«Οι χθεσινές δηλώσεις του διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου, Χάρτγουιγκ Φίσερ, είναι ατυχείς, αν όχι απαράδεκτες, για έναν ουμανιστή επιστήμονα. Μαρτυρούν εσκεμμένη, τουλάχιστον, άγνοια των αρχαιολογικών και των ιστορικών δεδομένων που αφορούν στον Παρθενώνα. Ο Φίσερ προφανώς, παραγνωρίζοντας τη σημασία και τους κανόνες της ηθικής των μνημείων, αλλά και των μουσείων, προσβάλλει όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά και τον θεσμό, τον οποίον ο ίδιος εκπροσωπεί» σχολίασε η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη απαντώντας σε ερωτήσεις δημοσιογράφων σχετικά με επιστολή του διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου στους Sunday Times για τα Γλυπτά του Παρθενώνα.
Σε ανοικτή επιστολή του με τίτλο «Οι Έλληνες θα έπρεπε να χαίρονται που έχουμε τα Μάρμαρα» (1η Μαρτίου 2020), ο Χάρτγουιγκ Φίσερ απαντά σε άρθρο της Σάρα Μπάξτερ στην ίδια εφημερίδα (23/2/2020), με το οποίο η δημοσιογράφος ζητά από τον Μπόρις Τζόνσον να επιστρέψει τα Γλυπτά του Παρθενώνα στην Αθήνα «γιατί εκεί ανήκουν».
«Τα Γλυπτά του Παρθενώνα είναι θραύσματα χαμένου συνόλου που δεν μπορούν να επανενωθούν/επανατοποθετηθούν. Μόνο το 50% περίπου των αρχικών γλυπτών επιβιώνουν από την αρχαιότητα. Ο Παρθενώνας έχει γίνει ένα ευρωπαϊκό μνημείο, ακριβώς επειδή τα γλυπτά του είναι ορατά όχι μόνο στην Αθήνα αλλά στο Λονδίνο και σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Το δημόσιο όφελος από αυτή τη διανομή και το τι σημαίνει για την κοινή πολιτιστική μας κληρονομιά είναι αυτονόητο και κάτι για το οποίο πρέπει να πανηγυρίζουμε» γράφει στην επιστολή του μεταξύ άλλων, ο διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου.