Πρόλογος - η Ιστορική συγκυρία
Η Ελλάδα έβγαινε ρημαγμένη οικονομικά, αλλά πρωτίστως ηθικά, από την στρατιωτική συντριβή του ατυχούς πολέμου του 1897 και της διεθνούς οικονομικής εποπτείας που ακολούθησε. Η ήττα είχε απογοητεύσει μεγάλο τμήμα της Ελληνικής κοινής γνώμης, καθώς είχε αναδείξει με δεικτικό τρόπο την αδυναμία του Ελληνικού Βασιλείου να αντιπαρατεθεί στρατιωτικά εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και την πρακτική αδυναμία του να πραγματώσει την Μεγάλη Ιδέα. Οικονομικά η Χώρα ήταν ουσιαστικά χρεοκοπημένη και χωρίς ελπίδα ανάκαμψης ορατή στο άμεσο μέλλον, καθώς οι σημαντικότεροι δημόσιες πρόσοδοι λαμβάνονταν απευθείας από τους Διεθνείς δανειστές της. Είναι επίσης γεγονός ότι ο αλυτρωτισμός των Ελλήνων έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και η γενικότερη Ελληνική πολιτική είχε αμαυρώσει την εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό, καθώς την εμφάνιζε ως μόνιμο ταραχοποιό της περιοχής.
Ο ορισμός των μεσοολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1906, ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την Ελλάδα να ανατρέψει το εις βάρος την σκηνικό όπως αυτό είχε διαμορφωθεί. Οι μεσοολυμπιακοί αγώνες ήταν ένας βραχύβιος θεσμός που προέκυψε μετά από αίτημα της Ελλάδας να διοργανώνονται μόνιμα αγώνες στην Αθήνα, στο μεσοδιάστημα δύο διαδοχικών Ολυμπιακών διοργανώσεων. Αρχικώς οι αγώνες θα διεξάγονταν το 1902, αλλά τα δημοσιονομικά κενά της Ελλάδας ανάγκασαν τους διοργανωτές να ορίσουν ως έτος διεξαγωγής τους το 1906. Είναι γεγονός ότι η ιδέα για μια ενδιάμεση Ολυμπιάδα αποκλειστικά στην Ελλάδα δεν ενθουσίαζε την Ολυμπιακή επιτροπή και τον Ντε Κουπερτέν, οι οποίοι προσπάθησαν εξ αρχής να υποβαθμίσουν τον θεσμό και να μην διευκολύνουν την επιτυχή οργάνωση των αγώνων. Μάταια...
Η οργάνωση των Αγώνων και η διεθνής συμμετοχή
Η άψογη διεξαγωγή των Αγώνων μεταβλήθηκε σε Εθνική υπόθεση για τους Έλληνες. Αν και τα οικονομικά της χώρας δεν ήταν σε καλή κατάσταση, έγιναν μεγάλες προσπάθειες για την συντήρηση των αθλητικών εγκαταστάσεων και του Παναθηναϊκού Σταδίου. Για την οικονομική ενίσχυση των Αγώνων το ελληνικό κράτος εξέδωσε ειδική σειρά γραμματοσήμων, που απέφεραν το σημαντικό για την εποχή ποσό των 400.000 δραχμών, χάρις τον ενθουσιασμό των ιδιωτών.
Όλα τα μέλη της Ελληνικής Βασιλικής οικογένειας κινητοποιήθηκαν ώστε οι προετοιμασίες να ολοκληρωθούν εγκαίρως. Ειδικά για τους αγώνες, η Αθήνα και ο Πειραιάς διακοσμήθηκαν με λουλούδια, πολύχρωμους λαμπτήρες, σημαίες, θυρεούς όλων των εθνών και επιγραφές σε όλες τις γλώσσες. Με την έλευση των αθλητών και των επισκεπτών, η πρωτεύουσα της Ελλάδας μεταμορφώθηκε -σύμφωνα με τις διηγήσεις της εποχής- σε μια «νέα Βαβυλώνα», μια «μικρά υφήλιο». Υπολογίζεται ότι 20.000 φίλαθλοι έφθασαν στην Αθήνα απ′ όλο τον κόσμο για να παρακολουθήσουν τους αγώνες, διαφημίζοντας την χώρα παγκοσμίως.
Οι αγώνες από την πρώτη στιγμή κίνησαν το διεθνές ενδιαφέρον που εκφράστηκε με την αποστολή επισήμων και δημοσιογράφων. Συμμετείχαν αποστολές αθλητών από 18 χώρες που συνοδεύονταν από εκπροσώπους αθλητικών σωματείων αλλά και ανώτερους κρατικούς αξιωματούχους του κάθε κράτους. Ανάμεσα τους αθλητές από την Αμερική, την Αγγλία, την Ιταλία, την Σουηδία, την Αυστρία, την Γερμανία, την Ουγγαρία και φυσικά την Γαλλία.
Οι διεθνείς αθλητικοί αγώνες ήταν μια ιδέα που είχε ωριμάσει στα τέλη του 19ου αιώνα ανάμεσα στις ελίτ των περισσοτέρων Ευρωπαϊκών Χωρών, ενώ ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στις τάξεις των μελών των Βασιλικών οικογενειών. Ο διεθνής αθλητισμός και στο πλαίσιο του και οι Ολυμπιακοί Αγώνες, παρουσιαζόταν ως ένας θεσμός που προήγαγε την διακρατική συνεργασία, την διαπολιτισμική επαφή και συνεπακόλουθα την Διεθνή ειρήνη, που πάντως εκείνη την εποχή δεν έμοιαζε να απειλείται ιδιαίτερα, παρά την ένταση του διεθνούς οικονομικού ανταγωνισμού.
Έτσι και η ελληνική Ολυμπιάδα συγκέντρωσε το Διεθνές ενδιαφέρον που εκφράστηκε με ενθουσιώδη μηνύματα κορυφαίων Ευρωπαίων πολιτικών (Κλεμανσώ κτλ.) αλλά και με την παρουσία, έστω για 48 ώρες, του Βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου VII και της συζύγου του Βασίλισσας Αλεξάνδρας, παρουσία που αποτέλεσε μεγάλη ελληνική επιτυχία και ερμηνεύτηκε και ως κίνηση στήριξης της Αγγλίας προς την Ελλάδα και την ελληνική Βασιλική οικογένεια. Τρεις μέρες πριν την έναρξη των αγώνων, οι διεθνείς αποστολές των αθλητών ξεκίνησαν να καταφθάνουν με πλοία στο λιμάνι του Πειραιά, στο οποίο ο συνωστισμός των πλοίων ήταν πρωτοφανής. Την προπαραμονή της έναρξης των αγώνων μόνο, ήρθαν στην Αθήνα ατμοπλοϊκώς πάνω από 3.000 ξένοι, νούμερο εντυπωσιακό για την εποχή εκείνη.
Οι ελληνικές Αρχές κατέβαλλαν φιλότιμες προσπάθειες για την στέγαση, σίτιση και την εν γένει φιλοξενία των αθλητών σε μια περιοχή κοντά στην Αρχαία Πνύκα, τοποθεσία που επιλέχθηκε με σοφία, καθώς το μεγαλειώδες Αρχαίο σκηνικό της περιοχής, λάμπρυνε την όλη διοργάνωση και την περιέβαλλε με μια στίλβη μεγαλείου αλλά και απλότητας. Είναι αλήθεια πάντως ότι κάποιοι αθλητές αντιμετώπισαν προβλήματα στην διατροφή τους, στην έλλειψη χώρου, αλλά και λόγω του θορύβου στην ευρύτερη περιοχή και έτσι αναζήτησαν καταλύματα στην πόλη.
Οι αγώνες όμως ήταν και μια αναβάπτιση του ελληνικού Βασιλείου στην ιδέα του Ελληνισμού αλλά και στην ιδέα ενοποίησης όλων των σκλάβων αλύτρωτων περιοχών. Στους Αγώνες συμμετείχε αντιπροσωπεία αθλητών από την Κρήτη που βρισκόταν υπό Διεθνή Αρμοστεία με Έλληνα ύπατο αρμοστή, με το όνειρο της πολυπόθητης Ένωσης να μοιάζει πιο πολύ από ποτέ χειροπιαστό. Επίσης συμμετείχαν στους αγώνες αθλητές από την Κύπρο και από την Σμύρνη, γεγονός που σχολιάστηκε ευμενώς από της εφημερίδες της εποχής. Εκτός αυτών όμως τους Έλληνες φιλάθλους περίμενε άλλη μια μεγάλη έκπληξη: η συμμετοχή αθλητών και της ποδοσφαιρικής ομάδας του ”ομίλου φιλόμουσων” (του μετέπειτα Ιστορικού αθλητικού σωματείου Ηρακλή Θεσσαλονίκης), οι οποίοι συνοδεύονταν και από την φιλαρμονική του συλλόγου Μοναστηρίου.
Η αποστολή ξεκίνησε από την Θεσσαλονίκη και στην στάση της στον Βόλο αποθεώθηκε από τους ντόπιους. Οι αποστολές αθλητών από τον αλύτρωτο Ελληνισμό έγιναν αντικείμενο λατρείας από τους Αθηναίους στις επόμενες μέρες και ήταν συχνές οι εκδηλώσεις συλλόγων με τιμώμενα πρόσωπα τους αθλητές, ενώ εκφωνούνταν λόγοι υπέρ του Ελληνισμού και της Εθνικής του αποκατάστασης κυρίως από τον Νεοκλή Καζάζη.
Η πρώτη ημέρα των Αγώνων - η μεγαλειώδης έναρξη
Η ημέρα της έναρξης των Αγώνων στις 22 Απριλίου, ήταν αναμφίβολα η σημαντικότερη των Αγώνων. Στην Αθήνα είχαν συρρεύσει φίλαθλοι όχι μόνο από την Αττική, αλλά κυριολεκτικά από όλη την Ελλάδα. Το στάδιο ήταν ασφυκτικά γεμάτο με πάνω από 100.000 φιλάθλους, πολύς κόσμος συνωστιζόταν στην γύρω περιοχή και στην είσοδο του σταδίου για να δει την είσοδο των αθλητών και ο ενθουσιασμός όλων βρισκόταν στο κατακόρυφο. Στα επίσημα θεωρεία εκτός των πρεσβευτών, των μελών της ΔΟΕ και άλλων επισήμων, ήταν όλη η ελληνική βασιλική οικογένεια καθώς και οι Βασιλείς της Αγγλίας.
Οι αθλητές εισέρχονταν ανά εθνικότητα στο στάδιο χαιρετούσαν τα πλήθη περπατούσαν κυκλικά το στίβο και στέκονταν ενώπιον των επισήμων όπου έκαναν μια βαθιά υπόκλιση σεβασμού. Όλοι οι ξένοι αθλητές ήταν πολύ ενθουσιασμένοι με την παρουσία του κόσμου, φώναζαν και χειρονομούσαν υπέρ της Ελλάδας με τις λίγες Ελληνικές λέξεις που είχαν μάθει και ολοφάνερα απολάμβαναν την στιγμή της αποθέωσης τους από το κοινό.
Αλλά η μεγάλη στιγμή της διοργάνωσης, η κορύφωση της θα λέγαμε, ήταν η είσοδος των Ελλήνων αθλητών στο Στάδιο, καθώς μαζί τους εισήλθαν και οι αθλητές από την Κρήτη, την Κύπρο, την Σμύρνη και την Θεσσαλονίκη, κατά την γνώμη μου, μια από τις κορυφαίες στιγμές του Ελληνισμού μετά το 1821. Ο συμβολισμός του ενωμένου πολιτισμικά Ελληνισμού ενώπιον της παγκόσμιας κοινής γνώμης ήταν ένα μεγαλειώδες θέαμα που έκανε κάθε ταπεινωμένη Ελληνική καρδιά να σκιρτήσει.
Για πρώτη φορά μετά την εθνική ταπείνωση του 1897, οι Έλληνες ελπίζουν ξανά στην εθνική τους αποκατάσταση. Οι Κρήτες αθλητές φορούν τις παραδοσιακές τους φορεσιές, ενώ οι αθλητές από την Θεσσαλονίκη το μπλε και το άσπρο που δημιουργούσαν τους αυτονόητους συνειρμούς στους παριστάμενους, αποχρώσεις που φέρουν οι αθλητές του Ηρακλή Θεσσαλονίκης έως και σήμερα. Καθώς από τους 883 αθλητές που έλαβαν μέρος στους Αγώνες οι μισοί ήταν Έλληνες, η είσοδος της Ελληνικής ομάδας στο Παναθηναϊκό Στάδιο διήρκεσε πολλαπλάσιο χρόνο από τις προηγούμενες εισόδους και κατέλαβε όλο τον στίβο του σταδίου. Οι Έλληνες αθλητές περπατούσαν με υπερηφάνεια και τάξη στο στάδιο πίσω από την ελληνική σημαία, ενώ ο κόσμος στις κερκίδες παραληρούσε αποθεώνοντας τους. Η Ελλάδα ανέπνεε πάλι!
Αμέσως μετά από την σύντομη αλλά συγκινητική αυτή τελετή, ο Διάδοχος Κωνσταντίνος διάβασε ένα σύντομο χαιρετισμό, ακούστηκε ο Ολυμπιακός ύμνος και ο Βασιλιάς Γεώργιος κήρυξε την έναρξη των Αγώνων. Αμέσως μετά οι αθλητές εκκένωσαν το στάδιο και ξεκίνησαν τα αγωνίσματα του στίβου. Ο τρόπος διεξαγωγής των αγωνισμάτων καθοριζόταν από τους Ελλανοδίκες που καθόριζαν σε μεγάλο βαθμό τις νόμιμες τεχνικές που μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν οι αθλητές ώστε να φτάσουν στην νίκη.
Σε όλα τα αγωνίσματα οι Ελλανοδίκες αποδείχθηκαν πολύ κατώτεροι των περιστάσεων καθώς δεν γνώριζαν επαρκώς τους κανονισμούς, ενώ και η συνεννόηση με τους ξένους αθλητές γινόταν με δυσκολία, πρόβλημα πάντως για το οποίο αναμφίβολα είχε ευθύνες και η ΔΟΕ. Τα ζεστά βράδια των Ολυμπιακών Αγώνων του 1906, η Αθήνα έλαμπε κάτω από το φως τον δημόσιων λαμπτήρων. Η φιλαρμονική του δήμου Αθηναίων παιάνιζε μουσικά κομμάτια, το κέντρο των Αθηνών και το Σύνταγμα ήταν ασφυκτικά γεμάτο, ενώ αυθόρμητες πομπές πολιτών σχηματίζονταν στους δρόμους με φωνές υπέρ των αθλητών αλλά και υπέρ του διαδόχου Κωνσταντίνου ως διοργανωτή των επιτυχημένων αγώνων. Οι ξένοι αθλητές κυκλοφορούσαν άνετα στην πόλη και γίνονταν αντικείμενο λατρείας και θερμής φιλοξενίας από τους Αθηναίους.
Η συνέχεια των Αγώνων - Ο Ολυμπιονίκης Δημήτρης Τόφαλος!
Η φίλαθλη κοινή γνώμη στην Ελλάδα παρακολούθησε με εξαιρετικό ενδιαφέρον τους αγώνες, όπως επίσης και τις επιδόσεις των Ελλήνων αθλητών που κατά γενική ομολογία δεν τα κατάφεραν όπως θα περίμενε κανείς λόγω του πλήθους των συμμετοχών τους σε κάθε αγώνισμα. Στην σκοποβολή απέτυχαν να κερδίσουν διάκριση ακόμη και με γκρα, ένα ιδιαίτερα διαδεδομένο όπλο στην Ελλάδα και στην ύπαιθρο της, όπως επεσήμανε σε μακροσκελές άρθρο του ο Γεώργιος Δροσίνης. Και οι Έλληνες δρομείς δεν τα κατάφεραν απέναντι στους Αμερικάνους και στους Γάλλους, ενώ οι Κρήτες δρομείς συμμετείχαν μάλλον συμβολικά, χωρίς καμία πιθανότητα διάκρισης καθώς ήταν εντελώς απροπόνητοι και ανεξοικείωτοι με τον κλασσικό αθλητισμό.
Οι Ελληνικές επιτυχίες προήλθαν κυρίως από τις ρίψεις, την ξιφασκία και τη κωπηλασία που όμως δεν προκαλούσαν την ίδια συγκίνηση με τα αθλήματα του κλασσικού αθλητισμού.
Η μεγάλη ελπίδα των Ελλήνων για διάκριση ήταν ο Πατρινός αρσιβαρίστας Δημήτριος Τόφαλος ο οποίος σήκωνε 148 κιλά και φάνταζε το απόλυτο φαβορί για το χρυσό. Το ζήτημα πήρε διαστάσεις καθώς ο Τόφαλος έκανε συνεχώς δηλώσεις στον Τύπο κομπάζοντας ότι θα νικήσει ότι και να γίνει, ενώ στην Πάτρα ο κόσμος είχε ξεσηκωθεί. Απρόσμενα ως αντίπαλος του παρουσιάστηκε ο Αυστριακός Στάϊμπαχ, ο οποίος προβαλλόταν ως πιθανός νικητής της άρσης βαρών λόγω σωματοδομής και επίδοσης. Δύο μέρες πριν την τέλεση του αγώνα, σάλος ξέσπασε καθώς ο ελληνικός Τύπος δημοσίευσε πληροφορία ότι ο Στάϊμπαχ ήταν επαγγελματίας αθλητής και συνεπακόλουθα δεν μπορούσε να πάρει μέρος στους αγώνες. Η αυστριακή αποστολή διαμαρτυρήθηκε και προσκόμισε πιστοποιητικό για τον αθλητή της, το οποίο η επιτροπή αγώνων αποδέχθηκε και επέτρεψε κανονικά στον αθλητή να αγωνιστεί.
Το αγώνισμα της άρσης βαρών είχε τότε δύο αγωνίσματα: άρση με μπάρα και άρση με τα δύο χέρια χωριστά. Ο Τόφαλος στην άρση με τα δύο χέρια σήκωσα 75 κιλά με το κάθε χέρι και μετά ήρθε η σειρά του Στάϊμπαχ. Οι φίλαθλοι όμως τον αποδοκίμασαν έντονα κάτι που τον εκνεύρισε, στην προσπάθεια του απέτυχε να σηκώσει τα βάρη και ο Τόφαλος ανακηρύχθηκε πανηγυρικά Ολυμπιονίκης. Ενώ όμως οι Ελλανοδίκες στεφάνωναν τον Τόφαλο για να ακολουθήσει η απονομή των μεταλλείων, ο Στάϊμπαχ απροσδόκητα όρμησε και αρπάζοντας τα βάρη τα σήκωσε 2 φορές με χαρακτηριστική ευκολία. Το στάδιο σίγησε μπροστά στον θηριώδη Αυστριακό, οι Ελλανοδίκες όμως (ορθά) κατακύρωσαν την νίκη στον Τόφαλο.
Επειδή το ζήτημα λάμβανε διεθνείς διαστάσεις με τον Αυστριακό Τύπο να φιλοξενεί επιτιμητικά δημοσιεύματα, η διοργανώτρια επιτροπή ζήτησε από τον Τόφαλο να μην λάβει μέρος στο δεύτερο αγώνισμα της άρσης βαρών, ώστε να ικανοποιηθούν οι Αυστριακοί. Όταν η σύσταση αυτή γνωστοποιήθηκε στην Πάτρα η κοινή γνώμη εξεγέρθηκε, ενώ ο πατέρας του Έλληνα αθλητή δήλωσε στον τοπικό τύπο ότι αν ο γιος του δεν κέρδιζε το δεύτερο χρυσό δεν ήταν ευπρόσδεκτος να επιστρέψει στο σπίτι του. Τέλος, τον κάλεσε αν τυχόν δεν το αφήσουν να αγωνιστεί, να σηκώσει τα βάρη στην πλατεία Συντάγματος! Τελικώς στο δεύτερο αγώνισμα ο Τόφαλος δεν αγωνίστηκε, νίκησε ο Στάϊμπαχ, οι δύο αθλητές συμφιλιώθηκαν και ο Αυστριακός ταξίδεψε στην Πάτρα όπου γνώρισε και την οικογένεια του μεγάλου αντιπάλου του. Κατά την επιστροφή του Τόφαλου στην Πάτρα, οι Πατρινοί του επιφύλαξαν πρωτοφανή υποδοχή με αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό ότι στον σταθμό τον περίμεναν 6.000 περίπου φίλαθλοι.
Ο Όμιλος Φιλόμουσων (Ηρακλής Θεσσαλονίκης) κερδίζει το αργυρό μετάλλιο στο ποδόσφαιρο!
Το ποδόσφαιρο το 1906 μόλις είχε αρχίσει να διαδίδεται κυρίως από Βορειοευρωπαίους ναύτες που ερασιτεχνικά έπαιζαν το παιχνίδι στα λιμάνια που άραζαν τα πλοία τους. Οι τεχνικές και οι κανόνες του παιχνιδιού ήταν σχεδόν άγνωστοι στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα η ομάδα της Δανίας να έχει ένα μεγάλο προβάδισμα. Όλοι οι αγώνες του τουρνουά έγιναν στο Ποδηλατοδρόμιο Νέου Φαλήρου, στο χώρο του σημερινού Σταδίου Καραϊσκάκη. Οι Δανοί αγωνίστηκαν με κατάλευκη εμφάνιση ενώ οι της Σμύρνης με ολόμαυρη. Οι Δανοί επικράτησαν εύκολα, όπως και ο Εθνικός Αθηνών επί του Ομίλου Φιλομούσων (Ηρακλή Θεσσαλονίκης).
Την επόμενη ημέρα η ακαταμάχητη Δανία αντιμετώπισε την Αθήνα και στο α΄ ημίχρονο προηγείτο με 9-0. Οι παίκτες της ελληνικής ομάδας, σε συνεννόηση με τους διοργανωτές, δεν συνέχισαν στο β΄ ημίχρονο θεωρώντας τη συνέχιση του αγώνα άνευ ουσίας. Η οργανωτική επιτροπή ανακήρυξε νικήτρια του τουρνουά τη Δανία και προκήρυξε αγώνα για τη δεύτερη θέση μεταξύ Αθήνας και Σμύρνης. Οι Αθηναίοι διαμαρτυρήθηκαν θεωρώντας τον αγώνα με τη Δανία ως τελικό και επομένως ως δικαιούχους της 2ης θέσης. Οι διοργανωτές επέμειναν και η ομάδα της Αθήνας αποχώρησε. Τότε κλήθηκε o ”όμιλος φιλομουσων” (Ηρακλής Θεσσαλονίκης) να αγωνιστεί με τη Σμύρνη για τη 2η θέση και κατέταξε την Αθήνα στην 4η θέση του τουρνουά παρά το ό,τι είχε νικήσει τη Θεσσαλονίκη. Η Σμύρνη επικράτησε με 3-0 και τερμάτισε δεύτερη. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία με διάβημα της στους διοργανωτές, ζήτησε τα δύο μετάλλια να θεωρηθούν δικά της καθώς οι δύο ομάδες προέρχονταν από τα εδάφη της.
Το τελευταίο αγώνισμα των Αγώνων: ο μαραθώνιος!
Καθώς οι αγώνες έβαιναν στον τερματισμό τους, η προσοχή των Ελλήνων φιλάθλων στρεφόταν προς το πλέον συμβολικό αγώνισμα που συμπύκνωνε κατά πολλούς το Αρχαίο ελληνικό ιδεώδες: στον Μαραθώνιο. Στη σκέψη όλων ήταν η Ιστορική για τον παγκόσμιο αθλητισμό, νίκη του Σπύρου Λούη το 1897 στους πρώτους Ολυμπιακούς. Όλες οι εφημερίδες της εποχής φιλοξενούσαν φωτογραφίες Ελλήνων αθλητών που φιλοδοξούσαν ότι θα έκοβαν πρώτοι το νήμα όπως ο εφημεριδοπώλης Δημητρακάκης. Η αδημονία των φιλάθλων και η πίεση για το χρυσό μετάλλιο στο αγώνισμα άγγιζε τα όρια της υστερίας, σε σημείο ώστε οι ξένοι αθλητές να απειλούν ότι δεν θα συμμετείχαν. Η ανησυχία των διοργανωτών αυξανόταν καθώς η διαδρομή ήταν αδύνατον να αστυνομευτεί, ενώ γίνονταν δημόσιες εκκλήσεις στον κόσμο να μην προσπαθήσει να εμποδίσει τους ξένους αθλητές και έτσι αμαυρωθεί η διεθνής εικόνα της Χώρας.
Τo Παναθηναϊκό στάδιο γέμισε για άλλη μια φορά ασφυκτικά και η αγωνία όλων ήταν έκδηλη για την εθνικότητα του αθλητή που θα έκοβε το νήμα. Καθώς η ώρα περνούσε όλοι ρωτούσαν ποιος προπορεύεται, ενώ οι ειδήσεις ήταν αντικρουόμενες. Το απόγευμα διαδόθηκε η φήμη ότι μπροστά πήγαινε ο Καναδός Σέρινταν και κατήφεια κατέλαβε το κοινό. Κάποιοι ήλπιζαν ότι είχε γίνει λάθος αλλά όταν ο Καναδός αθλητής μπήκε στο στάδιο, μια πένθιμη σιωπή κάλυψε τις κερκίδες. Πολλοί κινήθηκαν να φύγουν, ενώ οι περισσότεροι που άντεξαν να μείνουν δεν είχαν ψυχή ούτε να χειροκροτήσουν ευγενικά τον Αμερικάνο υπεραθλητή. Η θλίψη και η κατήφεια του πλήθους ήταν γενική, ενώ ο Λούης και ο Βασιλάκος (είχε έρθει δεύτερος το 1896) που παρευρίσκονταν στα θεωρεία ως τιμώμενα πρόσωπα, κοιτούσαν ανήσυχοι και χειρονομούσαν εκνευρισμένα για το αποτέλεσμα. Το πολυτιμότερο και συμβολικότερο μετάλλιο των Αγώνων δεν θα πήγαινε τελικώς στην Ελλάδα...
Γενικές εντυπώσεις για τους Αγώνες και αντιδράσεις
Αναμφίβολα οι μεγάλοι πρωταγωνιστές στην άψογη διεξαγωγή των Αγώνων ήταν τα μέλη της Ελληνικής Βασιλικής οικογένειας. Τόσο ο ίδιος ο Βασιλιάς Γεώργιος όσο και ο Διάδοχος, ο πρίγκιπας Νικόλαος και ο πρίγκιπας Γεώργιος κατέβαλλαν μεγάλες προσπάθειες για την καλύτερη δυνατή φιλοξενία όλων των επισήμων αλλά και των επισκεπτών στην Αθήνα. Κάθε μέρα η Ελληνική Βασιλική οικογένεια σύσσωμη έδινε το παρόν στα επίσημα θεωρεία από την έναρξη των αγώνων ως την λήξη τους, τόσο ο Διάδοχος όσο και ο Νικόλαος συμβίβαζαν επί τόπου τυχόν διαφορές που προκύπταν μεταξύ Ελλανοδικών και αθλητών χάρις την γλωσσομάθεια τους αλλά και τις γνώσεις τους στις τεχνικές των αθλημάτων, ενώ επικοινωνούσαν συνεχώς με τους επικεφαλής των αποστολών ώστε να επιλύουν τυχόν προβλήματα που δημιουργούνταν.
Η σημασία της συμμετοχής Ελλήνων αθλητών από την Θεσσαλονίκη, την Σμύρνη, την Κρήτη και την Κύπρο είχε πολλή μεγάλη προπαγανδιστική σημασία σε μια εποχή που εδαφικές ανακατατάξεις στην ευρύτερη περιοχή έμοιαζαν να είναι προ των θυρών. Φάνηκε ότι οι Αγώνες έδιναν ένα διεθνές πλεονέκτημα για την Ελλάδα έναντι των Βαλκάνιων ανταγωνιστών της, έτσι κατά την διάρκεια των αγώνων, ο Βουλγαρικός Τύπος σύσσωμος προσπαθούσε να υποβαθμίσει την διοργάνωση, ενώ λοιδορούσε τους Έλληνες που ενώ είχαν τόσες συμμετοχές σε όλα τα αγωνίσματα είχαν μια τόσο φτωχή συγκομιδή σε μετάλλια και επιδόσεις.
Αλλά μεγάλοι πρωταγωνιστές των αγώνων αναδείχθηκαν και οι Έλληνες φίλαθλοι. Επέδειξαν αθλητικό πνεύμα καθόλη την διάρκεια των αγώνων χειροκροτώντας με θαυμασμό τα επιτεύγματα των ξένων αθλητών, ενώ επίσης επέδειξαν υποδειγματική τάξη στην προσέλευση αλλά και στην αποχώρηση από το Παναθηναϊκό στάδιο.
Τελική αποτίμηση
Οι μεσολυμπιακοί αγώνες του 1906 απέσπασαν διθυραμβικές κριτικές από όσους δημοσιογράφους έστειλαν ανταπόκριση στο εξωτερικό. Ο Φιλελληνισμός δέχτηκε μια σημαντική ώθηση παγκοσμίως, οι Έλληνες παρουσιάζονταν στην παγκόσμια κοινότητα ως άξιοι συνεχιστές των ενδόξων προγόνων τους, φιλόξενοι, πολιτισμένοι, μεγαλόψυχοι με εθνική ακτινοβολία στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Παρά την μεμψιμοιρία του Κουπερτέν που αποτυπώθηκε στο μηνιαίο έντυπο που εξέδιδε η ΔΟΕ την εποχή εκείνη, οι Αγώνες θεωρήθηκαν από όλους τους αντικειμενικούς παρατηρητές πολύ ανώτεροι από αυτούς που προηγήθηκαν στην Αμερική και στην Γαλλία, λόγω της εξαιρετικής οργάνωσης, της μεγάλης συμμετοχής των αθλητών, της συγκινητικής συμμετοχής του φίλαθλου ελληνικού κοινού, της άψογης τελετής έναρξης (το τυπικό της οποίας εκτελέστηκε με τον τρόπο αυτό για πρώτη φορά και ισχύει πανομοιότυπο ως σήμερα χωρίς ιδιαίτερες παραλλαγές) αλλά και λόγω του Αρχαίου Ελληνικού φόντου της πόλης. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον πως θα μπορούσαν να αποτύχουν οι Αγώνες;
Επίμετρον - Τα Ελληνικά Μετάλλια
Χρυσά
Νικόλαος Γεωργαντάς (Λιθοβολία, 19.92,5 μ.)
Δημήτριος Τόφαλος (Άρση Βαρών με τα δύο χέρια, 142,4 κ.)
Ιωάννης Γεωργιάδης (Σπάθη)
Γεώργιος Αλιπράντης (Αναρρίχηση επί κάλω, 11″.4)
Ομάδα Πόρου (Ναυτική Κωπηλασία)
Κωνσταντίνος Σκαρλάτος (Πιστόλι από απόσταση 30 μέτρων 29/133 β.)
Γεώργιος Ορφανίδης (Ελεύθερο Πιστόλι, 221 β.)
Εσμέ Σημηριώτη (απλό γυναικών, τένις)
Αργυρά
Νικόλαος Γεωργαντάς (Δισκοβολία, 38.06 μ.)
Νικόλαος Γεωργαντάς (Ελληνική Δισκοβολία, 32.80 μ.)
Ιωάννης Ραΐσης (Σπάθη)
Ομαδικό Σπάθης (Ιωάννης Γεωργιάδης, Τριαντάφυλλος Κορδογιάννης, Μενέλαος Σακοράφος, Τσάτραν Ζορμπάς)
Ομάδα Σπετσών (Ναυτική Κωπηλασία)
Εθνική Διελκυνστίνδας (Σπυρίδων και Κωνσταντίνος Λάζαρος, Αντώνιος Τσίτας, Σπυρίδων Βέλλας, Βασίλειος και Γεώργιος Ψάχος, Γεώργιος Παπαχρίστου και Παναγιώτης Τριβουλίδας)
Ομάδα Ύδρας (Ναυτική Κωπηλασία)
Αλέξανδρος Θεοφιλάκης (Στρατιωτικό περίστροφο, 250 β.)
Ιωάννης Περίδης (τραπ μίας βολής, 24 β.)
Αναστάσιος Μεταξάς (τραπ 2 βολών, 13 β.)
Σοφία Μαρίνου (απλό γυναικών, τένις)
Ξενοφών Κάσδαγλης, Ιωάννης Μπαλλής (διπλό ανδρών, τένις)
Γεώργιος Σημηριώτης - Σοφία Μαρίνου (Διπλό Μικτό, τένις)
Χάλκινα
Κωνσταντίνος Σπετσιώτης (1.500 μ. βάδην, 7.24.0)
Γεώργιος Σαριδάκης (3.000 μ. βάδην, 15.33.0)
Θεμιστοκλής Διακίδης (Άλμα εις ύψος 1.72,5 μ.)
Μιχαήλ Δόριζας (Λιθοβολία 15.58,5 μ.)
Ιωάννης Ραίσης (Ξίφος Μονομαχίας)
Κωνσταντίνος Κοζανιτάς (Αναρρίχηση επί κάλω, 13″.8)
Ομάδα Ύδρας (Ναυτική Κωπηλασία)
Αριστείδης Ραγκαβής(Αεροβόλο, 244 β.)
Αριστείδης Ραγκαβής (Ελεύθερο Πιστόλι 218 μ.)
Γεώργιος Σκοτάδης (Στρατιωτικό Περίστροφο, 240 β.)
Θεσσαλονίκη Μιούζικ Κλαμπ (”Όμιλος φιλόμουσων” μετέπειτα Ηρακλής Θεσσαλονίκης) (ποδόσφαιρο). Η σύνθεση της ομάδας: Βαπόρης, Πίνδος, Τέγος, Πεντζίκης, Κύρου, Σωτηριάδης, Ζαρκάδης, Μιχιτσόπουλος, Καραγκιωνίδης, Άμποτ και Σαριδάκης. Το μετάλλιο διεκδίκησε η Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία κατείχε τότε την Θεσσαλονίκη.
Ευφροσύνη Πασπάτη (απλό γυναικών, τένις)
Ξενοφών Κάσδαγλης - Ασπασία Μάτσα (διπλό μικτό, τένις)
ΠΗΓΕΣ
Journal of Olympic History, volume 10, (December 2001), http://library.la84.org/SportsLibrary/JOH/JOHv10n1/JOHv10n1i.pdf
H ανάδειξη των Κρητών αθλητών που έλαβαν μέρος στην μεσολυμπιάδα (άρθρο του Δημήτρη Δασκαλάκη στο περιοδικό ”Ιστορία Εικονογραφημένη”)
Πλήρης δημοσιογραφική κάλυψη: James Edward Sullivan (1862-1914), επιμ. (1906) (στα Αγγλικά). Νέα Υόρκη: American Sports Publishing Company.
Εφημερίδα ”Αθήναι”