θέληση των στρατιωτών. Παρά τη σφοδρότητα των αεροπορικών επιδρομών του συνασπισμού, που κορυφώθηκαν με την ολοκληρωτική καταστροφή της πόλης, πολύ λίγοι άμαχοι τραυματίες διακομίστηκαν από το πεδίο της μάχης. Τα ελάχιστα νοσοκομεία στην περιοχή με τμήμα επειγόντων περιστατικών και χειρουργείο –και επομένως με δυνατότητα περίθαλψης των τραυματιών πολέμου– είχαν μεγάλες ελλείψεις προσωπικού. Οι τραυματίες που χρειάζονταν ορθοπεδική φροντίδα παραπέμπονταν στο νοσοκομείο του Kομπάνι, ωστόσο όλο τον Σεπτέμβριο έγινε εισαγωγή μόλις τριών ασθενών».
Ο συνασπισμός ανακοίνωσε ότι 3.000 άμαχοι απομακρύνθηκαν από την πόλη μόνο την τελευταία εβδομάδα της μάχης. Ωστόσο είναι αδύνατον να επιβεβαιωθεί ο αριθμός αυτός, όπως και ο ισχυρισμός εκπροσώπου των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων ότι δεν είχαν μείνει άμαχοι στη Ράκα, όταν έγινε η τελική επίθεση. «Πιθανότατα δεν θα μάθουμε ποτέ πόσοι άνθρωποι τραυματίστηκαν ή σκοτώθηκαν κατά τις επιθέσεις… », καταλήγει η Ρόμπερτς.