Μετά την κύρωση του πρωτοκόλλου εισδοχής της «Βόρειας Μακεδονίας» στο ΝΑΤΟ, τίθεται πλέον σε πλήρη ισχύ η Συμφωνία των Πρεσπών. Η έγκρισή της και τα ευμενή σχόλια, από το σύνολο σχεδόν της ηγεσίας των ευρωπαϊκών κρατών, των θεσμικών οργάνων της Ε.Ε. και των κομμάτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κάνουν την επόμενη μέρα, στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, να φαντάζει πιο ελπιδοφόρα και πιο αισιόδοξη. Ανακύπτει όμως ένα ενοχλητικό ερώτημα: Μπορεί από μόνη της η ύπαρξη της συμφωνίας να εγγυηθεί τη σταθερότητα και την ανάπτυξη στην περιοχή και να μας διασφαλίσει από εκατέρωθεν καταστρατηγήσεις διατάξεων και υπαναχωρήσεις σε ευαίσθητα σημεία, που θα έθεταν σε κίνδυνο την αρμονική συνύπαρξη των δύο κρατών; Εμπεριέχει η ίδια η συμφωνία δικλείδες ασφαλείας προς τούτο;
Ορισμένες δικλείδες ασφαλείας έχουν ήδη τεθεί στους όρους της συμφωνίας, όπως π.χ. στο άρθρο 20 παρ. 9, στο οποίο αναφέρεται ότι δεν επιτρέπεται καμιά τροποποίηση της συμφωνίας αναφορικά με το άρθρο 1 παρ. 3 και 4 που έχουν σχέση με το όνομα, την ιθαγένεια, τη γλώσσα και τη συνταγματική τροποποίηση για την εξάλειψη του αλυτρωτισμού. Επιπρόσθετα και σχετικά με τυχόν διαφορές, που θα ανακύψουν στο μέλλον, οι δύο χώρες δεσμεύονται και υποχρεούνται να τις επιλύσουν μέσω διεθνών οργανισμών και εν τέλει δια του Διεθνούς Δικαστηρίου των Ηνωμένων Εθνών. Πέραν αυτών, προβλέπονται μικτές επιτροπές για ιστορικά, αρχαιολογικά και εκπαιδευτικά θέματα, η αναβάθμιση των διπλωματικών σχέσεων, καθώς και διατάξεις που αφορούν την ασφάλεια και την αμυντική συνεργασία.
Όπως έχουμε τεκμηριώσει και σε προηγούμενη ευκαιρία (βλ. άρθρο με τίτλο: «Γιατί λέμε ‘ναι’ στη συμφωνία των Πρεσπών», δημοσιευμένο στον οικείο ιστότοπο), δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι η Συμφωνία των Πρεσπών συνιστά έναν αναγκαίο, εκατέρωθεν, συμβιβασμό. Είναι οι συμπληγάδες πέτρες της σύγχρονης ιστορίας μας, από τις οποίες έπρεπε και καταφέραμε να περάσουμε, όπως η Αργώ στο σχετικό μύθο, ευτυχώς χωρίς σοβαρές απώλειες, προκειμένου να βγούμε στον Εύξεινο Πόντο της ειρήνης, της συνεργασίας, της ασφάλειας και της ανάπτυξης. Σύμφωνα με το μύθο, έκτοτε οι συμπληγάδες ακινητοποιήθηκαν. Ας ελπίσουμε ότι θα πετρώσουν ομοίως οι εκατέρωθεν μεγαλοϊδεατισμοί και οι εθνικισμοί. Οι λογικοί και αμοιβαία ωφέλιμοι συμβιβασμοί δεν αποτελούν εθνική ντροπή, αλλά τη βάση για ειρήνη, ανάπτυξη και συνεργασία και με την έννοια αυτή δεν θα κουραστούμε να τονίζουμε ότι, δεδομένων των συνθηκών και της παγιωμένης διεθνώς κατάστασης, η Συμφωνία των Πρεσπών, για έναν αντικειμενικό και ψύχραιμο παρατηρητή, είναι η καλύτερη δυνατή και διασφαλίζει, κατά τα άλλα, τα γενικότερα συνολικά συμφέροντα της Ελλάδας.
Επανερχόμενοι στο αρχικό ερώτημα θα λέγαμε ότι καμιά ρήτρα και κανένας συμβατικός όρος δεν μπορούν να διασφαλίσουν πλήρως την ομαλή εγγυοδοτική λειτουργία της συμφωνίας, αν δεν την προστατεύσουν έμπρακτα και διαχρονικά τα δύο συμβαλλόμενα μέρη και κυρίως αν δεν είναι σε διαρκή εγρήγορση η ελληνική πλευρά, δεδομένης της νεόδμητης πολιτικής ύπαρξης της Γείτονος. Και μπορεί μεν να μην επιτρέπονται δηλώσεις και ενέργειες επισήμων και ανεπισήμων οργάνων που υποδαυλίζουν το μίσος, την εχθρότητα, το σωβινισμό και τον αλυτρωτισμό (άρθρο 4 παρ. 2 και άρθρο 6), ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει στο μέλλον την έμμεση ενθάρρυνση παρόμοιων συμπεριφορών από κόμματα ή ομάδες, ιδίως αν στην κυβερνητική εξουσία εκατέρωθεν βρεθούν κόμματα συντηρητικά και εθνικιστικά.
Οίκοθεν γεννάται το ερώτημα: Η συμφωνία παρέχει την απαιτούμενη ασφάλεια και διαχρονικότητα, ανεξαρτήτως των πιθανών κυβερνητικών μεταβολών ή είναι κομμένη και ραμμένη με βάση την τρέχουσα ιστορική εικόνα της ταυτόχρονης παρουσίας δύο αριστερών–σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στην κυβερνητική εξουσία και ιδία κάτω από την καθοδήγηση των δύο συγκεκριμένων ηγετών, Τσίπρα – Ζάεφ; Και έτι περαιτέρω: Σοβεί πράγματι και σε ποιο βαθμό ο κίνδυνος, ενδεχόμενη κυβερνητική μεταβολή, σε οποιαδήποτε από τις δύο χώρες, να δημιουργήσει τον πειρασμό της σκόπιμης αποδόμησης και εκφυλισμού του ηθικού και νομιμοποιητικού θεμελίου της συμφωνίας, για λόγους μικροπολιτικής εκμετάλλευσης και φθοράς των πολιτικών αντιπάλων, ώστε να επιχειρηθεί να φανεί ότι δικαιώνονται οι πολιτικές παρατάξεις που δεν συναίνεσαν στην υιοθέτησή της;
Οι διεθνείς συνθήκες εφαρμόζονται ερμηνευόμενες και ερμηνεύονται εφαρμοζόμενες. Δεν αρκούν οι προβλεπόμενες, στο κείμενο τους, εγγυήσεις εφαρμογής. Ο παράγοντας «χρόνος» είναι κρίσιμος. Απαιτείται συνέχεια των πολιτικών, συντήρηση κλίματος κατανόησης και πολύπλευρη συνεργασία. Το καθήκον ευθύνης των πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα συνίσταται, κατά τη δική μας άποψη, στη συνέχιση αυτής της προσπάθειας και στη μεθοδική οργάνωση των επόμενων βημάτων, όπως π.χ. με τη δημιουργία θεσμικών οργάνων παρακολούθησης της εφαρμογής της Συμφωνίας, την ενίσχυση της διπλωματικής μας αντιπροσωπείας κλπ.
Έτσι μόνον θα διασφαλιστεί ο αποκλεισμός κάθε αναθεωρητικής τάσης ή δημιουργικής ερμηνείας εκ μέρους των γειτόνων και θα καταστεί δυνατόν να αποδώσουν τα οφέλη, τα προβλεπόμενα στη συμφωνία, για την εθνική μας ασφάλεια και την οικονομική συνεργασία. Βέβαια, η παραμονή στην κυβερνητική εξουσία των ως άνω ηγετών για το επόμενο, κρίσιμο για την εφαρμογή της συμφωνίας, μεταβατικό διάστημα, θα αποτελούσε αφ’ εαυτής την καλύτερη εγγύηση για την τήρησή της Συμφωνίας και την αποκόμιση των λίαν σημαντικών ωφελημάτων για την προστασία της ιστορικής και πολιτιστικής μας κληρονομιάς και τα εθνικά μας συμφέροντα γενικότερα.
Στη δεδομένη συγκυρία η Ελλάδα, μέσω της Συμφωνίας των Πρεσπών, δείχνει να επανέρχεται στο διεθνές προσκήνιο και να πιστοποιείται ως σοβαρή σταθεροποιητική δύναμη σε μια ιδιαίτερα ταραγμένη περιοχή. Η προβολή και η διεθνής αποδοχή αυτού του ρόλου μπορεί να μας δώσει τη δυνατότητα να μεγιστοποιήσουμε την οικονομική διείσδυση στη βαλκανική ενδοχώρα, ώστε, μέσω της συνανάπτυξης και της εμπέδωσης κλίματος ειρήνης, ασφάλειας και συνεργασίας, να δημιουργηθεί γεωγραφικός άξονας σταθεροποίησης, που θα ακυρώνει κάθε περιφερειακό μεγαλοϊδεατισμό και κάθε επεκτατικό σχεδιασμό.
Η επόμενη μέρα θα είναι μια σοβαρή πρόκληση για τη δυνατότητά μας να ξεφύγουμε από την εθνική περιχαράκωση, ώστε τουλάχιστον να μην απεμπολήσουμε τα κέρδη από μια δύσκολη συμφωνία. Αν περιπέσουμε στην άρνηση και την σκόπιμη αδράνεια, μόνο και μόνο για να αναδείξουμε ή να προκαλέσουμε τα πιθανά αρνητικά σενάρια εξέλιξης της συμφωνίας, με στόχο τη μικροκομματική εκμετάλλευση, το μόνο που θα καταφέρουμε θα είναι αντί να εκθέσουμε προηγούμενες πολιτικές, να εκθέσουμε την χώρα διεθνώς. Οι εξ’ αυτών συνέπειες θα είναι βαρύτατες, γι’ αυτό η φρόνηση, η λογική και το εθνικό συμφέρον επιτάσσουν ρεαλιστική πολιτική. Με βάση αυτή την αντίληψη, δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζουμε την ύπαρξη αυτού του κράτους, της «Βόρειας Μακεδονίας» (ο όρος μας ενοχλεί, αλλά θα πρέπει να το ξεπεράσουμε…) στα βόρεια σύνορά μας, ως ενσάρκωση της κακής ιστορικής μας μοίρας, αλλά αντίθετα θα ήταν πιο σώφρον και ωφέλιμο να δούμε την ευνοϊκή ιστορική συγκυρία που μπορεί να διανοίξει μια πόρτα εισόδου στα κεντρικά βαλκάνια και ταυτόχρονα να αποτελέσει ανάχωμα σε αναχρονιστικούς μεγαλοϊδεατισμούς και επικίνδυνους για την εθνική μας ύπαρξη επεκτατισμούς.