Από την εποχή που η λέξη «μνημόνιο» μπήκε στη ζωή μας, προσδίδοντας τα αντίστοιχα χρώματα, η Γερμανία, ως χώρα και ως έθνος, συνδέθηκε με αρνητικές συνυποδηλώσεις που είχαν να κάνουν με την επιβολή αυστηρών όρων λιτότητας και συμμόρφωσης της χώρας μας με τις επιταγές που κάθε φορά το Βερολίνο επέβαλλε. Ας μην γελιόμαστε: η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι, κατά το μάλλον ή ήττον, υπό γερμανικό έλεγχο και είναι δύσκολο να επέλθει γρήγορη μεταβολή αυτού του καθεστώτος. Και αν η πολιτική κουλτούρα και ανθρωπολογία των χωρών που συναπαρτίζουν την Ένωση ήταν ενιαία και ταυτόσημη, δεν θα συνιστούσε πρόβλημα ο όποιος ηγεμονικός έλεγχος που θα εξασφάλιζε ειρήνη και σταθερότητα. Γιατί κακά τα ψέματα, μόνο υπό τη γεωπολιτική σκέπη ενός ηγεμόνα, μπορεί κάποιος πιο μικρός να βρει την αντίστοιχη θαλπωρή και να αντιμετωπίσει τους αντιπάλους του. Αυτό άλλωστε ήταν η Ευρωπαϊκή Ένωση για ένα μεγάλο διάστημα, ο θεματοφύλακας δηλαδή της ειρήνης στη γηραιά ήπειρο, μέσα από την οικονομική ανάπτυξη και την πρόοδο, με αδήριτη σταθερά τη στρατηγική και στρατιωτική προστασία των ΗΠΑ. Από τη στιγμή όμως που οι ΗΠΑ (και όχι μόνο και αποκλειστικά ο Τραμπ) δείχνουν να έχουν μια άλλη θεώρηση που αλληθωρίζει προς την Ευρώπη και εστιάζει προς την Άπω Ανατολή και η Γερμανία δεν είναι σε θέση (λόγω στρατιωτικών ικανοτήτων και πρότερου «έντιμου βίου») να γίνει οιονεί ΗΠΑ, τότε αρχίζουν τα προβλήματα.
Με άλλα λόγια παρουσιάζεται το εξής οξύμωρο: η Γερμανία να επιβάλλει την ηγεμονία της στην Ένωση με όρους οικονομικής ισχύος, αλλά να μην είναι σε θέση να διασφαλίσει στους «υπηκόους» της το αίσθημα της γεωπολιτικής ασφάλειας (κυρίως ως διαχείριση της προσφυγικής-μεταναστευτικής κρίσης). Γιατί καλή είναι η ευημερία, αν η γεωγραφία σου επιβάλλει μόνο να βλέπεις την καθημερινότητα, μέσα από την πρόοδο και την ανάπτυξη, αλλά τι γίνεται όταν η πραγματικότητα φορτώνεται και φορτίζεται από απειλές ασφάλειας και τραμπουκισμού από έναν δύστροπο γείτονα, αλλά και από προκλήσεις που το κατακερματισμένο ευρωπαϊκό αξιακό σου πλαίσιο αδυνατεί να προσλάβει ως απειλές;
Η διάσκεψη στο Βερολίνο κατέληξε σε μια εύθραυστη εκεχειρία (για λόγους που έχουν να κάνουν με τη στρατηγική αξία της Λιβύης) που όμως διατρανώνει τη θέση της Τουρκίας, ως σημαντικού παίκτη στην περιοχή μας. Εξίσου όμως η διάσκεψη αυτή έδειξε ότι η Γερμανία δεν έχει (σίγουρα) το αίσθημα της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης (απέναντι στην Ελλάδα και στις αντιρρήσεις της για τη συμφωνία Τουρκίας-Λιβύης), αλλά εγκλωβισμένη στο παιχνίδι του Ερντογάν και στο εμπόριο με την Τουρκία, συνεχίζει μια Realpolitik (με όρους οικονομικής ισχύος), χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να αντέξει σε αυτή την ερμαφρόδιτη πολιτική: οικονομική αυστηρότητα στους εταίρους της και γαλαντόμος διπλωματία στην Τουρκία. Και τούτο διότι, το πρόβλημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι μόνο πολιτικό, αλλά κυρίως γεωπολιτικό, καθώς απαιτείται η κατοχύρωση της ασφάλειας και της σταθερότητας. Και αν ήταν «εύκολη» η διαχείριση της οικονομικής-δημοσιονομικής κρίσης, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει απέναντι στις προκλήσεις που η Ένωση αντιμετωπίζει στα ανατολικά και νότια σύνορά της. Το Ηνωμένο Βασίλειο «την έκανε» και μένει να δούμε την έκβαση αυτής της «δια-φυγής», ενώ η Γαλλία, παρά τις προσπάθειες που καταβάλλει ο Μακρόν έχει ακόμα μακρύ δρόμο για να βοηθήσει προς την κατεύθυνση ενίσχυσης της Ένωσης ως (ενιαίου) στρατηγικού δρώντος. Και η εξίσωση αυτή συμπληρώνεται από τη Ρωσία που έχει τυφλωθεί από τα κάλλη της Τουρκίας και την τελευταία να γνωρίζει πως, λόγω θέσης, όλοι, επιδεικνύοντας έναν διάχυτο ερωτισμό, επιζητούν να την έχουν στο διπλωματικό τραπέζι ή κρεβάτι. Άλλωστε, κατά τον γράφοντα, ο Τραμπ «επιτρέπει» στη Ρωσία να απλώνει την επιρροή της σε μέτωπα που μέχρι πρότινος συνιστούσαν προνομιακό χώρο των ΗΠΑ (Συρία, Λιβύη) που, ωστόσο, με στοχοθετημένα χειρουργικά χτυπήματα δείχνουν ότι διατηρούν στρατηγική εποπτεία της Ευρασίας, προσηλωμένες στον κινεζικό κίνδυνο.
Είναι γεγονός ότι οι όποιες λέξεις μπροστά στο βάρος της πραγματικότητας είτε τρέχουν να ερμηνεύσουν αυτή και τα επιφαινόμενα της είτε μένουν κενές περιεχομένου, εξαιτίας της δίνης των εξελίξεων. Δυστυχώς, όμως αυτό το μυστηριακό του Πολιτικού και Διεθνούς Φαινομένου επιβάλλει στα σοβαρά κράτη να δίνουν απαντήσεις και να μην μένουν απλοί θεατές ή χειρότερα κομπάρσοι και καρπαζοεισπράκτορες των επιτήδειων παικτών.
Σε αυτό το πλαίσιο, η χώρα μας και η υπεύθυνη πολιτική της ηγεσία καλούνται να απογαλακτιστούν από το χτες και τις εξαρτήσεις εκείνες που αποδεικνύονται αλυσιτελείς. Η ελληνική κυβέρνηση δείχνει να αρχίζει να καταλαβαίνει ότι το παιχνίδι γίνεται με όρους «μεγάλης σκακιέρας» και όχι απλού διακρατικού stratego. Η επίσκεψη του πρωθυπουργού στις ΗΠΑ, πέρα από τις όποιες μεμψιμοιρίες (ίδιον της ελληνικής φυλής) επιβεβαίωσε το άριστο επίπεδο μεταξύ των δύο χωρών. Ίσως, ως αιρετική πρόταση του γράφοντος, στη συνέντευξη Τύπου, ο Έλληνας πρωθυπουργός θα μπορούσε να προτείνει στον Αμερικανό πρόεδρο μια τριμερή σύσκεψη ΗΠΑ-Τουρκίας-Ελλάδας που θα ωθούσε τις δύο πλευρές να αναζητήσουν ειρηνικούς τρόπους επίλυσης των ανοιχτών τους θεμάτων. Όπως και να έχει η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον επιβεβαίωσε ότι η ενίσχυση της αμυντικής συμφωνίας με τις ΗΠΑ αποτελεί το στρατηγικό μας αυτοκινητόδρομο. Για άλλους κόμβους και αρτηρίες μπορούμε να συζητήσουμε σε επόμενη «συνάντηση» εδώ στον φιλόξενο χώρο της HuffPost.