Με «χτίσιμο» συμμαχιών απαντά η Αθήνα στην Άγκυρα

Ποια στρατηγική ακολουθεί η κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της τουρκικής προκλητικότητας.
Open Image Modal
ASSOCIATED PRESS

Η συζήτηση στη Βουλή για την κύρωση των συμφωνιών με Ιταλία και Αίγυπτο για την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών, στάθηκε αφορμή για να αναφερθεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην στρατηγική του απέναντι στις συνεχείς προκλήσεις της Άγκυρας.

Τρεις είναι οι βασικοί άξονες της κυβερνητικής στρατηγικής, σύμφωνα με όσα είπε ο Πρωθυπουργός:

  • Οι διπλωματικές κινήσεις για τη δημιουργία και διεύρυνση διεθνών συμμαχιών.

  • Η ενίσχυση της αποτρεπτικής δύναμης των Ενόπλων Δυνάμεων.

  • Η στάση της Ελλάδας ως προς το διάλογο με την Τουρκία.

Σχετικά με το πρώτο σκέλος, είναι ξεκάθαρη η πρόθεση της ελληνικής πλευράς να αναδείξει το ρόλο της Τουρκίας ως «ταραξία» στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, κάτι που αποτελεί πρόβλημα όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για την Ε.Ε. και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπιστεί. Η διεθνοποίηση του θέματος και οι συνεχείς επαφές του Κυριάκου Μητσοτάκη με ξένους ηγέτες έχουν ακριβώς την στόχευση της δημιουργίας των κατάλληλων συμμαχιών και την προσπάθεια απομόνωσης της Τουρκίας. Χρονικά η τελευταία επαφή του Πρωθυπουργού ήταν με τον Ντόναλντ Τραμπ, το βράδυ της Τετάρτης 26/8. Όπως ανέφεραν κυβερνητικές πηγές, ο Αμερικανός Πρόεδρος τηλεφώνησε στον Κυριάκο Μητσοτάκη προκειμένου να συζητήσουν τις τελευταίες εξελίξεις στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Σε αυτή την τηλεφωνική επικοινωνία ο κ. Μητσοτάκης έθεσε ξανά το ζήτημα των αποσταθεροποιητικών ενεργειών της Τουρκίας, που βάζουν σε κίνδυνο την ειρήνη και τη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή ενώ δοκιμάζουν επίσης τη συνοχή του ΝΑΤΟ.

Στο δεύτερο σκέλος της στρατηγικής της χώρας, στην ενίσχυση της αποτρεπτικής δύναμης της Ενόπλων Δυνάμεων, ο Πρωθυπουργός κατά τη δευτερολογία του στη Βουλή αναφέρθηκε στις ενέργειες που έχει κάνει η κυβέρνηση για την συνολική ενίσχυση της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας. Αυτή την στιγμή οι Ένοπλες Δυνάμεις είναι σε επιφυλακή, καθώς κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος με τον απρόβλεπτο Ταγίπ Ερντογάν και η πρόθεση της ελληνικής πλευράς είναι να θωρακιστούν στο μέτρο του εφικτού.

Σε ότι έχει να κάνει με το τρίτο σκέλος και την πρόθεση της ελληνικής πλευράς να προσέλθει στο τραπέζι του διαλόγου, η θέση της κυβέρνησης είναι σαφής και απόλυτη. Οι διερευνητικές συζητήσεις με την Τουρκία μπορούν να ξαναρχίσουν από εκεί που σταμάτησαν το 2016, μόνο εφόσον σταματήσει η προκλητικότητα της Άγκυρας. Κυβερνητικές πηγές διευκρινίζουν ότι η συζήτηση- εφόσον ξεκινήσει- θα αφορά το ένα και μοναδικό εκκρεμές ζήτημα: τον καθορισμό θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Και όπως υποστηρίζουν από την κυβέρνηση, εάν δεν είναι εφικτή μία διμερής συμφωνία, υπάρχει πάντα η επιλογή της επίλυσης των διαφορών στη Χάγη.

Αυτό που γνωρίζουν πολύ καλά στο κυβερνητικό επιτελείο είναι ότι απαιτούνται κινήσεις πολύ καλά μελετημένες και σε όλα τα επίπεδα, ώστε να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η ακραία στάση που επιδεικνύει η τουρκική πλευρά. Όπως έχουν δείξει μέχρι τώρα με τις κινήσεις τους οι Τούρκοι, ο κίνδυνος ενός θερμού επεισοδίου με απρόβλεπτες συνέπειες είναι υπαρκτός. Αρκεί να θυμηθεί κανείς το πρόσφατο επεισόδιο με τις φρεγάτες «Λήμνος» και «Κεμάλ Ρέις» και τη ζημιά που προκλήθηκε στο τουρκικό πλοίο, την πολύ πρόσφατη προσπάθεια τουρκικής ακταιωρού να εμβολίσει σκάφος του Λιμενικού κοντά στη Χάλκη, ακόμα και την ένταση στον Έβρο, πριν από μερικούς μήνες.

Στον αντίποδα λοιπόν αυτών των απροκάλυπτα προκλητικών τουρκικών ενεργειών, η ελληνική πλευρά επιχειρεί μέσω της διπλωματικής οδού να αποκλιμακώσει την κατάσταση. Προς αυτή την κατεύθυνση μπορούν να βοηθήσουν σε σημαντικό βαθμό οι συμφωνίες με Ιταλία και Αίγυπτο για την οριοθέτηση των ΑΟΖ. Όπως επισημαίνουν κυβερνητικές πηγές, πρόκειται για συμφωνίες που εδράζονται στο Διεθνές Δίκαιο, αναγνωρίζουν ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα σε όλα τα ελληνικά νησιά και παράλληλα διεμβολίζουν παράνομες ενέργειες στην περιοχή.

Σχετικά με την συμφωνία με την Ιταλία, πρόκειται για συμφωνία που στηρίζεται στο Δίκαιο της Θάλασσας και υιοθετεί τη μέση γραμμή ως μέθοδο χάραξης των ζωνών, αναγνωρίζοντας παράλληλα την επήρεια των νησιών στην οριοθέτησή τους. Σύμφωνα με ενημέρωση από την κυβέρνηση, ακολουθεί την οριογραμμή του 1977 και κατοχυρώνει την ταύτιση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ σε ό,τι αφορά το εύρος τους. Ειδικότερα για την απόφαση για επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στο Ιόνιο από τα 6 στα 12 μίλια, από την κυβέρνηση σημειώνουν ότι η Ελλάδα ακολουθεί σήμερα ενεργή διπλωματία, η οποία ξεδιπλώνεται σταδιακά.

Και τονίζουν ότι πρόκειται για την άσκηση ενός αδιαμφισβήτητου κυριαρχικού δικαιώματός μας, σύμφωνα με το άρθρο 3 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας. Ένα δικαίωμα, που -όπως είπε ο Πρωθυπουργός- η χώρα μας επιφυλάσσεται να ασκήσει μελλοντικά και σε άλλες θαλάσσιες περιοχές.

Κομβική όμως θεωρείται και η συμφωνία με την Αίγυπτο, καθώς όπως υπογραμμίζουν πηγές κοντά στον Κυριάκο Μητσοτάκη, οι ενέργειες της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, οι οποίες αμφισβητούν τα κυριαρχικά δικαιώματα άλλων χωρών και εδράζονται εν μέρει σε συναλλαγές με την κυβέρνηση της Τρίπολης, κατέστησαν επείγον ζήτημα την άμεση οριοθέτηση.

«Η συμφωνία με το Κάϊρο επιβεβαιώνει την ακυρότητα του παράνομου μνημονίου Τουρκίας - Τρίπολης και το ενταφιάζει», υποστηρίζουν γνώστες των διπλωματικών επαφών που είχαν προηγηθεί και προσθέτουν ότι τίποτα δεν εμποδίζει τη χώρα μας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια και σε αυτή την περιοχή, όποτε το κρίνει σκόπιμο.

Μετά από όλες αυτές τις διπλωματικές κινήσεις της Αθήνας, το ενδιαφέρον εστιάζεται στο πως θα αντιδράσουν άλλες δυνάμεις απέναντι στην ακραία στάση της Τουρκίας. Θα υπάρξουν κυρώσεις από την Ε.Ε. και αν ναι ποιες; Πάντως το θέμα φαίνεται να απασχολεί όλο και περισσότερο τους ευρωπαίους εταίρους. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ύπατος Εκπρόσωπος της ΕΕ για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής Ζοζέπ Μπορέλ, αναφέρει στο μπλογκ του ότι ”τον Αύγουστο, οι εξελίξεις πήραν μια ανησυχητική τροπή” και παράλληλα υπογραμμίζει ότι ”ο βασικός μας στόχος είναι και παραμένει να δείξουμε ισχυρή αλληλεγγύη στα κράτη μέλη της ΕΕ που απειλούνται, ενώ προσπαθούμε να μειώσουμε τις εντάσεις και να επιτρέψουμε στον διάλογο και τις διαπραγματεύσεις για την αντιμετώπιση των ζητημάτων, τα οποία είναι πολύ περίπλοκα”.