Η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης για την άμεση παροχή βοήθειας στην σεισμόπληκτη Τουρκία ήταν πέρα για πέρα ορθή, όπως και στην περίπτωση της Συρίας˙ αν και αρχικά εμφανίστηκε λίγο διστακτική. Αν θα υπάρξουν θετικές επενέργειες του καταστροφικού σεισμού στην Τουρκία στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων θα φανεί στο κοντινό μέλλον. Σε ποιο βαθμό όμως ένα φυσικό φαινόμενο με τραγικές συνέπειες και τα ειλικρινή ανθρωπιστικά κίνητρα πρέπει να σχετίζονται ευθέως και αιτιωδώς με την υπέρβαση (διεθνο)πολιτικών ερίδων; Πολλώ δε μάλλον όταν υπάρχει το προηγούμενο της «διπλωματίας των σεισμών» του 1999;
Στο εσωτερικό της Τουρκίας οι πολεοδομικές αυθαιρεσίες, που αύξησαν εκθετικά τα θύματα από τον σεισμό, και η διαχείριση της καταστροφής λογικά θα επηρεάσει την κρίση των πολιτών στις επερχόμενες εκλογές.
Αν το εκλογικό αποτύπωμα της τραγωδίας σημάνει το τέλος της εποχής Ερντογάν, τότε βάσιμα δύναται να υποστηριχθεί ότι υπήρξε ένα εσωτερικό πολιτικό επιγενόμενο, που ενδεχομένως να επηρεάσει και την εξωτερική πολιτική. Έως τότε, είναι τουλάχιστον πρόωρο να συσχετίζουμε τις συνέπειες του σεισμού με την άσκηση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
Παράλληλα, οι εγκάρδιοι εναγκαλισμοί και οι θερμές αναφορές σε μέλη της τουρκικής κυβέρνησης δεν συνάδουν με τη διπλωματική πρακτική την οποία τα κράτη συνηθώς ακολουθούν, δηλαδή την τήρηση ίσων αποστάσεων προς τους υποψηφίους κατά την προεκλογική περίοδο σε άλλα κράτη. Επομένως, πέραν της λογικής να εκμεταλλευτούμε τη συγκυρία του σεισμού για να βελτιώσουμε τις διμερείς μας σχέσεις δέον θα είναι αυτό να γίνεται με φειδώ, λόγω της προεκλογικής περιόδου στην οποία βρίσκεται η γειτονική χώρα. Η ζέση ορισμένων ας μην γίνει πολιτική αντηρίδα του κυβερνώντος κόμματος σε μία δύσκολη γι’ αυτό περίσταση.
Η πεποίθηση ότι οι τραγικές συνέπειες φυσικών φαινομένων δύνανται να επιλύουν πολιτικής υφής προβλήματα εδράζεται στην ιδεαλιστική αντίληψη περί της κοινής ανθρώπινης μοίρας, η συνειδητοποίηση της οποίας θα επιφέρει θετικά πολιτικά αποτελέσματα ενδοκρατικά και διακρατικά, καθώς και σε μία μεταθετικιστική θεώρηση ότι ο σεισμός -πέραν της κατάρρευσης των κτηρίων στο Χατάι- μπορεί να αποδημήσει και τις διϋποκειμενικές νοητικές κατασκευές που καθορίζουν ως ανταγωνιστικές και επηρεάζουν αρνητικά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Υπό αυτό το πρίσμα τα αντικρουόμενα -πολιτικά- συμφέροντα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας οφείλουν να επαναπροσδιοριστούν στη βάση της κοινής μας μοίρας και του όμορου γεωγραφικού χώρου. Πιο συγκεκριμένα, το αφήγημα ότι είμαστε δέσμιοι της γεωγραφίας συμπληρώνεται στην παρούσα συγκυρία με την κοινή απειλή του Εγκέλαδου. Αμφότερα τα γεωφυσικά επιχειρήματα είναι σωστά, δεν αίρουν όμως τον -πολιτικό- κίνδυνο να καταστούμε δεσμώτες του τουρκικού αναθεωρητισμού.
Εφ’ όσον οι φυσικές ή/και ανθρωπογενείς καταστροφές, δύνανται να προσδιορίζουν -πέραν της κοινής διαχείρισής τους- το πολιτικό περιβάλλον, φαντάζομαι πως η υγειονομική κρίση που προκάλεσε η νόσος του Covid 19 -την οποία ακόμη βιώνει η ανθρωπότητα- θα δρομολογούσε ανάλογες διαδικασίες συναρμογής περιφερειακά και ευρύτερα. Έως σήμερα μία τέτοια εξέλιξη δεν προκύπτει, δηλαδή ο θάνατος 6,8 εκατομμυρίων ανθρώπων πλανητικά δεν άλλαξε την ιεράρχηση των πολιτικών συμφερόντων των κρατών.
Είθε η γειτονική χώρα μετά τον πρόσφατο καταστροφικό σεισμό να συνειδητοποιήσει το πραγματικό εύρος των δυνατοτήτων της και τις ανάγκες της τουρκικής κοινωνίας, επαναπροσδιορίζοντας τόσο την εσωτερική όσο και την εξωτερική της πολιτική.
Η ελληνική πλευρά ας διατηρεί μια θετική προδιάθεση για τις εξελίξεις, ταυτόχρονα όμως να είναι έτοιμη για μία νέα επιδείνωση μετά τις εκλογές, ιδιαίτερα αν επικρατήσει ο νυν Πρόεδρος και το πολιτικό κόστος θα έχει επιμεριστεί, ενώ παράλληλα οι ανάγκες διαχείριση της καταστροφής στη γειτονική χώρα θα μειώνονται._