Γιάννης Γούναρης, Δικηγόρος, LLM London School of Economics, Διδάκτωρ Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών, επιστημονικός συνεργάτης Ινστιτούτου ΕΝΑ
Οι προβλέψεις για την άνοδο της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς σε αυτές τις ευρωεκλογές επιβεβαιώθηκαν, μεν, αλλά τούτο δεν φαίνεται να μεταφράζεται σε κάποια σοβαρή ανατροπή των συσχετισμών, τόσο εντός του Ευρωκοινοβουλίου, όσο και των ευρωπαϊκών θεσμών γενικότερα. Αφενός, ο κατακερματισμός των πολιτικών δυνάμεων που κατατάσσονται κάτω από την ομπρέλα της «ακροδεξιάς», αφετέρου η ικανότητά τους να προσαρμόζονται και να διεισδύουν στον πολιτικό χώρο της «κλασικής» ευρωπαϊκής δεξιάς ενισχύουν την πρόβλεψη ότι δεν επίκειται η κατάληψη των Βρυξελλών από τους εθνικιστές.
Άλλωστε, εφόσον αυτές οι δυνάμεις δεν αμφισβητούν τις θεμελιώδεις γεωπολιτικές επιλογές της «συστημικής» Ευρώπης και το οικονομικό consensus του νεοφιλελευθερισμού, της δημοσιονομικής πειθαρχίας και της λιτότητας, δεν θα έχουν δυσκολία να ενσωματωθούν στη mainstream δεξιά, όπως καταδεικνύει το παράδειγμα της Μελόνι, η οποία από μουσσολινικό φόβητρο έχει μετεξελιχθεί σε ρυθμίστρια, σε σημείο να την προσεγγίζει η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα ως εν δυνάμει εταίρο, εφόσον δεν συγκεντρωθεί η απαιτούμενη πλειοψηφία στην Ευρωβουλή για την επανεκλογή της πρώτης στον θώκο της προέδρου της Επιτροπής.
Τούτο προκύπτει και από την ευκολία με την οποία δείχνει να διαμορφώνεται ένα consensus για τη διανομή των ανώτατων ευρωπαϊκών πόστων: Αντόνιο Κόστα στο Συμβούλιο, Φον ντερ Λάιεν στην Επιτροπή, Ρομπέρτα Μέτσολα στο Ευρωκοινοβούλιο και Κάγια Κάλας ως Ύπατη Εκπρόσωπος για την Εξωτερική Πολιτική και την Ασφάλεια. Από αυτά τα πρόσωπα, μόνο η Φον ντερ Λάιεν θα έχει κάποια πραγματική εξουσία. Όσο, δε, την αφορά, οι πανηγυρισμοί της το βράδυ των εκλογών μάλλον οφείλονταν στη βαριά ήττα του Μακρόν, ο οποίος είναι κοινό μυστικό ότι επιθυμούσε τον Μάριο Ντράγκι σε αυτή τη θέση, παρά στη «νίκη» του EPP.
Σε επίπεδο πολιτικών μπορεί κανείς να περιμένει με υψηλό βαθμό βεβαιότητας ότι σε ζητήματα πολιτικής που η ευρωπαϊκή «σκληρή» δεξιά θεωρεί ταυτοτικά, θα συνεχιστεί και θα επιταχυνθεί η ήδη υφιστάμενη μετατόπιση της ΕΕ προς τις δικές της θέσεις. Τα δύο κατεξοχήν παραδείγματα είναι, αφενός, η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και η Πράσινη Ατζέντα και, αφετέρου, η μετανάστευση και το άσυλο.
Ήδη τους μήνες που είχαν προηγηθεί, η ΕΕ έκανε πολλά βήματα πίσω στους φιλόδοξους στόχους της Πράσινης Συμφωνίας που εγκαταλείφθηκαν σιωπηλά, ενώ το Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο ουσιαστικά συνιστά μια μεγάλη παραχώρηση στην πλευρά εκείνων που υποστηρίζουν μια πολύ σκληρότερη και αυστηρότερη στάση απέναντι στους οικονομικούς μετανάστες και τους αιτούντες άσυλο, περισσότερους ελέγχους στα εξωτερικά ευρωπαϊκά σύνορα, outsourcing της διαδικασίας ελέγχου κατά το πρότυπο της συμφωνίας της Μελόνι με τον Έντι Ράμα, αποτροπή και συνοπτικές επιστροφές, σε συνδυασμό με επιθετικές πολιτικές «φιλτραρίσματος και ενσωμάτωσης» όσων, μετά από όλα αυτά, καταφέρουν τελικά να εισέλθουν στην Ευρώπη.
Όσον αφορά στον πόλεμο στην Ουκρανία, δεν περιμένει κανείς κάποια σοβαρή μεταβολή στη στάση των Ευρωπαίων, δεδομένου ότι στο εν λόγω ζήτημα η ΕΕ έχει -πρόθυμα- περιοριστεί στον ρόλο του πολιτικού βραχίονα του ΝΑΤΟ. Το ίδιο ισχύει και για τον πόλεμο στη Γάζα. Τα γεγονότα στα πεδία των μαχών και όχι μια συνδιάσκεψη ειρήνης υπό ευρωπαϊκή αιγίδα είναι αυτά που θα καθορίσουν τις εξελίξεις. Πάντως, χώρες που τάσσονται κατά της συνεχιζόμενης υποστήριξης της Ουκρανίας, όπως η Ουγγαρία και η Σλοβακία, μάλλον βγήκαν ενισχυμένες από αυτές τις ευρωεκλογές.
Συμπερασματικά, η τάση εντός της Brussels Bubble είναι να αγνοηθούν τα μηνύματα που έστειλαν οι πολίτες και σε αυτές τις εκλογές, είτε με την ψήφο τους, είτε με την αποχή τους, και να συνεχιστεί το παίγνιο των ισορροπιών και των παρασκηνιακών συνεννοήσεων με στόχο τη διατήρηση των πραγμάτων ως έχουν, για όσο γίνεται περισσότερο. Τούτο, ασφαλώς, σε ευθεία αντίθεση με τη διαφημιστική καμπάνια του ίδιου του Ευρωκοινοβουλίου, η οποία είχε ως κεντρικό σύνθημα υπέρ της συμμετοχής το «ήρθε η ώρα να ακουστεί η φωνή σας». Και η φωνή ακούστηκε μεν, αλλά προφανώς αυτό που είχε να πει δεν κρίθηκε ικανοποιητικό και, συνεπώς, άξιο προσοχής, κάτι που σιγουρεύει την ακόμα μεγαλύτερη απαξίωση και απόρριψη των ευρωπαϊκών θεσμών από τους πολίτες. Το πολιτικό ενδιαφέρον εστιάζεται επομένως στις εθνικές πρωτεύουσες, ιδίως στο Παρίσι και στο Βερολίνο.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τόσο ο Εμανουέλ Μακρόν όσο και ο Όλαφ Σολτς υπέστησαν βαριά ήττα και ότι βγαίνουν από αυτήν την εκλογική μάχη σοβαρά πληγωμένοι και αποδυναμωμένοι. Το πλήγμα είναι ακόμα βαρύτερο για τον Γάλλο πρόεδρο, ο οποίος ταύτισε την πολιτική του διαδρομή με μεγαλειώδη οράματα περί Ευρωπαϊκής Κυριαρχίας, με τη Γαλλία (ασφαλώς) και τον ίδιο στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Αυτά τα σχέδια φαίνεται να διαλύονται υπό το βάρος της αδήριτης πολιτικής πραγματικότητας, καθώς ο Μακρόν, με την προκήρυξη βουλευτικών εκλογών, δεν επιχειρεί πλέον να εδραιώσει την ηγεμονία του, αλλά να περισώσει κάτι από την πολιτική κληρονομιά του. Τόσο ο ίδιος, όσο και ο Γερμανός καγκελάριος δεν διαθέτουν πια το βάρος, ώστε να αναλάβουν μεγάλες πρωτοβουλίες.
Εκλογές, όμως, θα λάβουν χώρα και στη Βρετανία. Η χώρα δεν είναι μεν κράτος-μέλος της ΕΕ, ωστόσο δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα τεκταινόμενα στο Λονδίνο έχουν αντίκτυπο και πέραν του Στενού της Μάγχης, ιδίως ενόψει της εδραίωσης του ατλαντισμού ως κυρίαρχου ρεύματος όσον αφορά στην ευρωπαϊκή ασφάλεια. Οι Συντηρητικοί οδεύουν προς συντριπτική ήττα, με αποτέλεσμα οι Εργατικοί να έχουν εξασφαλίσει μια άνετη νίκη σχεδόν by default, χωρίς δηλαδή να εμπνέουν ιδιαίτερα ή να πείθουν τους Βρετανούς. Οι Εργατικοί πιθανότατα θα επιδιώξουν μια στενότερη σύνδεση της Βρετανίας με την ΕΕ, χωρίς, ωστόσο, να γίνεται λόγος για επανένταξη της πρώτης στη δεύτερη. Ίσως επιδιωχθεί μια φόρμουλα στο πρότυπο της Ελβετίας ή της Νορβηγίας.
Και στο βάθος, ο ελέφαντας στο δωμάτιο που θα κρίνει καθοριστικά τις πολιτικές εξελίξεις (και) στην Ευρώπη, είναι οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου και η πολύ σοβαρή πιθανότητα μιας δεύτερης θητείας του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Μια εξέλιξη, την οποία οι περισσότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες δείχνουν να θεωρούν σχεδόν βέβαιη, με αποτέλεσμα να έχουν ήδη αρχίσει να προσαρμόζουν τη στρατηγική τους ανάλογα.
Η στρατιωτικοποίηση της Ευρώπης, πλήρως ενταγμένη και συνυφασμένη με την ενίσχυση του ευρωπαϊκού πυλώνα του ΝΑΤΟ, είναι στην ουσία η αντανάκλαση της πάγιας θέσης του Τραμπ ότι οι Ευρωπαίοι πρέπει επιτέλους να αναλάβουν μεγαλύτερο μερίδιο της ευθύνης -και της χρηματοδότησης- της δικής τους ασφάλειας, χωρίς βέβαια να αμφισβητείται η υπερατλαντική επικυριαρχία. Πράγματι, με την επάνοδο Τραμπ, η Ευρώπη θα πιεστεί -και κατά πάσα βεβαιότητα θα το πράξει, εκούσα άκουσα- να διαρρήξει τις σχέσεις της και με την Κίνα, μετά τη Ρωσία.
Φυσικά, αυτό και μόνο είναι ενδεικτικό της μεγάλης υποχώρησης της Ευρώπης από το διεθνές στερέωμα και του πόσο απέχουν οι βαρύγδουπες διακηρύξεις για την ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία από την πραγματικότητα. Στις εκλογές όπου όντως θα κριθούν καίρια ζητήματα για την πορεία, την ασφάλεια και τη φυσιογνωμία της Ευρώπης τα επόμενα χρόνια, οι Ευρωπαίοι πολίτες δεν θα ψηφίσουν καν, ούτε θα αποτελούν κομμάτι της προεκλογικής ατζέντας. Η συνειδητοποίηση αυτού του θλιβερού γεγονότος και των συνεπειών του είναι αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη για να αλλάξει κάτι ως τις επόμενες ευρωεκλογές το 2029.