Όταν πήρα για πρώτη φορά το αεροπλάνο για το Παρίσι αυτό έφευγε ακόμα από το Ελληνικό. Ήταν 28 Αυγούστου 1996 και είχε πολύ ζέστη. Ακόμα και σήμερα έχω εικόνα της διαδρομής από την Παιανία - όπου έμενα - μέχρι το αεροδρόμιο.
Είχα βυθιστεί στο πίσω κάθισμα της κόκκινης corolla του πατέρα μου και κοιτούσα το ταβάνι του αυτοκινήτου. Παρότι είχαμε ανοίξει το air contition, ίδρωνα και διψούσα πολύ.
Φεύγοντας από το σπίτι είχα φάει λίγο σπανακόπιτα για να μην πεινάω κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Παρότι το στομάχι μου ήταν γεμάτο το μοναδικό μου άγχος ήταν τι θα φάω νωρίς το απόγευμα που θα προσγειωνόμουν στην πόλη του φωτός.
Δεν είχα άγχος που έφευγα για σπουδές στο εξωτερικό μόνος. Δεν είχα άγχος για τη γραφειοκρατία και την προσαρμογή στη Γαλλία. Το μοναδικό μου άγχος ήταν το φαγητό και αυτό γιατί γνώριζα ότι η Γαλλική κουζίνα είναι ιδιαίτερη και φυσικά ελάχιστα μοιάζει με την Ελληνική, την κουζίνα της μαμάς. Τέτοιο άγχος είχα.
Μήνες νωρίτερα είχα πάρει τη μεγάλη απόφαση να σπουδάσω στη Γαλλία. Γνώριζα ότι θα δυσκολευτώ να προσαρμοστώ αλλά ήξερα βαθιά μέσα μου ότι θα τα καταφέρω.
Από τη μια ήθελα την ελευθερία μου, να ανοίξω τα φτερά μου και να γνωρίσω τον κόσμο και από την άλλη φοβόμουν ότι θα ξεβολευτώ κυρίως στο θέμα το φαγητού και αυτό γιατί είμαι καλοφαγάς.
Στο ταξίδι μαζί μου είχα μια βαλίτσα με ρούχα. Δεν είχα μπουφάν. Δε φορούσα μπουφάν στην Ελλάδα. Το πρώτο μπουφάν που αγόρασα στη ζωή μου το αγόρασα στη Γαλλία. Το δεύτερο πράγμα που θα αγόρασα στη Γαλλία ήταν μια μαύρη κούπα για να βάζω το πρωί το γάλα με τα δημητριακά. Το μπουφάν το αγόρασα από τη Chez Paul, την κούπα από από το IKEA. Λίγες ημέρες αργότερα επέστρεψα στο ΙΚΕΑ για να πάρω σκεύη μαγειρικής ώστε να μαγειρεύω.
Μέχρι να μάθω να μαγειρεύω έτρωγα στη φοιτητική εστία. Εκεί το φαγητό είναι φτηνό, αλλά άγευστο, χωρίς μπαχαρικά και με πολύ σόδα για να φουσκώνεις.
Για να φανταστείτε πόσο ανίδεος ήμουν στη μαγειρική την πρώτη φορά που επιχείρησα να μαγειρέψω μακαρόνια με κόκκινη σάλτσα, έβαλα τα μακαρόνια μέσα στη κατσαρόλα με κρύο νερό. Σκέτη αποτυχία.
Ο Θεός όμως ήταν δίπλα μου και αυτό γιατί την τρίτη μόλις μέρα και ενώ στεκόμουν στα σκαλιά της φοιτητικής εστίας γνώρισα την Ερίκ με τον οποίο γίναμε φίλοι.
Αυτός ήταν που μου έμαθε να κάνω τα καλύτερα αφράτα ζουμερά μπιφτέκια.
Η συνταγή
Αν το κρέας που θα γίνει κιμάς είναι «μάπα» τότε και τα μπιφτέκια που θα φάμε θα είναι «μάπα».
Δεν υπάρχει μόνο ένα συγκεκριμένο κομμάτι από το μοσχάρι που είναι κατάλληλο για μπιφτέκια. Στη Γαλλία προτιμούν κομμάτια που έχουν λίγο λιπάκι ώστε ο κιμάς να είναι νόστιμος. Τέτοια κομμάτια είναι το καπάκι, η ελιά, η λάπα και το στήθος.
Οι Γάλλοι συνηθίζουν να προσθέτουν στον κιμά λίγο ξύδι και αυτό γιατί το ξύδι έχει την ιδιότητα να σπάει τις ίνες του κρέατος και να κάνει πιο αφράτο το μείγμα του σε συνδυασμό με το ζύμωμα.
Στη συνέχεια μέσα σε ένα βαθύ μπολ ανακατεύουμε με τα χέρια τον κιμά, ένα σοταρισμένο κρεμμύδι, δύο αυγά, τις τριμμένες ντομάτες, τον μαϊντανό, τη ρίγανη και το θυμάρι και αλατοπιπερώνουμε.
Προσοχή: Το σοταρισμένο κρεμμύδι και η ντομάτα πρέπει να μπουν με τα υγρά τους.
Σημαντικό: Πρέπει να επιμείνουμε στο ζύμωμα για να ανακατευτούν πολύ καλά τα υλικά και τα κομματάκια του λίπους να «λιώσουν» και να απλωθούν ομοιόμορφα μέσα στο μείγμα.
Μετά το ζύμωμα, τοποθετούμε τον κιμά, σκεπασμένο, για 45 λεπτά στο ψυγείο.
Όσο το μείγμα του κιμά θα κρυώνει, όλα τα αρώματα θα ενσωματωθούν με το κιμά, θα ενωθούν όλες οι γεύσεις, θα μαλακώσουν οι ίνες ακόμα περισσότερο και τα μπιφτέκια μας όταν βγουν από το φούρνο θα γίνουν ακόμα πιο αφράτα.
Στη συνέχεια αλείφουμε τα χέρια μας με ελαιόλαδο και πλάθουμε τα μπιφτέκια.
Τώρα είναι έτοιμα για ψήσιμο.