Πολλοί και πολλές περιμέναμε ανυπόμονα αυτή την συναυλία καθώς θα ήταν η πρώτη «μεγάλη», τόσο από πλευράς ποιότητας ρεπερτορίου όσο όμως και από τη δυνατότητα προσέλευσης ικανού – για τα δεδομένα της συγκυρίας πάντα – αριθμού θεατών, μιας πολύ δύσκολης χειμερινής σεζόν, δυσκολότερης ακόμα και από την περυσινή με την οποία ξεκίνησε η χρονιά του κορωνοϊού και βέβαια αναγκαστικά διακόπηκε. Δυστυχώς αρκετά νωρίς φάνηκε ότι έπρεπε να ξεχάσουμε την διά ζώσης παρακολούθηση και να αρκεστούμε στην streaming ζωντανή μετάδοση της αλλά η ανακοίνωση του νέου lockdown προκάλεσε προς στιγμή ανησυχία ότι ούτε καν αυτό δεν θα ήταν εφικτό. Ευτυχώς όμως τόσο όλοι οι συντελεστές της όσο και οι υπεύθυνοι του ΚΠΙΣΝ, ενάντια σε κάθε αντιξοότητα, επέμεναν στην πραγματοποίηση της και έτσι όσοι και όσες την παρακολουθήσαμε είχαμε την ευκαιρία να απολαύσουμε από τα σπίτια μας μια μουσική βραδιά αληθινά υψηλής αισθητικής και αυθεντικής συν-κινησιακής φόρτισης.
Στην αίθουσα Σταύρος Νιάρχος, την κεντρική της ΕΛΣ και σε παραγωγή/διοργάνωση του Κέντρου Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (το οποίο, λόγω της μη προσέλευσης κοινού, στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν είχε την δυνατότητα ούτε καν μιας στοιχειώδους απόσβεσης του κόστους μιας αρκετά δαπανηρής συναυλίας, κάτι που αξίζει να υπογραμμιστεί καθώς δεν είναι γνωστό σε όλους/ες και κυρίως κάθε άλλο παρά αυτονόητο και δεδομένο για έναν τέτοιο χώρο) η Ελένη Καραϊνδρου, υπό τον τίτλο «Τα κινηματογραφικά μου» και με ένα αρκούντως πολυμελές - για την συγκυρία και όχι μόνον – σύνολο παρουσίασε έναν σεβαστό αριθμό από τα θαυμάσια θέματα τα οποία έχει γράψει για πολλές ταινίες σπουδαίων Ελλήνων/ίδων μα και ξένων σκηνοθετών/ιδών.
Η ίδια ήταν παρούσα στη σκηνή σε ένα μεγάλο μέρος – όχι όμως σε όλη – την διάρκεια της συναυλίας παίζοντας πιάνο αλλά την διεύθυνση είχε αναλάβει ο Μίλτος Λογιάδης. Ο εξαίρετος αρχιμουσικός έδειξε για άλλη μια φορά το κυριότερο προτέρημα του, το να είναι δηλαδή πάντα εξαντλητικά «διαβασμένος» όχι απλά στην παρτιτούρα αλλά και πολύ βαθύτερα, στο προσωπικό ύφος και θα τολμούσα να πω και στην προσωπικότητα, ακόμα και στο ήθος των δημιουργών των έργων που διευθύνει. Ήδη από την εποχή της Ορχήστρας Των Χρωμάτων του Μάνου Χατζιδάκι ήταν φανερό ότι ο Μίλτος Λογιάδης, εκτός φυσικά από το να κατέχει άψογα το σύνολο σχεδόν του κλασικού ρεπερτορίου, είναι ένας από τους ελάχιστους μαέστρους μας οι οποίοι είναι πραγματικά ικανοί να διευθύνουν έργα σύγχρονων συνθετών/ιδών από την χώρα μας, είτε πρόκειται για οργανικά είτε για τραγούδια. Στη χρυσή ωριμότητα του πλέον είναι προφανές ότι το κάνει πια σε επίπεδο τελειότητας και απλά το απέδειξε για μιαν ακόμα φορά.
Αποσπάσματα λοιπόν από θαυμάσια έργα, στην πλειονότητα τους πολύ γνωστά, εκτελεσμένα άριστα από ένα σύνολο εκλεκτών σολίστ, τι περισσότερο να πεις από μουσικής πλευράς για αυτή τη συναυλία; Τίποτα, απλά την απολάμβανες καθώς όμως το έκανα μια σειρά από σκέψεις άρχισαν να δημιουργούνται στο μυαλό μου για το έργο της Ελένης Καραϊνδρου και ιδιαίτερα, εν προκειμένω, το κινηματογραφικό μέρος του – που πιθανότατα είναι και το μεγαλύτερο – τις οποίες πιστεύω ότι έχει νόημα και σημασία να τις καταγράψω εδώ. Θα ξεκινήσω από κάτι προσωπικό, αναγνώριζα φυσικά την αξία των ταινιών του αείμνηστου Θόδωρου Αγγελόπουλου αλλά δεν επικοινωνούσα μαζί τους. Αυτό άρχισε να συμβαίνει μόνον όταν άρχισε να γράφει τα soundtracks τους η Ε. Καραϊνδρου και στο πέρασμα του χρόνου όλο και περισσότερο. Ο τρόπος δηλαδή που αντιλήφθηκε, προσέλαβε και, πάνω από όλα, προσέγγισε μουσικά το έργο του μεγάλου σκηνοθέτη μου «ξεκλείδωσε» τις πόρτες για αυτό.
Γνωρίζοντας την αργότερα και μέσα από τις αρκετές συνεντεύξεις που της έχω πάρει αλλά και προσωπικές συζητήσεις μας δεν μου προκάλεσε έκπληξη όταν έμαθα ότι δεν έγραφε και δεν γράφει ποτέ μουσική για μια ταινία πάνω στα πλάνα της ή έστω βλέποντας κάποια που έχουν ήδη γυριστεί αλλά παράλληλα με τα γυρίσματα και σε αρκετές περιπτώσεις έχοντας τελειώσει την σύνθεση των θεμάτων της πριν καν αυτά αρχίσουν! Δεν είναι συμπτωματικό ότι η δημιουργός απεχθάνεται τον όρο «μουσική επένδυση ταινίας», ακόμα και soundtrack σε ένα βαθμό και προτιμά απλά να αποκαλεί το έργο της για το σινεμά κινηματογραφική μουσική. Κριτήριο της για το αν θα δεχτεί την πρόταση να γράψει την μουσική για μια ταινία είναι το σενάριο της. Επί της ουσίας όμως, περισσότερο ακόμα και από αυτό, είναι το αν θα επικοινωνήσει αληθινά με τον/την σκηνοθέτη/ιδα, αν θα δει κοινούς κώδικες στο έργο του/της με αυτούς του δικού της και, ακόμα βαθύτερα, αν τελικά βρει κοινά στοιχεία στην προσωπικότητα μα ακόμα και στην ψυχοσύνθεση του/της με των δικών της.
Αυτό βέβαια συνέβη περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, σχεδόν σε απόλυτο βαθμό στο πέρασμα του χρόνου, στη συνεργασία της με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Με το να προσεγγίζει τα συναισθήματα, τις σκέψεις και εντέλει την συνολική κοσμοθεωρία του/της δημιουργού της ταινίας για την οποία γράφει μουσική η Καραϊνδρου ήταν και αναδείχθηκε ακόμα περισσότερο ως η ιδανική μουσικός για τον, κατά βάση και στο μεγαλύτερο τμήμα του, συμβολικό κινηματογράφο του Αγγελόπουλου. Προς το τέλος της συνεργασίας τους (η οποία διακόπηκε μόνον από τον τόσο πρόωρο αλλά και άδικο θάνατο του Αγγελόπουλου σε αυτοκινητιστικό ατύχημα ενώ ήταν πεζός το ’12) αυτή η διαδικασία της συνεχούς αμοιβαίας «όσμωμσης» τους έφτασε σχεδόν σε δημιουργική ταύτιση. Στο «Μία Αιωνιότητα Και Μία Μέρα» του ’98 (με το οποίο ο Αγγελόπουλος απέσπασε το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Καννών) η συνθέτιδα κατόρθωσε κάτι εξαιρετικά σπάνιο για δημιουργό κινηματογραφικής μουσικής, τα θέματα της να συνυπάρχουν ισότιμα με τις εικόνες της ταινίας. Στο «Το Λιβάδι Που Δακρύζει» το οποίο τ ακολούθησε το ’04 προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, η μουσική της συνδιαμορφώνει ή και «καθοδηγεί» σε μερικές περιπτώσεις τα πλάνα, αλληλοσυμπληρώνεται με την ταινία, καταλήγοντας σχεδόν να την συν-δημιουργεί μαζί με τον μεγάλο σκηνοθέτη.
Αναλύοντας τα στοιχεία που καθορίζουν την κινηματογραφική μουσική της Καραϊνδρου και της δίνουν την απολύτως προσωπική ταυτότητα της δεν μπορούμε παρά να σταθούμε πριν από όλα στην βαθιά ελληνικότητά της. Είναι πρώτιστα ελληνική, στις καταβολές μα και στη φύση της, δίχως όμως να το διαλαλεί, ούτε καν δηλώνοντας οποιαδήποτε «υπερηφάνεια» για αυτό το γεγονός αλλά απλά βιώνοντας το ως απόλυτα φυσιολογικό. Ακριβώς για αυτό είναι ανοιχτή και δεν αποκλείει την αλληλεπίδραση με στοιχεία από σχεδόν οποιαδήποτε άλλη παραδοσιακή και λαϊκή μουσική και λόγιο ιδίωμα. Αυτή όμως είναι και η παράμετρος η οποία προσδίδει στην κινηματογραφική μουσική της, όπως πολύ σωστά λέει και η ίδια, την οικουμενικότητα την οποία ήδη έχε αποδειχθεί πανηγυρικά ότι διαθέτει.
Οπως όλοι οι μεγάλοι/ες δημιουργοί από οποιονδήποτε χώρο η Καραϊνδρου θυμάται αλλά δεν νοσταλγεί, ούτε καν αναπολεί. Κοιτάζει πίσω αλλά μόνο για να αντλήσει δύναμη ή και να διαπιστώσει λάθη με μόνο σκοπό να προχωρήσει μπροστά. Στο πλαίσιο αυτής της θεώρησης ακόμα και όταν γράφει μουσική για μιαν «ασπρόμαυρη», από πλευράς περιεχομένου και συναισθημάτων εννοείται, ταινία η μουσική της είναι «πολύχρωμη». Χρησιμοποιεί όλη την ηχοχρωματική παλέτα που έχει στη διάθεση του/της ένας/μια συνθέτης/ιδα, ορχηστρικά αλλά και παραδοσιακά όργανα, ελληνικά αλλά και μη κάποιες φορές, ακόμα και jazz όταν η έμπνευση της το επιβάλλει, ένα ιδίωμα δηλαδή εντελώς εκτός της παιδείας αλλά και της κουλτούρας της. Προσοχή όμως, δεν το κάνει για να «μασκαρέψει» οποιαδήποτε γκρίζα, μονόχρωμη πραγματικότητα αλλά για να την ομορφύνει λίγο, για να της δώσει κάτι από την πηγαία ομορφιά των χρωμάτων της φύσης, της ελληνικής φύσης μάλιστα, όπως τα έβλεπε μικρή από το παράθυρο του σπιτιού στον γενέθλιο τόπο της, το Τείχιο Φωκίδας. Η αισθητική απόλαυση δηλαδή, η οποία δεν μπορεί παρά να είναι πρώτιστο μέλημα καθενός και καθεμίας δημιουργού δεν λειτουργεί ερήμην του κοινού, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλη παράμετρο του έργου του/της και στην οποία εκείνη δίνει πολύ μεγάλη έμφαση.
Σε πιο εσώτερο επίπεδο η κινηματογραφική μουσική της Ε. Καραϊνδρου είναι καταρχήν εκ φύσεως τελετουργική, αποτέλεσμα πιθανότατα της έμφυτης πολύ μεγάλης αγάπης της για το θέατρο και ιδιαίτερα την αρχαία τραγωδία. Είναι κατανυκτική δίχως να γίνεται θρησκευτική παρά μόνον όταν το καλεί το θέμα της ταινίας, ανανήπτει δίχως όμως να μετανοεί για οτιδήποτε, λυτρωτική δίχως να ικετεύει για συγχώρεση και εντέλει καθαρτήρια χωρίς να χρειάζεται να εξαγνιστεί σε οποιαδήποτε πυρά εκτός εκείνης των αναπόφευκτων, μεγάλων ή μικρών, δεινών της ζωής. Επίσης παρότι μελαγχολική – ή ακόμα και θλιμμένη κάποιες φορές – στην πλειονότητα της δεν θρηνεί παρά μόνον αν το απαιτεί το σενάριο της ταινίας σε συγκεκριμένα σημεία της. Τι άλλο όμως μπορείς να κάνεις όταν λυπάσαι εκτός από το να πενθείς και, όπως όλοι/ες γνωρίζομε, το πρώτο στάδιο του πένθους είναι πάντα ο θρήνος;
Τον Μάρτιο του 2005 η Ελένη Καραϊνδρου παρουσίασε επί τρεις ημέρες στο Μέγαρο Μουσικής μιαν όχι συναυλία αλλά παράσταση καθώς τα θεατρικά και άλλα μη μουσικά στοιχεί της ήταν πολλά. Από μουσικής πλευράς κορμός αυτής της παράστασης ήταν το soundtrack της για «Το Λιβάδι Που Δακρύζει» που είχε προβληθεί/κυκλοφορήσει την προηγούμενη χρονιά. Το συνδύασε όμως και με την μουσική της για την παράσταση του Απλού Θεάτρου της τραγωδίας το Ευρυπίδη «Τρωάδες» και εκτενή αποσπάσματα από την μουσική της για το «Μία Αιωνιότητα Και Μία Μέρα» και επιλεγμένα θέματα από τις προηγούμενες ταινίες στις οποίες είχε συνεργαστεί με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Με βάση το θέμα του «Το Λιβάδι Που Δακρύζει» που ήταν η «κεντρική ιδέα» της παράστασης και με έμπνευση από έναν στίχο από τις «Τρωάδες» της έδωσε τον τίτλο «Η Ελεγεία Του Ξεριζωμού» (ή «Elegy Of The Uprooting» στην αγγλική εκδοχή του, όπως ήταν ο τίτλος του δίσκου με την ηχογράφηση της παράστασης που κυκλοφόρησε ένα χρόνο αργότερα). Μια ελεγεία λοιπόν για την βίαιη απομάκρυνση από την γενέθλια, την πατρώα γη...Ηδη όμως από τότε που παρακολούθησα την παράσταση άρχισα να σχηματίζω μιαν άποψη που εδραιώθηκε και έγινε βεβαιότητα με μερικές ακροάσεις του CD τα επόμενα χρόνια.
Κατά τη γνώμη μου δηλαδή ο φυσικός/τοπικός ξεριζωμός είναι μόνον ένα επίπεδο αυτού του έργου, αφού ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζουμε πλέον την συγκεκριμένη παράσταση. Πιθανόν δίχως να το συνειδητοποιεί καν, τουλάχιστον για αρκετό καιρό μετά την πραγματοποίηση της παράστασης, θέμα της δημιουργού ήταν επίσης κι αρκετοί άλλοι και διαφορετικοί μεταξύ τους «ξεριζωμοί», η απώλεια – φυσική και μη – ανθρώπων αλλά ακόμα και καταστάσεων και συναισθημάτων μα και οι ανάλογες απώλειες (ή ακόμα και ματαιώσεις και διαψεύσεις) άλλων, δικών μας ανθρώπων και τελικά με όλες αυτές τις μεγαλύτερες ή μικρότερες απώλειες υπό μιαν έννοα να συντείνουν, να συγκλίνον και, παράδοξα ίσως, να συναποτελούν μία και μοναδική, την χειρότερη και πλέον οδυνηρή, την λιγότερο ή περισσότερο βίαιη απομάκρυνση από τον ίδιο τον εαυτό μας, την πλήρη σε ορισμένες περιπτώσεις αποξένωση μας από τον άνθρωπο που ήμασταν ή ακόμα και θα μπορούσαμε να είχαμε γίνει. Ο πόνος που προκαλεί αυτός ο «ξεριζωμός» είναι βαθύς και ανείπωτος και προκαλεί στον άνθρωπο μια πάρα πολύ έντονη επιθυμία, έναν πόθο μάλλον που ισχυρότερος το μπορεί ίσως να είναι μόνον ο ερωτικός για έναν άλλο άνθρωπο, το να ξαναβρεί αυτόν, τον αληθινό εαυτό του ή να γίνει επιτέλους εκείνος. Για αυτή λοιπόν τη κεφαλαιώδη απώλεια και αντίστοιχα τον ασυγκράτητο πόθο να αναπληρωθεί είναι που επί της ουσίας έγραψε η Καραϊνδρου την Ελεγεία της.
Ποια είναι όμως η διαφορά της ελεγείας και του θρήνου; Ο θρήνος, όπως προανέφερα, δεν είναι παρά μόνον ένα «μοιρολόι» που εκφράζει το πένθος ενώ η ελεγεία έχει και μιαν επιπλέον υμνητική διάσταση. Η εν λόγω ελεγεία είναι ένας βουβός, ίσως και πληγωμένος, δοξαστικός παιάνας για την αδάμαστη ψυχική δύναμη του ανθρώπου να ξανασηκώνεται όρθιος ακόμα και όταν γύρω του δεν έχουν απομείνει παρά μόνο συντρίμμια, σε κάποιες εξαιρετικές περιπτώσεις ακόμα και να ανυψώνεται πάνω από αυτά και να αρχίζει να βαδίζει ξανά – ή να πετάει, με την μεταφορική έννοια της λέξης – με το βλέμμα του προσηλωμένο σε κάτι που αρχικά δεν φαίνεται όμως σιγά – σιγά παύει να είναι αόρατο και αποκτά σχήμα και το όνομα ελπίδα.
Είναι αυτό ακριβώς το στοιχείο, το ότι τολμά να αναμετράται διαρκώς με ένα από τα πλέον έμφυτα προβλήματα της ανθρώπινης υπόστασης και να προτείνει το - κατά την ίδια πάντα – «αντίδοτο» σε αυτό, που καθιστά το σύνολο του έργου της Καραϊνδρου και βέβαια και το πολύ σημαντικό, ποσοτικά αλλά και ποιοτικά, κινηματογραφικό μέρος του τόσο βαθιά και απόλυτα ουμανιστικό όσο ελάχιστων άλλων ομότεχνων της από την Ελλάδα αλλά και διεθνώς. Το ότι δεν προσφέρει μόνον υψηλοτάτου επιπέδου αισθητική απόλαυση αλλά επίσης παραμυθεί, ό,τι περισσότερο και ανώτερο μπορεί να επιτύχει οποιοσδήποτε/αδήποτε δημιουργός. Πώς το κατορθώνει; Με έναν απλούστατο και ίσως τον μοναδικό τρόπο, εστιάζοντας σε όλες τις διαστάσεις του έργου της, την φόρμα, το περιεχόμενο αλλά ακόμα και τα μέσα (όργανα) που χρησιμοποιεί και ολοένα αυξάνει, στα πάρα πολλά που φέρνουν εγγύτερα και εντέλει ενώνουν τους ανθρώπους από τα πολύ λιγότερα μεν αλλά τόσο άσχημα και δυσμενή τα οποία δυστυχώς τους χωρίζουν.
Αν λοιπόν επί τόσα χρόνια οφείλουμε στην Ελένη Καραϊνδρου ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ για την αισθητική τέρψη που μας χαρίζει στη συγκεκριμένη συγκυρία στην οποία αυτά που χωρίζουν τος ανθρώπους έχουν αρχίσει να γίνονται ακόμα πιο έντονα και ισχυρά, τόσο στη χώρα μας (ας θυμηθούμε μόνον όσα συνέβησαν και ειπώθηκαν στο τέλος της δίκης της Χρυσής Αυγής) αλλά και διεθνώς (η πανδημία πο επιβάλλει την φυσική απόσταση μας από τους άλλους καθώς είναι από τπυς κυριότερους τρόπους προφύλαξης από αυτήν) δεν θα διστάσω να πω ότι στους/στις λίγους/ες εκλεκτούς/ές δημιουργούς όπως εκείνη που προσφέρουν βάλσαμο στην ψυχή μας και ταυτόχρονα μας κάνουν να προσεγγίζουμε ενάντια στους όποιους παράγοντες μας απομακρύνουν πρέπει να είμαστε ακόμα και ευγνώμονες! Το μόνο που έχω να προσθέσω είναι ότι ένας πολύ σοβαρός επιπλέον λόγος που, όπως όλοι και όλες, ανυπομονώ ο κορωνοϊός να αρχίσει να ελέγχεται, έστω σε κάποιο βαθμό, και να επιστρέψουμε σε μια σχετική κανονικότητα όσον αφορά στα πάντα, άρα και στις κινηματογραφικές προβολές, είναι για να μπορέσω να ακούσω επιτέλους την μουσική που έγραψε για την νέα ταινία του σπουδαίου Αμερικανού σκηνοθέτη Τέρενς Μάλικ «The Way Of The Wind».