Πολλές φορές αναρωτάμαι εγώ ο ίδιος, πως είναι δυνατόν να σε συγκινεί μία εποχή την οποίαν δεν έζησες. Μία εποχή που φτάνει ως τις ημέρες μας σαν τα απόνερα ενός φασματικού πλοίου. Του πλοίου του χρόνου που περνά και που αφήνει εντός της συλλογικής ψυχής μίαν αύρα θετική, μίαν ονειροπόληση που φέρνει μνήμες οχι απαραιτήτως βιωματικές ημών, αλλά πάντοτε μνήμες άξιες να τις ανασκάπτουμε με αγάπη και ιδιαίτερην φροντίδα και να τις φέρνουμε και πάλι εντός μας με τρυφερότητα.
Και είναι αυτή η νοσταλγία προς έναν φασματικό τόπο όπου δεν έζησες κατά σάρκαν ποτέ εσύ ο ίδιος, ίσως και η δύναμις όλων αυτών των ενθυμήσεων αι οποία και χορδίζουν το εν υπνώσει ενίοτε ένστικτον της καλαισθησίας εντός μας. Είναι μία δύναμη την οποίαν χαρακτηρίζω πάντοτε ως «ήρεμη δύναμη» η οποία όμως δύναται να συνταράξει ακόμη και εμάς τους σύγχρονους νεοέλληνες, τους χαμένους η αλήθεια μέσα στην ακαλαισθησία, μέσα στην ρηχότητα των πραγμάτων μας δημοσίων και ιδιωτικών, μέσα στην φθορά της καθημερινότητας και που η αναμόχλευσις τούτη, φέρνοντας και τις απαραίτητες συγκρίσεις, ίσως και να μας ενοχλεί εμάς τουλάχιστον όπου ζούμε τόσο εις το παρόν όσο και στο ωραίον παρελθόν, περισσότερο.
Σπανιότατες οι στιγμές όπου η διαδικασία τούτης της αναπόλησης ενεργοποιείται εδώ, στον σημερινό κόσμο της ύλης, έναν κόσμο ο οποίος ομοιάζει να έχει χάσει ίσως και για πάντα το ευαίσθητο, το αληθινό του κομμάτι ή ίσως για εμάς τους κάπως αισιόδοξους τούτο εν υπνώσει να ευρίσκεται, σήμερα στην εποχή της εικόνας και των λάθος προτύπων μιάς υπερτεχνολογικής επανάστασης δίχως σαφή σκοπό και το κυριότερο προορισμό.
Ας ελπίσουμε δέ πάντως, πως τούτη η στροφή της ανθρωπότητος δεν θα δράσει εναντίον της στα χρόνια που έρχονται με ή δίχως εμάς μιάς και η ζωή με κάθε τρόπο, συνεχίζεται.
Μία λοιπόν εκ των σπανιοτάτων τούτων στιγμών εβίωσε ο υποφαινόμενος σε έναν χώρο που η μοίρα το έφερε να τον υπηρετεί. Έναν χώρο ο οποίος πάντοτε φιλοξένησε και φιλοξενεί και θα φιλοξενήσεις εις το μέλλον εγγύς και απώτερον, οτι αρτιότερο, οτι πνευματικότερο έχει να επιδείξει αυτή η χώρα τα τελευταία σχεδόν 160 χρόνια (έτος ιδρύσεως του ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ το θέρους του μακρινού 1865), εις τον ωραίον, τον υπερπολύτιμο, τον πνευματικό ναό αυτόν της μεγάλης αιθούσης εκδηλώσεων του Φιλολογικού Συλλόγου «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ».
Την προτεραίαν Κυριακή, ήτοι στις 23 του Φεβρουαρίου τρέχοντος έτους, ο εξαίρετος καλλιτέχνης και άνθρωπος, ο στοχαστικός, μειλίχιος, ο άνθρωπος ο οποίος ενσαρκώνει θα έλεγε κανείς στις ημέρες μας αυτή την «ήρεμη δύναμη» όπου πρεσβεύει η εποχή την οποίαν καλλιτεχνικώς τόσες δεκαετίες υπηρετεί πιστά, ο κ. Δαυίδ Ναχμίας επαρουσίασε μίαν εξαιρετική εκδήλωση αφιερωματική προς τον έναν και μοναδικόν καλλιτέχνη πρό του μεγάλου δεύτερου πολέμου, έναν άνθρωπο ο οποίος υπήρξε τυχερή η χώρα όπου τον είχε για όσο χρόνο τον είχε εις την διάθεσιν της, ώστε να μαγεύει το τότε κοινό της μεσοπολεμικής Αθήνας, τον Κλέωνα Τριανταφύλλου γνωστότερον ως Αττίκ, όπου είχαμε όλοι μας την λαμπρά ευκαιρία, παλαιότεροι και νεότεροι θα μετέλθουμε των έργων του επί δίωρο, εν εκ των ωραιότερων δύο ωρών των τελευταίων ετών εις τα καλλιτεχνικά πράγματα μας.
Έργα εκτελεσθέντα μετά πάσης αρτιότητος, έργα εις τα οποία πέραν απο την τεχνική αυτή απαραίτητον αρτιότητα, ο κ. Ναχμίας εκατέθεσε και την ψυχήν του ακόμη. Ψυχήν εξαιρετικώς καλαίσθητον και ευαίσθητη, φέρνοντας με τον ωραιότερο τρόπο στις ημέρες μας, την μεσοπολεμική αύρα της ελληνικής εργογραφίας του Αττίκ (διότι ο Αττίκ επέρασε και με τεράστια επιτυχία και απο την Ευρώπη της ύστερης Belle Epoque είναι η αλήθεια) και καθιστώντας εφικτή τούτη την αδιόρατη επικοινωνία αναμεταξύ του αρχικού δημιουργού και του κοινού της Κυριακής.
Κοινού το οποίον δεν θα ήτο ποτέ δυνατόν να γνωρίσει μήτε ο ίδιος ο Αττίκ, αλλά και φυσικώς μήτε το ίδιο το κοινόν μιάς και το χάσμα του πανδαμάτωρος χρόνου, καθιστά το ίδιο αυτό το γεγονός αδύνατον.
Όμως εκεί όπου το αδύνατον ομοιάζει ως αδύνατον, υπάρχουν άνθρωποι - δέκτες άμεσοι των μηνυμάτων του αρχικού δημιουργού, οι οποίοι δρούν ως η γέφυρα αναμεταξύ του “τότε” και του “τώρα”. Γέφυρες στιβαρές, πολιτισμικών αξιών όπου διαπερνά ο χρόνος και ο τόπος ενίοτε. Γέφυρες πολιτισμού ως ο κ. Δαυίδ Ναχμίας.
Μαζί του επίσης ας μην λησμονεί κανείς, υπήρξε και η καλλίφωνος νέα καλλιτέχνις μας η δις Χριστίνα Σαμαρά, η οποία και εκείνη με την σειρά της απέδωσε τα έργα τούτα με δυναμισμόν αλλά και ευαισθησία και έκαμε η αλήθεια μίαν πολύ καλή εντύπωση δίνοντας ελπίδες σαφείς τόσο για το μέλλον το δικό της εις τα καλλιτεχνικά πράγματα όσο και για τα καλλιτεχνικά πράγματα της χώρας μας τα ίδια.
Ο Αττίκ ως δημιουργός, δεν υπήρξε μόνον ένας φοβερά εκπαιδευμένος μουσικός και συνθέτης. Υπήρξε μία εποχή ολάκερη ο ίδιος ο οποίος φέρνοντας την αύρα των καλών παλιών των εν Παρισίοις εποχών ακολουθώντας την δεύτερη καριέρα του εδώ στον τόπο που γεννήθηκε κυρίως μεσοπολεμικά, σημάδεψε λίαν εντόνως την εποχήν του με νότες ευαισθησίας, με προσωπική αλήθεια και κατάθεση βιωματικών εμπειριών αλλά και με ενσυναίσθηση. Αξίες οι οποίες σήμερα τείνουν να λησμονηθούν.
Έν μνημείον αξιών λοιπόν, νοερώς εστήθηκε την προτεραίαν Κυριακήν εις το μέγαρον του παλαιού μα κραταιού ακόμη εις την συνείδησιν του υποφαινομένου και πολλών άλλων βεβαίως, πνευματικού και καλλιτεχνικού οχυρού του «ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ», τον οποίον και ο υποφαινόμενος υπηρετεί σιωπηρώς ορισμένα χρόνια τώρα κατά το πρόσταγμα της μοίρας.
Ο Αττίκ υπήρξε μία εποχή ολάκερη. Και από ετούτη την σκέψη ορμώμενος ενθυμούμαι λές και ήταν χθές, κάπου προ ετών όταν εσημείωνα την παρατήρηση πως την ημέρα οπου εκείνο το γερμανικό κτήνος εράπισε κατάμεσής του δρόμου εκείνον τον εξαιρετικό καλλιτέχνη, κάτι που τον οδήγησε ως ένα πικρό κερασάκι σε μιά ολόπικρη τούρτα αυτή της γερμανικής κατοχής αλλά και της καλλιτεχνικής του σχεδόν απαξίας του, τον θάνατο της λατρεμένης του μητρός αλλά τις γιγνώσκει δια να είπει, άλλων παραγόντων εις την αυτοχειρίαν το ίδιο εκείνο βράδυ του Αυγούστου του 44, εκείνος ο κτηνώδης ανθρωπόμορφος δεν εράπισε μόνον τον Αττίκ, αλλά και ολάκερη την εποχή του. Απο την απόλυτη ευαισθησία εις την απόλυτον κτηνωδίαν ολαταχώς έκτοτε μα πάντοτε επίσης και με μιάν ελπίδα έστω και μιάς πνευματικής ανατάσεως κατά το λατινικόν DUM SPIRO SPERO.
Τουλάχιστον την προτεραίαν Κυριακήν ο «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ» έζησε εκ νέου στιγμές αίγλης. Στιγμές πνευματικής αγαλλίασης και καλαισθησίας διαμέσου του οράματος του κ. Δαυίδ Ναχμία στο να δρά εν πλήρη συναίσθηση, ως ο πνευματικός εκείνος κρίκος ανάμεσα σε εμάς και το τότε. Τον ωραίο μεσοπόλεμο, τον έμπλεο αγνών και ειλικρινών αισθημάτων.
Τότε ο Αττίκ. Σήμερα ο κ. Ναχμίας μας φέρουν την αύρα ενός ανέμου ο οποίος φυσά γλυκόπνοα εντός των ψυχών μας και μας κάμει ολοένα και καλύτερους εάν δυνάμεθα και θέλουμε βεβαίως να τον αισθανθούμε ως τα μύχια του ψυχικού μας κόσμου.
Το πόση «ήρεμη δύναμη» διαθέτουν τούτα τα τραγούδια, το εννόησε σαφώς ο υποφαινόμενος ο ίδιος και ενταύθα το καταθέτει μετά πάσης ειλικρινείας και με συγκίνηση αυθεντική.
Όλη η πλατεία να σιγοτραγουδά Αττίκ.
Έστω και έπειτα από 140 χρόνια από την γέννηση του, με άλλους δέκτες τούτη την φορά, το μήνυμα σαφώς και ελήφθη εκ νέου...
«ΑΓΑΠΑΤΕ ΤΑ ΖΩΑ, ΤΟΝ ΑΤΤΙΚ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΟΥΣ»
(Παρμένο τούτο από την ιστορική «Μάντρα» του Αττίκ)