Γήπεδο Χόκεϊ, Ελληνικό. Από τα παράθυρα της αθλητικής εγκατάστασης φαίνονται οι σκηνές των προσφύγων, το νοικοκυριό της κάθε οικογένειας στοιβαγμένο στα λίγα τετραγωνικά «ιδιωτικού χώρου» που έχει. Έχουμε έρθει την ώρα της προσευχής που γίνεται στον αγωνιστικό χώρο του γηπέδου. Απόγευμα ραμαζανιού - η περίοδος του έτους που οι άγγελοι μπορούν άνετα να κατέβουν στον επίγειο κόσμο και οι πιστοί να επικοινωνήσουν με τον Θεό.
Οι Πύλες του Παραδείσου για λίγες μέρες ακόμα θα είναι ανοιχτές. Για τους 3.500 ανθρώπους, Αφγανούς κυρίως, που ζούνε μοιρασμένοι στους τρεις καταυλισμούς- γήπεδο χόκεϊ, γήπεδο μπέιζμπολ και αίθουσα αναχωρήσεων του παλιού αεροδρομίου- οι πύλες της Ευρώπης πάντως, έκλεισαν τις πρώτες μέρες της άφιξής τους στην Ελλάδα. Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που διαβιούν στα camps του Ελληνικού, ζουν εκεί από τα μέσα Φλεβάρη, οπότε αφαιρέθηκε η προσφυγική ιδιότητα από τους Αφγανούς και τα σύνορα έκλεισαν.
Μπροστά από το γήπεδο, τέσσερις μεγάλες τέντες της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες. Στις δύο πρώτες ζούνε οι εργένηδες άνδρες. Κοιμούνται κατάχαμα σε κουβέρτες με το σήμα της Ύπατης Αρμοστείας και υπνόσακους. Οι δύο άλλες τέντες, πιο τακτοποιημένες, γεμάτες σκηνές. Εδώ ζουν οι οικογένειες που δεν χωρούσαν στο εσωτερικό του κτιρίου.
«Δεν προλάβαμε να φύγουμε, για λίγο. Μόλις ήρθα στην Ελλάδα έμαθα ότι τα σύνορα είχαν κλείσει την προηγούμενη μέρα. Τους τελευταίους 4 μήνες ζω εδώ με την οικογένειά μου, 7 άνθρωποι είμαστε», λέει ο Μοχαμάντ Αζάμ Αζιζί, ένας 65χρονος Αφγανός, καμεραμάν και ηχολήπτης στην πατρίδα του.
Μιλάμε κάτω από τον ίσκιο μιας μεγάλης τέντας και γρήγορα σχηματίζεται γύρω μας ένα πηγαδάκι Αφγανών κάθε ηλικίας. Τους ρωτάω πως είναι η ζωή τους εδώ.
«Δεν είναι και άσχημα στο camp, αλλά η ζωή μας παραμένει δύσκολη, οι άνθρωποι εδώ έχουν πολλά προβλήματα», απαντά ο Μοχαμάντ, που φαίνεται να χαίρει του σεβασμού όλης της ομήγυρης.
«Οι τέντες είναι πολύ ζεστές. Μετά τις 12 το μεσημέρι το περίβλημά τους είναι πυρακτωμένο και η θερμοκρασία στο εσωτερικό τους πρέπει να φτάνει κοντά στους 40°C. Πολλοί υποφέρουν από διάρροιες, ιώσεις, πυρετούς, δερματοπάθειες.
Οι λιποθυμίες είναι συχνές, βλέπεις μικρά παιδιά να καταρρέουν. Είναι η περίοδος του ραμαζανιού, τρώμε μόνο το βράδυ και πως να κρατηθούμε όλη την επόμενη μέρα μόνο με πατάτες (δείχνει την μερίδα στο κεσεδάκι), μια αραβική πίτα (την τσαλακώνει μπροστά μου σαν κομμάτι χαρτί για να μου δείξει πόσο μικρή είναι) κι έναν χυμό;».
«Κρέας δεν έχει το συσσίτιο;», τους ρωτάω. Όλοι γελάνε. «Κρέας μόνο σε φωτογραφία», μου λέει ο 43χρονος Φαζλί.
«Μια φορά στις δέκα μέρες το πολύ». Ο Φαζλί πέρασε μαζί με την γυναίκα και τις δυο τους κόρες στην Ελλάδα στις 19 Φεβρουαρίου.
«Τα χρήματά μας δεν έφταναν για να πληρώσουμε τους διακινητές μέχρι τη Γερμανία. Είμαι ο πατέρας, έμεινα πίσω, τελευταίος». Τώρα ο Φαζλί έχει κάνει αίτηση οικογενειακής επανένωσης, είναι η μοναδική ελπίδα που έχει να μεταβεί νόμιμα στη Γερμανία.
«Θα πάρει καιρό, έξι μήνες, ίσως ένα χρόνο. Τα κορίτσια μου κάθε μέρα κλαίνε, αλλά πρέπει να κάνω υπομονή».
«Όλα τα δίνουν στους Σύριους», λέει ο Μοχαμάντ. «Εμείς, σα να μην είμαστε άνθρωποι. Αυτοί έχουν κάθε βοήθεια, φιλοξενούνται σε ωραία μέρη, έχουν καλές συνθήκες ζωής».
Τους ρωτάω για την κοινωνική ατμόσφαιρα του καταυλισμού, αν γίνονται τσακωμοί. «Ναι, καμιά φορά γίνονται. Αλλά δεν είναι μεταξύ των διαφορετικών εθνικοτήτων, άνθρωπος με άνθρωπο τσακώνεται. Και ξέρεις γιατί; Για το φαγητό», απαντάνε. «Όταν μας έδινε φαγητό το Danish Refugee Council (DRC), όλοι ήταν ήρεμοι. Είχαμε κρέας, πολλά φρούτα, γάλα και δεν υπήρχαν διαμάχες». Τους ρωτάω που πίνουν νερό. Ο Μοχαμάντ μου δείχνει μια γυναίκα που πλένει τα πιάτα της στον συρμάτινο περίβολο. «Έχει μια βρύση εκεί και από εκεί παίρνουμε νερό. Δεν ξέρουμε πόσο καθαρό είναι», μου λέει.
«Τώρα τι σκοπεύετε;», ρωτάω.
«Το μόνο που ελπίζουμε είναι κάποια στιγμή να ανοίξουν τα σύνορα. Χρήματα δεν έχουμε- όλους αυτούς τους μήνες που περιμένουμε εδώ, οι τσέπες μας άδειασαν. Κολλήσαμε στην Ελλάδα, άφραγκοι, χωρίς δουλειά, ανήμποροι να προσφέρουμε στα παιδιά μας οτιδήποτε, ούτε καν εκπαίδευση. Το μόνο που θέλουμε είναι να μας επιτρέψουν να ταξιδέψουμε βόρεια, όχι απαραίτητα στη Γερμανία. Πολλοί έχουμε συγγενείς σε διάφορες χώρες».
Στις σκάλες προς την είσοδο του γηπέδου ο Αλί Σουλεϊμάν κρατά στην αγκαλιά του ένα κοριτσάκι. Ζούνε μήνες εδώ, η μικρή εδώ γεννήθηκε πριν ένα μήνα. Και οι δυο χαμογελούν.
Συναντώ εκεί την Παναγιώτα Φωτοπούλου, από το υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής.
«Το γήπεδο χόκεϊ ήταν το πρώτο camp που λειτούργησε στα τέλη Σεπτεμβρίου (2015) στον ευρύτερο χώρο του παλιού αεροδρομίου», εξηγεί η ίδια. «Τότε οι άνθρωποι που φιλοξενούνταν εδώ ήταν πολύ λιγότεροι, περίπου 300 μετανάστες από το Ιράν, Πακιστάν και Μαρόκο. Οι Αφγανοί είχαν ακόμη την προσφυγική ιδιότητα και περνούσαν τα σύνορα. Από όταν έκλεισαν και για αυτούς, έγιναν η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού εδώ. Οι περισσότεροι είναι εδώ από εκείνες τις πρώτες μέρες των κλειστών συνόρων. Κάποιοι έφυγαν προς Βορρά αλλά δεν κατάφεραν να περάσουν και επέστρεψαν πάλι. Λίγοι επέλεξαν τη λύση του οικειοθελούς επαναπατρισμού μέσω του Διεθνή Οργανισμού Μετανάστευσης και γύρισαν πίσω. Πριν μια βδομάδα ξεκίνησε η προκαταγραφή, από την Υπηρεσία Ασύλου σε συνεργασία με την Ύπατη Αρμοστεία, όσων ενδιαφέρονται να κάνουν αίτηση ασύλου στην Ελλάδα. Παράλληλα τρέχουν τα προγράμματα της οικογενειακής επανένωσης και της μετεγκατάστασης σε άλλη χώρα της Ε.Ε.- υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις που εξετάζονται».
Ρωτάω την κ. Φωτοπούλου για το κίνητρο αυτών που επιλέγουν να κάνουν αίτηση ασύλου στην Ελλάδα.
«Αρχικά λαμβάνουν ένα τρίπτυχο έγγραφο με το οποίο μπορούν να κινηθούν νόμιμα στην ελληνική επικράτεια. Απαγορεύεται, όμως, να φύγουν από τη χώρα, αν συλληφθούν σε άλλο κράτος, επιστρέφουν αναγκαστικά εδώ». Ποια είναι, όμως, η καθημερινότητα εντός του καταυλισμού; «Είναι μια ανοιχτή δομή φιλοξενίας. Καθένας μπορεί να βγει στις 9 το πρωί και να επιστρέψει στις 9 το βράδυ και, ειδικά αυτή την περίοδο του ραμαζανιού, μέχρι τις 12. Αν το επιλέξει, μπορεί να κοιμηθεί και έξω από το camp. Στην πύλη δείχνουν μόνο το έγγραφο της καταγραφής τους, ώστε να αποδείξουν ότι ζούνε ήδη στον καταυλισμό, γιατί πλέον δε δεχόμαστε νέες αφίξεις, παρά μόνο ευάλωτες περιπτώσεις. Η σίτισή τους περιλαμβάνει τρία γεύματα που αυτή την περίοδο έχει αναλάβει ο στρατός μέσω catering. Εντός του καταυλισμού δραστηριοποιούνται ΜΚΟ, όπως οι «Γιατροί του Κόσμου», το “Save the Children”, η «Άρσις», ο «Φαρος», οι “Samaritans Purse”, ο Ερυθρός Σταυρός. Υπάρχει κοινωνική υπηρεσία από το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες, όπως και κλιμάκιο της Ύπατης Αρμοστείας για τους Πρόσφυγες που παρέχουν συμβουλευτικές υπηρεσίες για πλειάδα θεμάτων, κυρίως ασύλου και μετεγκατάστασης. Έχει ξεκινήσει σχολείο, όπου πρόσφυγες δάσκαλοι διδάσκουν εθελοντικά σε τμήματα παιδιών και ενηλίκων την αγγλική γλώσσα, ενώ έχουμε «στα σκαριά» και μαθήματα ελληνικών. Για τη δημιουργική απασχόληση των γυναικών έχουμε ξεκινήσει μαθήματα στο πλέξιμο και την τέχνη του κοσμήματος».
Την ρωτάω για την καθαριότητα του χώρου.
«Γίνεται 3 φορές κάθε μέρα από ομάδες καθαρισμού των ίδιων των προσφύγων και με τη συνδρομή ανεξάρτητων εθελοντών, στο εσωτερικό του κτιρίου αλλά και τους εξωτερικούς χώρους». Στο χόκεϊ η καθαριότητα είναι όντως σε (σχετικά) καλό επίπεδο- τα σκουπίδια κάτω δεν είναι περισσότερα από ότι σε μια ελληνική πλατεία και καμιά δεκαπενταριά κάδοι που είναι συγκεντρωμένοι σε ένα απόμερο σημείο, είναι όλοι τους τίγκα, πράγμα που σημαίνει ότι δουλεύουν... Μέσα στο κτίριο, οι περισσότερες οικογένειες ζούνε στις 6 μεγάλες αίθουσες του πρώτου ορόφου, που με σεντόνια, χαρτόνια και άλλα πρόχειρα υλικά έχουν κατατμηθεί σε «καταλύματα» ελάχιστων τετραγωνικών.
Μπορείς από τις χαραμάδες να δεις στιγμιότυπα τις οικογενειακής ζωής όλων αυτών των ανθρώπων. Τις γυναίκες να φροντίζουν τα παιδιά, τους άνδρες να συζητούν χαμηλόφωνα. Και στα μικρά διάκενα αυτών των πρόχειρων «διαμερισμάτων», τα παιδιά να τρέχουν και να παίζουν ασταμάτητα. Είναι όλοι τους φιλικοί, κάποιοι με πλησιάζουν και αρχίζουν να διηγούνται τις προσωπικές τους ιστορίες- κοινά προβλήματα και ίδια «θέλω», να φύγουν από την Ελλάδα, να συνεχίσουν το ταξίδι τους.
Ο Χόλουμ, 18 χρονών, μου λέει ότι νιώθει συνεχώς άρρωστος. «Μας δίνουν φάρμακα με το σταγονόμετρο, δε βοηθάνε έτσι. Άλλο πράγμα ο ελληνικός λαός που μας έχει υποστηρίξει και εντελώς διαφορετική η πολιτική της Ελλάδας και της διεθνούς κοινότητας», λέει.
«Το μόνο που θέλω είναι να φτάσω στη Γαλλία, έχω τρεις αδερφούς που στο παρελθόν εργάστηκαν για τον γαλλικό στρατό».
Στο γήπεδο μπέιζμπολ φτάνουμε την ώρα της διανομής του συσσιτίου. Γίνεται σε μια πρώην καντίνα του γηπέδου με ξεθωριασμένες αφίσες της Football League στους τοίχους της. Η ατμόσφαιρα είναι ήρεμη. Ένας μικρός Αφγανός με βλέπει να ψάχνω, με ρωτάει “office?” και, ευγενέστατος, με οδηγεί στο γραφείο της Τατιάνας Μπέλα, που είναι υπεύθυνη του χώρου από πλευράς υπουργείου.
«Από τους 950 ανθρώπους που ζούνε εδώ, η συντριπτική πλειονότητα είναι Αφγανοί- έχουμε λίγους Ιρακινούς, 14 Ιρανούς, 5 Πακιστανούς και δύο οικογένειες Σύριων», λέει η ίδια. Το camp δίνει καλή πρώτη εικόνα. Στον αγωνιστικό χώρο 152 μεγάλες σκηνές, παρατεταγμένες σε σειρές προσφέρουν στέγαση. «Στις δύο πρώτες (σειρές) μένουν άντρες, στις υπόλοιπες οι οικογένειες». Οι παροχές στους πρόσφυγες είναι ίδιες με πριν, κοινό το φαγητό και οι ίδιες ΜΚΟ και οργανισμοί συνδράμουν στον χώρο. Την ρωτάω για την κοινωνική ειρήνη (ή όχι) του χώρου. «Είμαστε από τα πιο ήρεμα camps», απαντάει. «Οι περισσότεροι είναι εδώ μήνες. Γνωρίζονται πλέον. Και συζητάμε πολύ μαζί τους. Έρχονται από διαφορετικούς «κόσμους». Πρέπει να τους εξηγήσουμε ότι στην Ευρώπη δεν υπάρχουν φυλετικές ή εθνοτικές διαμάχες. Δεν υπάρχει λοιπόν λόγος να έχουν τέτοιες διαφορές μεταξύ τους, άλλωστε για αυτό επέλεξαν να έρθουν εδώ, για το δικαίωμά τους σε μια αξιοπρεπή ζωή. Και ούτε είναι Μόρια εδώ, τα δεδομένα και οι άνθρωποι είναι διαφορετικά. Στη Μόρια οι Μαροκινοί είναι έτοιμοι για απέλαση, εδώ έχουν το δικαίωμα αίτησης ασύλου και μπορούν να βγουν από τον καταυλισμό. Αρχικά η απογοήτευσή τους ήταν τεράστια και η κατάσταση πιο δύσκολη αλλά το δουλέψαμε πολύ. Ακόμα κι αν υπάρχουν κάποιοι τσακωμοί, τα πράγματα δεν ξεφεύγουν».
«Το φαγητό εξακολουθεί να τους ξενίζει», μου λέει. «Οι DRC είχαν όντως πολύ καλό φαγητό, πολλά φρούτα και υπολόγιζαν θερμίδες ανά ημέρα. Έχουμε έγκυες, γυναίκες που θηλάζουν... Μέχρι να επιστρέψουν την επόμενη βδομάδα, έχει αναλάβει ο στρατός- το φαγητό παραμένει αξιοπρεπές αλλά κάποια φαγητά, πουρέ π.χ. δεν μπορούν να τα συνηθίσουν. Όταν τους δώσαμε γαρίδες μας εγκαλούσαν πως είναι δυνατό να τους ταϊζουμε σκουλήκια...».
Στον αγωνιστικό χώρο οι άνθρωποι με πιάνουν από το χέρι για να μου πουν την ιστορία τους. Ελπίζουν πως μπορώ να τους ξεκολλήσω από αυτή την ατέλειωτη αναμονή. Τους εξηγώ πως δεν μπορώ να κάνω τίποτα περισσότερο από το να καταγράψω τα λόγια τους.
Ο Αχμάντ είναι 4 μήνες εδώ. «Ο πατέρας μου εκτελέστηκε από το Ντάες (Ταλιμπάν), διέκοψα τις σπουδές μου στο πανεπιστήμιο και φύγαμε με την μάνα μου και τα αδέρφια μου», λέει. «Αν ξέραμε ότι θα βρεθούμε σε αυτή την κατάσταση, δε θα είχαμε φύγει», λέει ο 43χρονος Σιρ Αχμάντ. «Ήμουν οδηγός στον ISAF (International Security Assistant Force). Όταν σταμάτησα να δουλεύω μαζί τους, ξεκίνησαν οι απειλές από τους Ταλιμπάν. Φύγαμε με την γυναίκα μου και 3 μικρά παιδιά». “America”, μου λέει. «Εκεί θέλουμε να πάμε, ποιος μπορεί να μας βοηθήσει να το καταφέρουμε;», ρωτάει. «Δεν θα γυρίσουμε στο Αφγανιστάν, δεν μπορούμε να γυρίσουμε».
Στο παλιό τέρμιναλ, σκηνές είναι πρόχειρα στημένες στον προαύλιο χώρο, πολύ κοντά στην λεωφόρο Ποσειδώνος. Μια σειρά χημικές τουαλέτες είναι στημένες κάτω από το εγκαταλειμμένο κουφάρι της αίθουσας αναχωρήσεων. Η μυρωδιά της αμμωνίας είναι έντονη και τα σκουπίδια εδώ είναι αισθητά περισσότερα από ότι στα δυο γήπεδα. Ο χώρος είναι βρώμικος και σίγουρα ακατάλληλος για ανθρώπους. Αρκετοί χαζεύουν από τον εξώστη του πρώτου ορόφου, άλλοι βαδίζουν αργά στις μεγάλες, άδειες εκτάσεις πέριξ του κτιρίου.
Ζούνε εδώ περίπου 1300 άνθρωποι. Ξεκίνησαν να έρχονται όταν εκκενώθηκε το κλειστό του Ταε Κβο Ντο στο Φάληρο και εδώ κατέληγαν τα λεωφορεία που επέστρεφαν από Ειδομένη. Σχεδόν όλοι όσοι ζούνε στο τέρμιναλ, έχουν γυρίσει από εκεί. Περισσότεροι από τους μισούς έχουν, πλέον, υποβάλει αίτηση ασύλου στην Ελλάδα.
Ο Αλί, Αφγανός που ζει χρόνια στην Ελλάδα και εργάζεται ως διερμηνέας λέει ότι «το μόνο που τους κρατάει είναι η ελπίδα να ανοίξουν πάλι τα σύνορα». «Επέστρεψε στο Αφγανιστάν ένα παιδί από εδώ. Ταξιδεύοντας στο βόρειο Αφγανιστάν, τον σταμάτησαν οι Ταλιμπάν και του έκοψαν το κεφάλι», λέει.
Ο χώρος μέσα είναι αποπνικτικά ζεστός και μυρίζει από την υπερ-συσσώρευση ανθρώπων σε έναν χώρο πολύ μικρό για τον αριθμό τους. Οι σκηνές είναι ασφυκτικά κοντά και σε σύγκριση με τα γήπεδα οι υποδομές που υπάρχουν είναι λιγότερες.
Ο Σαμίμ, 20 χρονών, ζει 4 μήνες εδώ. «Συνήθως είναι πιο βρώμικα από ότι σήμερα», μου λέει. «Όλο το μέρος μυρίζει συνεχώς πολύ άσχημα. Μαζεύουμε τα σκουπίδια σε πλαστικές σακούλες, αλλά δεν μας δίνουν αρκετές και τους κάδους τους αφήνουν γεμάτους για μέρες».
Τον ρωτάω πως κυλάει η ζωή του εδώ- και ταυτόχρονα από τον εξώστη όπου βρισκόμαστε παρατηρώ μια παρέα μικρών παιδιών, όχι μεγαλύτερα από 4-5 χρονών να μαζεύονται όλα μαζί σε μια μεγάλη αγκαλιά.
«Είμαστε ελεύθεροι να μπαινοβγαίνουμε- κάνω βόλτες στην θάλασσα ή παίρνω πρωί το λεωφορείο και πηγαίνω στην Βικτώρια. Το όνειρό μου είναι να φτάσω στη Γαλλία, να συναντήσω τους φίλους μου, βρίσκονται εκεί από το προηγούμενο καλοκαίρι», απαντάει μειδιώντας. «Ναι, κάνουμε όνειρα- είμαστε άνθρωποι. Σας παρακαλώ να μην το ξεχνάτε».