Μάτι: «Θυμάμαι να είμαι στη θάλασσα με τα χέρια απλωμένα και να βγάζω τις σάρκες μου»

Σοκάρει η περιγραφή επιζήσασας, που έχασε τους δύο γονείς της στην πυρκαγιά.
Open Image Modal
.
Eurokinissi

Τραγικές λεπτομέρειες περιελάμναβε η περιγραφή στη δίκη για το Μάτι της Ιωάννας Πεταλά, που έχασε τους γονείς της και τραυματίστηκε σοβαρά η ίδια κατά τη διάρκεια της φονικής πυρκαγιάς.

«Περίπου στις 17.30 άκουσα στην τηλεόραση για τη φωτιά στο Νταού. Δέκα λεπτά μετά κόπηκε το ρεύμα και βγήκε όλη η γειτονιά έξω. Υπήρχε κάτι περίεργο στην ατμόσφαιρα, ο αέρας δυνατός. Είπαμε να κλειστούμε στο σπίτι. Την ώρα που έκλεινα το τελευταίο παντζούρι ακούω τη μαμά μου να ουρλιάζει. Είχαν λαμπαδιάσει κάτι κλαδιά. Άρπαξε η μαμά μου την τσάντα της κι εγώ τα κλειδιά και φύγαμε προς Περικλεους» είπε η μάρτυρας.

Περιγράφοντας την προσπάθεια της να φτάσει μαζί με τη μητέρα της και μια γειτονισσα στην παραλία, ανάφερε: «Έπεσα κάτω, έχασα τα γυαλιά μου. Γυρισα πίσω και είδα πύρινες νιφάδες. Ενστικτωδώς κατευθύνθηκα προς θάλασσα. Άκουγα ανθρώπους να ουρλιάζουν. Κάποιος μου λέει κοπέλια καίγεσαι. Είχα πιάσει φωτιά από πίσω. Έφτασα στη θάλασσα κι έπεσα κατευθείαν μέσα. Από πάνω καιγόντουσαν τα πάντα. Είχε εκρήξεις. Θυμάμαι να είμαι στη θάλασσα με τα χέρια απλωμένα και να βγάζω τις σάρκες μου. Βγήκα έξω και ξαναμπηκα μέσα γιατί στέγνωσα και πέθαινα από τον πόνο».

Η γυναίκα επανέλαβε ότι δεν υπήρξε ειδοποίηση για τη φωτιά, ούτε και βοήθεια στη συνέχεια. «Κάποια στιγμή κάποιος μίλησε με ένα δικό του. «Είμαστε όλοι στην παραλία, ειδοποίησε κάποιον να μας σώσει». Κάποια στιγμή άκουσα τη φωνή κάποιου γνωστού μου. Ζήτησα βοήθεια γιατί δε μπορούσα ούτε να μιλήσω. Άκουσα στην παραλία τη φωνή της γειτόνισσας. Της λέω που είναι η μάνα μου. Μου λέει είναι καλά. Προσπάθησα να τη βρω.

Κάποια στιγμή ήρθε ένα καραβάκι, έπεσα λιπόθυμη. Φτάσαμε στη Ραφήνα. Κάποια στιγμή με πήγαν στο Θριάσειο, μετά από λίγο με πήγαν στο ΓΝΑ έμεινα 54 μέρες μέρες. Έχω καεί στα χέρια, πλάτη, γλουτούς και πόδια. Έπαθα πνευμονική εμβολή, είχα επιπλοκές. Μπήκα ΜΕΘ 8 ημέρες. Είχαν πει ότι δε θα γλιτώσω. Δε μπορούσα να περπατήσω. Ακόμα με πονάνε στη ζέστη τα εγκαύματα. Δε μπορώ να λειτουργήσω σωστά. Δεν περνάει μέρα που να μη σκεφτώ αυτά που έχω ζήσει».

Από έναν γείτονα η μάρτυρας έμαθε για τις τελευταίες στιγμές της μητέρας της, ενώ ο πατέρας της που ήταν μεγάλος σε ηλικία απανθρακώθηκε πριν προλάβει να μετακινηθεί. «Η μάνα μου ήταν πεσμένη στο πεζοδρόμιο, πεσμένη στα γόνατα, τόσο καμμένη που δεν είχε μαλλιά. Ήταν γυμνή, χωρίς μαλλιά και ούρλιαζε. Της έφεραν ένα τραπεζομάντηλο από την ταβέρνα. Ξέρω από έναν κύριο που ήταν μαζί της ότι 5-6 ώρες ήταν ζωντανή. Με το που έφτασε στη Ραφήνα πέθανε. Ο πατέρας μου απανθρακωθηκε κοντά στο αμάξι. Δεν κατάφερε να πάει μακριά».

Πηγή: Dikastiko.gr