«Ματώνει» η οικονομία της Γερμανίας για να καταφέρει να κρατήσει τα φώτα αναμμένα. Σχεδόν μισό τρισεκατομμύριο δολάρια, έχουν δαπανηθεί το τελευταίο 9μηνο για να αντισταθμιστούν οι επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης που προκάλεσε ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Κονδύλια που δίνονται ως οικονομική στήριξη σε νοικοκυριά αλλά και επιχειρήσεις όπως η Uniper, για να αντιμετωπίσουν το μεγάλο ενεργειακό κόστος αλλά και την χρεοκοπία καθώς η Γερμανία είναι η πιο εξαρτημένη χώρα της Ευρωζώνης από τη ρωσική ενέργεια.
Τα χρήματα περιλαμβάνουν τέσσερα πακέτα βοήθειας αξίας 295 δισεκατομμυρίων ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του πακέτου διάσωσης 51,5 δισεκατομμυρίων ευρώ προς τον ενεργειακό πάροχο Uniper, 14 δισεκ.ευρώ στην Sefe (Gazprom Germania), ενώ 100 δισεκ.ευρώ δόθηκαν στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας για να εξασφαλίσουν τις πωλήσεις τους έναντι αθέτησης υποχρεώσεων·και περίπου 10 δισ. ευρώ σε υποδομές για εισαγωγή LNG.
Το ποσό περιλαμβάνει επίσης μη αναφερθείσες δεσμεύσεις ύψους 52,2 δισεκατομμυρίων ευρώ από τον κρατικό δανειστή KfW για την αποθήκευση φυσικού αερίου, την γορά άνθρακα και ηλεκτρικής ενέργειες από ΑΠΕ.
Σύμφωνα με το Reuters «το πόσο σοβαρή θα είναι αυτή η κρίση για την γερμανική οικονομία και πόσο θα διαρκέσει, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πώς θα εξελιχθεί η ενεργειακή κρίση», δήλωσε ο Μάικλ Κρόεμλινγκ του Γερμανικού Οικονομικού Ινστιτούτου (IW) ο οποίος υπογράμμισε, οτι
«η Γερμανία αντιμετωπίζει τεράστια απώλεια πλούτου».
Αναλογούν 5.400 ευρώ σε κάθε Γερμανό
Τα Βερολίνο, έχει δαπανήσει πάνω από 440 δισεκατομμύρια ευρώ για να εξασφαλίσει ενεργειακά αποθέματα ικανά να ζεστάνουν τους Γερμανούς το χειμώνα και να αποτρέψουν τις διακοπές ρεύματος.
Αυτό ισοδυναμεί με περίπου 1,5 δισεκατομμύριο ευρώ την ημέρα, από τότε που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου και περίπου το 12% της εθνικής οικονομικής παραγωγής. Ποσό που αναλογεί σε περίπου 5.400 ευρώ σε κάθε Γερμανό πολίτη.
Η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης και υπέρμαχος της σκληρής λιτότητας και της δημοσιονομικής πειθαρχίας, βρίσκεται τους τελευταίους μήνες στο έλεος του καιρού. Αξιωματούχοι έχουν προειδοποιείσει για διακοπές ρεύματος, εάν αυξηθεί η ζήτηση λόγω του ψυχους και η ενέργεια δεν είναι επαρκής, με αυτόν τον χειμώνα να είναι ο πρώτος χωρίς ρωσικό φυσικό αέριο εδώ και μισό αιώνα.
Η χώρα έχει στραφεί στην αγορά πιο ακριβής ενέργειας, την οποία πληρώνει σε μετρητά, για να αντικαταστήσει ορισμένες από τις χαμένες ρωσικές προμήθειες, γεγονός που έχει εκτινάξει τον πληθωρισμό σε διψήφιο νούμερο.
Όσα χρήματα όμως κι αν δώσει από τον κρατικό προυπολογισμό, η ενεργειακή ανασφάλεια κυριαρχεί, με τη χώρα να έχει στραφεί στο πανάκριβο Αμερικανικό LNG και τις ελάχιστες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που διαθέτει.
″Η γερμανική οικονομία βρίσκεται σε μια πολύ κρίσιμη φάση, επειδή το μέλλον του ενεργειακού εφοδιασμού είναι πιο αβέβαιο από ποτέ. Αν κρίνουμε από το ύψος του πληθωρισμού είναι βαριά ασθενής”, δήλωσε ο Στέφαν Κούθς, αντιπρόεδρος και διευθυντής έρευνας επιχειρηματικών κύκλων και ανάπτυξης στο Kiel Institute για την παγκόσμια οικονομία.
Το τεράστιο κόστος της ενέργειας που πληρώνει η Γερμανία, έχει οδηγησει την άλλοτε εύρωστη οικονομία σε συρρίκνωση, ηοποία θα είναι η μεγαλύτερη μεταξύ των χωρών της G7 το 2023, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Μιώνεται η παραγωγή απειλούνται βιομηχανίες
Ο λογαριασμός των εισαγωγών ενέργειας της Γερμανίας θα αυξηθεί συνολικά κατά 124 δισεκατομμύρια ευρώ για το 2022 και 2023, έναντι αύξησης 7 δισεκατομμυρίων το 2020 και 2021, σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου του Κιέλου, γεγονός που αποτελεί τεράστια πρόκληση για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες της χώρας.
Ο τομέας των χημικών της χώρας, ο πιο εκτεθειμένος στο αυξανόμενο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας, αναμένει ότι η παραγωγή θα μειωθεί κατά 8,5% το 2022, σύμφωνα με τη βιομηχανική ένωση VCI, η οποία προειδοποιεί για «τεράστιες απώλειες στο βιομηχανικό τοπίο της Γερμανίας».
Ενέργεια όπως πανδημία
Τα 440 δισεκατομμύρια ευρώ που προορίζονται για την καταπολέμηση της ενεργειακής κρίσης είναι ήδη κοντά στα περίπου 480 δισεκατομμύρια ευρώ που δαπάνησε η Γερμανία το 2020 για να προστατεύσει την οικονομία της από τις επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19.
Παρά τις προσπάθειες αυτές, υπάρχει ακόμη μια αβεβαιότητα για το πώς η χώρα μπορεί να αντικαταστήσει τις ρωσικές προμήθειες, όταν εισήγαγε περίπου 58 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα (bcm) ρωσικού φυσικού αερίου πέρυσι, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat και της γερμανικής ένωσης βιομηχανίας BDEW, που αντιπροσωπεύουν περίπου το 17% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας.
Η Γερμανία, θέλει να στραφεί στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ώστε να μειώσει σημαντικά τα κόστη, έχοντας ως πλάνο την παραγωγή τουλάχιστον του 80% της ηλεκτρικής ενέργειας έως το 2030 από τις ΑΠΕ, από 42% που ήταν το 2021.
Ενας πολύ φιλόδοξος στόχος, που για να επιτευχθεί θα πρέπει οι νέες χερσαίες αιολικές εγκαταστάσεις να εξαπλασιαστούν στα 10 GW ετησίως, σύμφωνα με έκθεση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης ενώ οι ηλιακές εγκαταστάσεις πρέπει να τετραπλασιάζονται κάθε χρόνο στα 22 GW.
Από τη ρωσική στην Αμερικανική εξάρτηση του LNG
Η Γερμανία δεν έχει δικές της υποδομές LNG με αποτέλεσμα να αναπτύσσει από το μηδέν την ικανότητα εισαγωγής LNG.
Προς το παρόν, σχεδιάζει να βασιστεί σε έξι πλωτούς τερματικούς σταθμούς εισαγωγής με τον πρώτο να αναμένεται να ξεκινά σήμερα.
Άλλοι τρεις πρόκειται να ενταχθούν στο δίκτυο αυτό το χειμώνα, ενώ οι υπόλοιπες θα αναπτυχθούν στα τέλη του 2023, ανεβάζοντας τη συνολική χωρητικότητα σε τουλάχιστον 29,5 bcm ετησίως.
Η RWE, η Uniper και η μικρότερη ομότιμη EnBW έχουν δεσμευτεί να βρουν τους όγκους για να διασφαλίσουν την πλήρη χωρητικότητα μέχρι το τέλος Μαρτίου 2024. Ωστόσο, παραμένει ασαφές από πού θα προέρχονται αυτοί οι όγκοι.
Η Γερμανία έχει κλείσει μόνο δύο βραχυπρόθεσμες συμφωνίες LNG για το χειμώνα, μετά την πλήρη διακοπή των προμηθειών ρωσικού φυσικού αερίου το καλοκαίρι.
Σύμφωνα με στοιχεία από το ECFR, η πρώτη είναι μια συμφωνία για 1 δισ. κυβικά μέτρα ετησίως μεταξύ της Woodside της Αυστραλίας και της Uniper, η οποία έκτοτε έγινε αντικείμενο της μεγαλύτερης εταιρικής διάσωσης στη Γερμανία.
Η δεύτερη είναι μεταξύ της Εθνικής Εταιρείας Πετρελαίου του Άμπου Ντάμπι και της RWE και καλύπτει μια παράδοση 137.000 κυβικών μέτρων τον Δεκέμβριο και απροσδιόριστες περαιτέρω αποστολές το 2023.
Οι συμφωνίες αυτές ωστόσο δεν είναι αρκετές για να καλύψουν τις ανάγκες, κι αυτό η κυβέρνηση Σολτε το γνωρίζει καλά. Αλλωστε αυτός είναι ο λόγος των συνεχόμενων ταξιδιώμ τόσο του ίδιου όσο και της Χάμπεκ σε Καναδά, Κατάρ και Νορβηγία.
Πληροφορίες από το Reuters