«... Η Columbia δεν ήταν εργοστάσιο. Ήταν θεριό μουσικής παραγωγής, ανθρώπων καθημερινών, ανθρώπων γήινων και ουράνιων. Όταν παρακολουθούσα τον Μίκη Θεοδωράκη στο Studio II να δίνει οδηγίες στους μουσικούς και στον Γρηγόρη, τον Νίκο Κανελλόπουλο να ‘γράφει’ στην κονσόλα και τον Γρηγόρη Μπιθικώτση να ιερουργεί καθώς ‘έψελνε’ Ρίτσο με το ‘κεράσανε ρακί το θάνατο‘, ένιωθα πως το μερτικό μου σε τούτη τη ζωή - βόηθα Παναγιά - ‘επληρώθη‘. Τον Μανώλη Μητσιά, νεαρό στη Θεσσαλονίκη, το 1969. Σεμνό με ξεχωριστό τάλαντο, άστρο δίπλα στο Σείριο. Μέγας και ταπεινός, ίδιος κι απαράλλαχτος ο Αθανάσιος Διάκος’.... ».
Έζησε παραπάνω από μισόν αιώνα την ελληνική δισκογραφία -ξεκινώντας ως εργάτης στο εργοστάσιο της Columbia και καταλήγοντας διευθυντικό στέλεχος.
Ωστόσο, η ιστορία που αφηγείται αρχίζει πολύ πιο νωρίς από το 1959 οπότε και μπήκε στην Columbia - λίγο πριν το τέλος της δισκογραφίας των 78 στροφών.
Όταν ήδη «από τη δεκαετία του ’20, η νεοσύστατη αγγλική εταιρεία δίσκων Columbia βρίσκει το έδαφος πρόσφορο και γόνιμο για την ίδρυση αντιπροσωπείας δίσκων στην Ελλάδα...»
«[...] Το έτος 1924 - 25, στη Θεσσαλονίκη, πόλη πολυφυλετική, πολυπολιτισμική, πολυγλωσσική [...] οι έμποροι Αμπραβανέλ και Μπενβενίστε, με ειδίκευση στα δώρα και στα υαλικά, αναλαμβάνουν την αντιπροσωπεία της γερμανικής δισκογραφικής εταιρείας ODEON και αργότερα και της Parlophone. Εισάγουν αλλά και παράγουν και προωθούν στην αγορά δίσκους με ελληνικό και διεθνές ρεπερτόριο.
[...] Λίγο μετά το 1928 [....] επιλέγουν και αναθέτουν τη διεύθυνση του κλάδου της δισκογραφίας στο συνεργάτη τους μέχρι τότε στα οικονομικά θέματα, προσοντούχο και φιλόδοξο νεαρό δικηγόρο από την Πρέβεζα, Μίνω Μάτσα.
[...] Την ίδια περίπου εποχή, γύρω στα 1924, οι δημιουργικοί και δυναμικοί αδελφοί Λαμπρόπουλοι από την Πελοπόννησο, που δραστηριοποιούνται στα είδη ένδυσης και λοιπών ειδών οικιακού εξοπλισμού, προσανατολίζουν τις δραστηριότητες τους σε έναν νέο και πολλά υποσχόμενο κλάδο παραγωγής και εμπορίας. Αυτόν της μουσικής...»
«[....] Οι αδελφοί Λαμπρόπουλοι και η πολυεθνική Columbia - EMI θα ήταν από τους πρώτους και μεγάλους παίκτες που για δεκαετίες θα μονοπωλούσαν -μαχαίρι, πεπόνι στα ίδια χέρια- και θα καθόριζαν με την ηχηρή ή λιγότερο ηχηρή παρέμβαση τους, τους ήχους και τα μουσικά πράγματα της Ελλάδας...»
Μέχρι το 1991, οπότε και τυπώνεται στο εργοστάσιο της Columbia ο τελευταίος δίσκος «σε 117 τεμάχια όσα και οι εργαζόμενοι» του εργοστασίου, στους οποίους δίνεται μαζί με την αποζημίωση, τα γεγονότα είναι εξαιρετικά πυκνά και ενδιαφέροντα.
Το 380 σελίδων βιβλίο του Δημήτρη Φεργάδη «Με αφορμή την Columbia. Η βιομηχανία της δισκογραφίας στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα» (εκδόσεις ΚΨΜ), αποτελεί μία λεπτομερή καταγραφή της ιστορίας της δισκογραφίας στη χώρα μας, στην οποία ο συγγραφέας δίνει χώρο, όχι μόνο στους αυτονόητους πρωταγωνιστές -συνθέτες και τραγουδιστές- αλλά και σε όλους όσοι καθημερινά έκαναν τη «μηχανή να δουλεύει».
Τα πρώτα χρόνια λειτουργίας, ο πρώτος δίσκος ελληνικής παραγωγής, οι συνθήκες εργασίας -οι αμοιβές των εργαζομένων ήταν 10% υψηλότερες από τη συλλογική σύμβαση- το Libro d’ Oro της Columbia, οι προσωπικότητες της λαϊκής κυρίως μουσικής που από τη δεκαετία του′ 30 «χρησιμοποιούνταν ως καλλιτεχνικοί διευθυντές και παραγωγοί, όπως ο Παναγιώτης Τούντας, ο Σπύρος Περιστέρης και αργότερα ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Απόστολος Καλδάρας, ο Μανώλης Χιώτης, ο Θόδωρος Δερβενιώτης, ο Άκης Πάνου», αλλά και η σκοτεινή πλευρά της δισκογραφίας, τα δισκάδικα, τα σουξέ, οι ηχογραφήσεις και ακόμη περισσότερα περνούν από τις σελίδες του βιβλίου, που, εκτός των άλλων, καλύπτει ένα μεγάλο κενό.
Όπως γράφει ο ίδιος ο κ. Φεργάδης «.... καμία μεγάλη δισκογραφική δεν έχει ασχοληθεί, απ′ όσο γνωρίζω, με την ιστορική καταγραφή της μουσικής διαδρομής, με μία μοναδική εξαίρεση [....] Πρόκειται για μία ιστορική μελέτη με τίτλο EMI: The first 100 years, που εκδόθηκε με τη φροντίδα της EMI και αναφέρεται στα τελευταία 100 χρόνια της ιστορίας της δισκογραφικής εταιρείας Graphophone, η οποία το 1931 έγινε EMI (Electrical Musical Industries). Και την οποία γνωρίσαμε στην Ελλάδα από το label της Columbia και από το εργοστάσιο παραγωγής δίσκων» στη Ριζούπολη.
-Κύριε Φεργάδη, πόσο χρόνο αφιερώσατε στη συγγραφή του βιβλίου;
Η πρώτη σκέψη δημιουργήθηκε αρχές του 1991. Πολύ πριν από την κατεδάφιση της Columbia. Από την ημέρα που αποφάσισα να γράψω το βιβλίο - μέσα του 2015 - χρειάστηκα χρόνο λίγο πάρα πάνω από 2,5 χρόνια.
-Διατηρούσατε κάποιο είδος προσωπικού αρχείου ή, την ημέρα που αποφασίσατε να γράψετε την ιστορία της βιομηχανίας της δισκογραφίας στην Ελλάδα τον 20ό αιώνα αρχίσατε να συγκεντρώνετε στοιχεία;
Χωρίς να είναι στην σκέψη μου η συγγραφή βιβλίου, φύλαγα από αρχής της επαγγελματικής μου σταδιοδρομίας στην Columbia, κάθε στοιχείο που έβρισκα και μου άρεσε και έκρινα «χρήσιμο» (για τη μνήμη του μέλλοντος).
Προς το τέλος, βέβαια, αυτό έγινε πιο μεθοδικά και με περισσότερο ενδιαφέρον. Στο βιβλίο μου αξιοποίησα μέρος υλικού που έχω και είναι από τέλη δεκαετίας του 1920 (πρακτικά Δ.Σ., Μετόχων, Μισθολόγια, κατάλογοι ρεπερτορίων, labels δίσκων 45 στροφών, φωτογραφίες, μαρτυρίες παλιών -του ’30- συναδέλφων, ημερήσιο -περιοδικό Τύπο).
-Μισός αιώνας στην ελληνική δισκογραφία. Από τα 50 αυτά χρόνια πόσα ήταν στην Columbia;
Στην Columbia δούλεψα από το 1959 μέχρι το 1991. Δηλαδή 33 χρόνια… Τα πιο δημιουργικά, παραγωγικά και σημαντικά της δισκογραφίας. Τα υπόλοιπα 18 χρόνια δούλεψα στο νέο σχήμα της ΕΜΙ στην Ελλάδα … αυτό της MINOS - EMI. Μέχρι και έτους 2008.
“Οι ηχογραφήσεις των δίσκων συνήθως γίνονταν στις αίθουσες ξενοδοχείων, κύρια της περιοχής Συντάγματος. Μια μεγάλη αίθουσα του ξενοδοχείου διαμορφωνότανε σε αίθουσα ηχοληψίας. Ο πιο γνωστός και συνήθης χώρος ηχοληψίας ήταν η αίθουσα του ξενοδοχείου Tourist”
-Θυμάστε την πρώτη σας μέρα στο εργοστάσιο, την πρώτη μέρα του φοιτητή που πιάνει δουλειά ως εργάτης, βοηθός πρεσαδόρου;
Σαν εργάτης θυμάμαι πως έπεσα… απ’ αρχής στα βαθιά και δύσκολα…. Νυχτερινή βάρδια, 10 μ.μ. μέχρι 6 πρωί. Και τον βοηθό προϊσταμένου - αργότερα καλό φίλο και συνάδελφο Αντώνη Ροδίτη, «απόντα», δυστυχώς, από τον Αύγουστο του 2018 - να με βάζει να καθαρίζω τα «λούκια» μεταξύ των πρεσών που γεμίζανε με καμένα λάδια. Και τα κατάμαυρα νύχια μου να μην καθαρίζουνε με τίποτα. Όμως... η φτώχεια θέλει και μεροκάματο για να ζήσεις.
-Και η τελευταία μέρα ως στέλεχος πλέον της εταιρείας -σε ποιά θέση, πόσα χρόνια;
30.4.1991 ήρθε το τέλος της Columbia. Τυπικά. Γιατί η Columbia «ζει» και θα «ζει» στη μνήμη και στη συνείδηση.
Εμπορικός διευθυντής... Παρών και αδύναμος στις διεργασίες μέχρι που μπήκε το λουκέτο και η απόλυση των τελευταίων 117 εργαζομένων. Πόνος άφατος. Στην θέση του εμπορικού διευθυντή ήμουν έξι χρόνια.
-Ποιός ήταν ο πρώτος δίσκος ελληνικής παραγωγής που βγήκε από το εργοστάσιο της Columbia το 1930 και ποιός ο τελευταίος; Και ποιά τα τεχνικά χαρακτηριστικά του πρώτου εκείνου δίσκου;
Ο πρώτος δίσκος ελληνικής παραγωγής, όπως προκύπτει από τα υπάρχοντα στοιχεία του εργοστασίου, αλλά και τις βεβαιώσεις του Παναγιώτη Κουνάδη (ιστορικού μουσικολόγου, πολιτικού μηχανικού) και του Αριστομένη Καλυβιώτη (Καρδιτσιώτης, ιστορικός - ερευνητής ελληνικής δισκογραφίας, πολιτικός μηχανικός) είναι ο δίσκος DG1 της Columbia με τραγουδιστή τον Μιχάλη Θωμάκο και περιέχει τα τραγούδια «Μαρούσκα» και «Λωτός».Χρόνος παραγωγής τέλη Νοέμβρη 1930. Τεχνικά χαρακτηριστικά: Δίσκος 78 στροφών, 10 ιντσών ή 25 εκατ.
Τελευταίος δίσκος που παρήχθη στο εργοστάσιο για το εμπόριο είναι ο δίσκος του Νίκου Νομικού «Πάμε Βόρεια», αριθμός καταλόγου 170346, Label EMI.
Tελευταίος, τελευταίος δίσκος παραγωγής εργοστασίου Columbia (Απρίλιος 1991) με επιλογές τραγουδιών από 1930 μέχρι 1990, είναι ο δίσκος μνήμης «COLUMBIA 1929 – 1991» που επιμελήθηκε εξ ολοκλήρου ο υπογράφων, συνεργαζόμενος στην επιλογή των τραγουδιών με τον Δαμιανό Σερέφογλου.
“Οι εργάτες, οι υπάλληλοι, οι 117 τυχεροί - άτυχοι να κάθονται ανακούρκουδα στο πρανές του πεζοδρομίου των γραμμών του Ηλεκτρικού και να κοιτούν μέσα τους”
Ο δίσκος αυτός παρήχθη ακριβώς σε 117 τεμάχια όσα και οι εργαζόμενοι χωρίς αριθμό καταλόγου. Μόνο πλευρά Α, πλευρά Β. Και Label: Columbia από εδώ, HMV από εκεί.
-Εκείνη την εποχή τι μουσική άκουγαν οι Έλληνες -ελληνική και ξένη; Ποιοί ήταν οι πιο δημοφιλείς καλλιτέχνες;
Κύρια ελληνική αλλά και ξένη, μεταγλωττισμένες επιτυχίες του διεθνούς ρεπερτορίου της εποχής εκείνης.
Το προσφυγικό στοιχείο επηρέαζε τους ελλαδικούς ήχους με ήχους της Aνατολής σε σημαντικό βαθμό. Ακόμα κυκλοφορούσαν δίσκοι με τουρκικά, αλβανικά, αρβανίτικα, ποντιακά, λάζικα τραγούδια.
Οι πιο δημοφιλείςς τότε Έλληνες τραγουδιστές, ήταν oι Αντώνης Νταλγκάς, Κώστας Ρούκουνας, Στελλάκης Περπινιάδης, Κώστας Νούρος, Ρόζα Εσκενάζυ, Μαρίκα Πολίτισα, Ρίτα Αμπατζή, Νίκος Γούναρης, Φώτης Πολυμέρης, Τίτος Ξηρέλης, Γιώργος Βιδάλης.
-Ποιές ήταν οι άλλες μεγάλες δισκογραφικές, οι ανταγωνιστές της Columbia;
Εκτός της Columbia και της HMV άλλες δισκογραφικές εταιρείες με αξιόλογη ανταγωνιστική παρουσία στην αγορά ήταν η ODEON, η Parlophone των Θεσσαλονικέων Εβραίων εμπόρων Αμπραβανέλ και Μπενβενίσε - αργότερα και Μίνου Μάτσα - και του Δημητρίου Μπρούσκου, η Γαλλική Pathe Marcon.
-Πού γίνονταν οι η ηχογραφήσεις;
Οι ηχογραφήσεις των δίσκων συνήθως γίνονταν στις αίθουσες ξενοδοχείων, κύρια της περιοχής Συντάγματος. Μια μεγάλη αίθουσα του ξενοδοχείου διαμορφωνότανε σε αίθουσα ηχοληψίας. Ο πιο γνωστός και συνήθης χώρος ηχοληψίας ήταν η αίθουσα του ξενοδοχείου Tourist στην περιοχή πλατείας Συντάγματος.
-Η ημέρα που έκλεισαν οι πόρτες του εργοστασίου επί της λεωφόρου Ηρακλείου 127, στη Ριζούπολη, το 1990;
Σιγή ασυρμάτου (υπήρχε;) σε χαράκωμα της πρώτης γραμμής κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Πάγωμα ψυχής. Οι εργάτες, οι υπάλληλοι, οι 117 τυχεροί - άτυχοι να κάθονται ανακούρκουδα στο πρανές του πεζοδρομίου των γραμμών του Ηλεκτρικού και να κοιτούν μέσα τους. Ούτε δάκρυ. Ουρανός νεφελώδης. Βαρομετρικό χαμηλό.
-Οι τρεις πιο βαθιά χαραγμένες αναμνήσεις από τα χρόνια σας στην Columbia;
Η Columbia δεν ήταν εργοστάσιο. Ήταν θεριό μουσικής παραγωγής, ανθρώπων καθημερινών, ανθρώπων γήινων και ουράνιων. Όταν παρακολουθούσα τον Μίκη Θεοδωράκη στο Studio II να δίνει οδηγίες στους μουσικούς και στον Γρηγόρη, τον Νίκο Κανελλόπουλο να «γράφει» στην κονσόλα και τον Γρηγόρη Μπιθικώτση να ιερουργεί καθώς «έψελνε» Ρίτσο με το «κεράσανε ρακί το θάνατο», ένιωθα πως το μερτικό μου σε τούτη τη ζωή - βόηθα Παναγιά - «επληρώθη». Τον Μανώλη Μητσιά, νεαρό στη Θεσσαλονίκη, το 1969. Σεμνό με ξεχωριστό τάλαντο, άστρο δίπλα στο Σείριο. Μέγας και ταπεινός «ίδιος κι απαράλλαχτος ο Αθανάσιος Διάκος». Και σήμερα. Τύχη λαγαρή. Την «πάλη» πραγματική, πνευματική του - τόσο αγαπητός – (και λείπει πια -) ηχολήπτη, με τον - τόσο σημαντικός – νεαρό συνθέτη, για την επιλογή της καλύτερης … «εγγραφής»…. Γιώργο Κ. να ’σαι καλά εκεί που είσαι και που δεν είσαι...
* Ο συγγραφέας έχει αφιερώσει το βιβλίο στη μνήμη του Μάνου Ελευθερίου