Στον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κ. Jean-Claude Juncker, έναν από τους πιο έμπειρους και αφοσιωμένους Ευρωπαίους πολιτικούς, πρέπει τουλάχιστον να αναγνωρίσουμε τη διαρκή και έμπρακτη στήριξή του στην Ελλάδα, σ’ όλη τη διάρκεια αυτής της μακράς κρίσης.
Ακόμη και όταν η ελληνική κοινωνία, με υψηλά ποσοστά της τάξης του 62%, απέρριπτε, υποτίθεται, το σχέδιό του, με το δημοψήφισμα που οργανώθηκε εν είδει μοχλού πολιτικής στήριξης της κυβέρνησης, στοχοποιώντας τον Πρόεδρο της Επιτροπής, ως τον εκπρόσωπο των ανάλγητων Ευρωπαίων εταίρων, ο κ. Junker έδειξε κατανόηση. Και επέμεινε, εντέλει πείθοντας τους ηγέτες των μεγάλων Κρατών- Μελών, να μην υιοθετηθεί το «σχέδιο εξόδου» της Ελλάδας από την Ευρωζώνη – ύψους 50 δις Ευρώ ―, αλλά το κατά περίπου 35 δις Ευρώ ακριβότερο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Προσαρμογής και Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων. Επρόκειτο για το 3ο στη σειρά Μνημόνιο, το οποίο περιέλαβε τη συνέχιση του συνόλου σχεδόν των ημιτελών από το 2ο Πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων.
Η παρούσα ελληνική κυβέρνηση, με την τύχη του πολιτικού χρόνου που είχε στη διάθεσή της, προχώρησε ακόμη περισσότερο και σχεδόν αποκλειστικά στην κατεύθυνση της δημοσιονομικής προσαρμογής, που, βέβαια, χρειάζονταν εκ νέου, μετά την εγκατάλειψη και άδοξη κατάληξη του 2ου Προγράμματος και τον εξ αυτού και δημοσιονομικό εκτροχιασμό του πρώτου εννεαμήνου του 2015. Και σ’ αυτήν την κατεύθυνση η ελληνική κυβέρνηση κινήθηκε με ευκολία, λόγω της εκ των πραγμάτων συνάφειας μιας πολιτικής εντατικής φορολόγησης με το «ιδεολογικό αιώρημα», που διακατέχει τα στελέχη της κυβερνώσας παράταξης. Αλλά και με επιτάχυνση και εντέλει αποτελεσματικά, με «υπεραποδόσεις», σε ό,τι τουλάχιστον αφορά στη σημαντική αύξηση των δημοσίων εσόδων, αξιοποιώντας τα θεσμικά «εργαλεία», που είχαν εδραιωθεί με τα προηγούμενα Προγράμματα, παρά την τότε μαχητική αντίθεση της αντιπολίτευσης και νυν κυβέρνησης.
Ενώ, πάντα η παρούσα κυβέρνηση, προσπάθησε συστηματικά, σε όλους τους τομείς άσκησης πολιτικής για τη διαθεσιμότητα κοινωνικών αγαθών, δηλαδή στην υγεία, την ασφάλεια και την παιδεία, να ελαχιστοποιεί – ή και να καταβάλλει με χωρίς προηγούμενο καθυστέρηση – τις λεγόμενες δαπάνες σε τρίτους. Που, ναι μεν αντιστοιχούν σε (πολύ) μικρό μέρος του ετήσιου προϋπ/σμού των υπουργείων και ευρύτερα του δημόσιου τομέα – λόγω του απαγορευτικά μεγάλου ποσοστού που καταλαμβάνει το μισθολογικό κόστος -, αλλά από την άλλη αφορούν σε έργο και εργασίες κρίσιμες για τη μέχρι σήμερα στοιχειώδη, ήδη πολύ χαμηλή, επιχειρησιακή επάρκεια των εν λόγω φορέων. Εξού και τα φαινόμενα υποχώρησης της αποτελεσματικότητας των δομών και των μηχανισμών διασφάλισης της δημόσιας ασφάλειας και κοινωνικής ειρήνης, της υγείας και της εκπαίδευσης – λιγότερο άμεσα φανερό στην τελευταία λόγω των φύσει μακροπρόθεσμων επιπτώσεων στο πεδίο.
Είναι φαεινότερον του ηλίου, ότι η απόσταση μεταξύ των πολιτικών προθέσεων, όπως αυτές εν μέρει αποτυπώθηκαν με δείκτες και προαπαιτούμενα στα εκάστοτε «Προγράμματα Προσαρμογής & Μεταρρυθμίσεων», και της εντέλει αποτελεσματικότητάς τους, υπήρξε μειούμενη στο διάστημα από το 2010 έως και το 2014, ενώ απογειώθηκε ξανά κατά το 3ο και τελευταίο Πρόγραμμα. Με μοναδική εξαίρεση το πεδίο της δημοσιονομικής προσαρμογής, που έτσι κι αλλιώς επιτεύχθηκε και καθ’ υπερβολήν, με μιαν εύθραυστη ισορροπία εσόδων και δαπανών του δημοσίου και με την εξίσου καθ’ υπερβολήν επιβάρυνση της οικονομίας. Αφού, η ισορροπία αυτή δεν ήλθε ως αποτέλεσμα της σταδιακής έστω αντιμετώπισης των γενεσιουργών αιτίων της κρίσης. Δηλαδή ως αποτέλεσμα αντίστοιχης προόδου στον τομέα των μεταρρυθμίσεων, με επιτεύγματα στο πεδίο των μη δημοσιονομικών στόχων και προαπαιτούμενων του Προγράμματος (όλοι σχεδόν μάθαμε για τα “prior actions”!).
Ακριβώς γιατί τα αποτελέσματα απέχουν πολύ από τις προθέσεις και τους προγραμματικούς στόχους, έχοντας αφήσει τα δύσκολα για τη διετία 2019-2020, θα περίμενε κανείς, αν όχι από το ελληνικό πολιτικό προσωπικό, τουλάχιστον από τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς, μεγαλύτερη ευαισθησία. Που θα αποτυπώνονταν σε δηλώσεις με «καθαρά μηνύματα» προς την ελληνική κοινωνία. Ότι δηλαδή, ενώ πράγματι φθάσαμε στην κατάληξη του Προγράμματος και αυτό συνιστά «κατάκτηση» του ελληνικού λαού, λόγω ακριβώς των άδικα και παράλογα αυξημένων θυσιών στις οποίες υπεβλήθη, ταυτόχρονα ο λαός αυτός πρέπει να αντιληφθεί ότι θα χρειασθούν ακόμη σημαντικές αλλαγές, «ξεβόλεμα», αρκετών ακόμη «ομάδων», έτσι ώστε να διασφαλισθεί η ευημερία των επόμενων γενεών.
Με λίγα λόγια, πραγματικά προβληματίζει, όντας κατώτερη των περιστάσεων η δήθεν κολακευτική για τον («χαϊδεύοντας τα αυτιά» του) ελληνικό λαό δήλωση του φιλέλληνα Προέδρου της Επιτροπής. Ότι «... μετά την 20η Αυγούστου, η Ελλάδα θα βγει από ένα οκταετές πρόγραμμα χρηματοδοτικής στήριξης, όντας πλέον ικανή να στηριχθεί στις δικές της δυνάμεις (χωρίς τη βοήθεια άλλων Ευρωπαϊκών κρατών), διασφαλίζοντας τη θέση της στην καρδιά της Ευρωζώνης και της Ένωσης». Ενώ γνωρίζει ότι κάτι τέτοιο μπορεί να ισχύσει για μέγιστο διάστημα 12-18 μηνών, εφόσον δεν προχωρήσουν και μάλιστα γρήγορα οι μεταρρυθμίσεις στις αγορές αγαθών και στον δημόσιο τομέα, την υγεία, την παιδεία και – εκ νέου – την ασφάλιση. Τί, άραγε, θα του στοίχιζε εάν προσέθετε μια φράση, και συγκεκριμένα ότι αυτό θα είναι «βιώσιμο», μόνον εφόσον γίνουν οι καθυστερημένες («καταραμένες») μεταρρυθμίσεις;
Και έτσι, δυστυχώς για την εικόνα των θεσμών αυτών, απέναντι κυρίως στα υποσχόμενα – για ενδεχόμενη διέξοδο – τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και σε βάρος της αναγκαίας ευαισθητοποίησης της κοινωνίας αυτής, ο Πρόεδρος της ΕΕ διαψεύσθηκε τραγικά, σχεδόν «πριν αλέκτων λαλήσαι τρις!». Η τραγική καταστροφή με τις πρόσφατες πυρκαγιές στην Αττική, που μας προετοιμάζουν για επαναλαμβανόμενα παρόμοια φαινόμενα φυσικών καταστροφών, καθιστούν πλήρως εμφανή τη δυσβάσταχτη ανεπάρκεια των δημόσιων υπηρεσιών να εκτελέσουν. Με αποτελέσματα εξόφθαλμα και όχι διάχυτα και μακροπρόθεσμα, όπως σε άλλα πεδία.
Βασικό «μάθημα» για την όποια «επανεκκίνηση»: θα πρέπει εντέλει και οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί να επανεξετάσουν τη στάση τους αλλά και τη συνέπεια των πολιτικών τους, σε όλα τα επίπεδα, από τους οιονεί αιρετούς Επιτρόπους έως τη γραφειοκρατία τους. Βοηθώντας ταυτόχρονα το ελληνικό πολιτικό προσωπικό και εντέλει τον ελληνικό λαό.
Το άρθρο συνυπογράφεται από τον Δρ. Νικήτα Καστή, [Εμπειρογνώμων Ευρωπαϊκής Πολιτικής] και τον Δρ. Αντώνη Ζαΐρη, μέλος της Ένωσης Αμερικανών Οικονομολόγων (ΑΕΑ)