Είναι ο γονέας που γίνεται γονείς. Είναι η μάνα που μένει πίσω με ένα παιδί κι υπηρετεί διπλό ρόλο, και τον δικό της και του πατέρα που λείπει. Ο πατέρας είτε έχει αποβιώσει, είτε εγκαταλείψει τη μητέρα και το παιδί τους, είτε -για σοβαρούς λόγους- έχει ανατεθεί, δικαστικά, κατ’ αποκλειστικότητα η γονική μέριμνα του παιδιού στη μητέρα. Κι ο τιτάνιος, υπεράνθρωπος κι ηρωικός αγώνας ξεκινά. Κάποιες φορές, από την ώρα μηδέν: πριν ακόμα γνωρίσει το παιδί τους, ενώ το κουβαλά στα σπλάχνα της…
Η γιορτή της Ημέρας της Μητέρας σήμερα, Κυριακή 10 Μαΐου, αποτελεί μια καλή ευκαιρία να έρθουμε πιο κοντά στη ψυχολογία, να ενημερωθούμε για την καθημερινότητα, να μάθουμε το προφίλ, να πληροφορηθούμε τα εργασιακά δικαιώματα αλλά και την ελληνική πραγματικότητα που αφορούν τις ελληνίδες single mothers με τη βοήθεια της συμβούλου Σχέσεων, Παιδιού και Οικογένειας (BA, Psychology), Αναστασίας Φρόντζου και της δικηγόρου Αθηνών, LLM πολιτικής δικονομίας με εξειδίκευση στα εργασιακά ζητήματα, Χρύσας Αντωνοπούλου. Και πρώτα – πρώτα πως διαμορφώνεται η θέση της την εποχή της πανδημίας του Covid – 19:
“Όπως σε κάθε κρίσιμη κατάσταση, έτσι και με το ξέσπασμα της πανδημίας, η μόνη μητέρα καλείται να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων”
Μόνη μητέρα στην εποχή του κορονοϊού
«Όπως σε κάθε κρίσιμη κατάσταση, έτσι και με το ξέσπασμα της πανδημίας, η μόνη μητέρα καλείται να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Αρχικά, να ερευνήσει και να κατανοήσει η ίδια τι συμβαίνει. Είναι απαραίτητο να καθησυχάσει πρώτα τον εαυτό της και στη συνέχεια να ενημερώσει το παιδί της για την κατάσταση, έχοντας κατά νου την ηλικία του αλλά και την ψυχοσυναισθηματική του ωριμότητα. Να μην το θορυβήσει αλλά να τονίσει τη σημασία της συμμόρφωσής μας με τις οδηγίες των ειδικών και να το εποπτεύει. Και φυσικά, πέραν των υπόλοιπων χρονοβόρων καθημερινών συνηθειών, να προσθέσει και τις επιβαλλόμενες λόγω covid», μας λέει η κ. Φρόντζου και συμπληρώνει:
«Απ’ την άλλη, μία μόνη μητέρα έρχεται αντιμέτωπη και με άλλες σοβαρές αποφάσεις σ’ αυτή την κρίσιμη κατάσταση: Αν το παιδί είναι προσχολικής ή πρώτης σχολικής ηλικίας θα αναγκαστεί να επιστρέψει στη δουλειά της όταν και εάν ανοίξουν τα σχολεία. Αυτό θα έχει σημαντικές οικονομικές συνέπειες στη ζωή και των δυο τους, μιας και το μόνο εισόδημα προέρχεται από την εργασία της. Αν και έχει προβλεφθεί η άδεια ειδικού σκοπού και σχετική αποζημίωση από το κράτος, καλό είναι να υπάρχει ειδική μέριμνα γι’ αυτήν την τόσο ευάλωτη αλλά και ηρωικά μαχόμενη κοινωνική ομάδα».
«Με την κρίση του ιού θα δούμε να διογκώνονται φαινόμενα όπως εκδικητικότητας εργοδοτών σε γυναίκες που έκαναν καταγγελία μέσω δικηγόρου ή επιθεώρηση εργασίας κατά του εργοδότη, ζήτησαν ακύρωση της απόλυσής τους και δεν δικαιώθηκαν σε επίπεδο δικαστικό, με αποτέλεσμα να μην μπορέσουν να βρουν δουλειά, και να έχουν συναντήσει την εκδικητικότητα κι άλλων εργοδοτών», αναφέρει με τη σειρά της η κυρία Αντωνοπούλου.
Μόνη μητέρα κι αντιμετώπιση της απώλειας
«Ένας χωρισμός (για όποιον λόγο κι αν συνέβη) σηματοδοτεί μια απώλεια, την οποία συνοδεύει μια περίοδος πένθους. Μία περίοδος όπου η μόνη μητέρα, με το δικό της τρόπο, θα θρηνήσει για την απώλεια της ευτυχισμένης σχέσης που περίμενε να έχει και τελικά δεν είχε. Θα θρηνήσει που αναγκάζεται να αποσύρει όλες τις συναισθηματικές της επενδύσεις απ’ τον σύντροφο που είχε εξιδανικεύσει μέσα της, αλλά και να ”αποκαθηλώσει” όλα τα όνειρά της για τη σχέση αυτή. Αν έχει χωρίσει, θα πρέπει να αποχαιρετήσει ένα ολόκληρο κομμάτι της καθημερινής της ζωής, τις συνήθειές της. Αν έχει εγκαταλειφθεί, θα χρειαστεί να διαχειριστεί το επώδυνο αίσθημα της απόρριψης, του θυμού, της θλίψης, της ντροπής. Αν έχει χάσει τον σύντροφό της, το πένθος θα είναι κυριολεκτικό με τις αναμνήσεις ζωντανές για πολύ καιρό. Για όλα αυτά, η μόνη μάνα καλείται να επιδείξει δύναμη ψυχής. Να μαζέψει, χωρίς την πολυτέλεια του άφθονου χρόνου, τα κομμάτια της και να στηρίξει την ψυχολογία της, ώστε να είναι σε θέση να μεγαλώσει το παιδί της αλλά, κι αργότερα, να μπορέσει να του εξηγήσει για ποιόν λόγο πορεύθηκαν δυο τους στη ζωή», λέει η κυρία Φρόντζου
“Η ελληνική κοινωνία ενώ φημίζεται για τα γρήγορα αντανακλαστικά της όταν κάποιος είναι σε ανάγκη, και πασχίζει να προσφέρει και να συμπαρασταθεί, την ίδια στιγμή μπορεί να γίνει αδιάκριτη, επικριτική, τιμωρητική”
Μόνη μητέρα, ανεκπλήρωτα όνειρα και κοινωνία
«Όταν μία μητέρα μένει μόνη, μοιραία αλλάζουν πολλά απ’ το πλάνο που είχε κάνει η ίδια για τη ζωή της. Ο ερχομός ενός παιδιού σηματοδοτεί ένα σημαντικό κι ευχάριστο σταθμό στον βίο της αλλά δεν παύει οι ισορροπίες να αλλάζουν και μπαίνουν άλλες προτεραιότητες. Οι σπουδές μπορεί να μην ξεκινήσουν καν ή να διακοπούν ή να μην ολοκληρωθούν ποτέ. Η καριέρα, μπορεί να μείνει ένα ανεκπλήρωτο όνειρο. Η γυναίκα μπορεί να νιώθει μειονεκτικά δίπλα σε άλλες, που κατάφεραν να πάρουν ένα χαρτί, σε άλλες που κατάφεραν να χτίσουν την καριέρα τους ή σε κείνες που, τελικά, της πήραν την θέση όταν εκείνη έφυγε …», μας λέει επίσης η ίδια. Αλήθεια, πως την αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία;
«Η ελληνική κοινωνία χαρακτηρίζεται από την εξής διπολικότητα: ενώ φημίζεται για τα γρήγορα αντανακλαστικά της όταν κάποιος είναι σε ανάγκη, και πασχίζει να προσφέρει και να συμπαρασταθεί, την ίδια στιγμή μπορεί να γίνει αδιάκριτη, επικριτική, τιμωρητική. Μια μόνη μητέρα βρίσκεται, απ’ την πρώτη στιγμή του εντοπισμού της, στον μεγεθυντικό φακό συγγενών, φίλων, γειτόνων: “Την εγκατέλειψε; Βρήκε άλλη; Το παιδί είναι εκτός γάμου; Οι γονείς της θα το δεχτούν; Πώς πέθανε ο πατέρας; Τι θ’ απογίνει …τ’ ορφανό;”
Η μόνη μητέρα καλείται να ορθώσει τείχη, να μην καμφθεί από αδιάκριτες ή επικριτικές συμπεριφορές και να μείνει προσηλωμένη στο στόχο της: να είναι μια χαρούμενη μαμά που μεγαλώνει ένα χαρούμενο παιδί. Σ’ αυτόν τον αγώνα, είναι απαραίτητο ένα υποστηρικτικό περιβάλλον (οι γονείς της, τ’ αδέρφια της, οι στενοί της φίλοι)», υποστηρίζει.
Στην Ελλάδα είμαστε πίσω από κάθε άποψη
«... Όχι μόνο στις μητέρες στις μονογονεϊκές οικογένειες, αλλά και στις μητέρες που έχουν οικογένεια με σύζυγο. Δεν υπάρχουν δικαιώματα, επιπλέον δεν μπορεί να πει κάποιος ότι αναγνωρίζονται περαιτέρω δικαιώματα και περαιτέρω ελαφρύνσεις πέρα από κάποιες άδειες που δίνονται μετά τον τοκετό, το δικαίωμα του μειωμένου ωραρίου που μπορεί να εφαρμόσει μια γυναίκα μετά την εγκυμοσύνη (σε συνεννόηση φυσικά με τον εργοδότη), με ό,τι κόστος μπορεί να έχει αυτό και στην εργασιακή της εξέλιξη και στο πόσο θα δυσαvασχετήσει ο εργοδότης αν βλέπει μια εργαζόμενή του που θέλει π.χ να εφαρμόσει το μειωμένο ωράριο του θηλασμού....», συμπληρώνει η κυρία Αντωνοπούλου. Και υπογραμμίζει: «Βλέπουμε ότι κατά κανόνα οι εργοδότες και αποφεύγουν να προσλάβουν γυναίκες που αντιλαμβάνονται ότι είναι σε ηλικία για να κάνουν οικογένεια και πολύ περισσότερο βέβαια όταν αυτές εγκυμονούν. Προσπαθούν, δε, όσο γίνεται με πλάγιους τρόπους, να μην παρέχουν ο,τι πρέπει να παρέχουν (αυτά τα λίγα που είναι θεσμοθετημένα στην Ελλάδα)».
“Γυναίκες που εργάζονται στον δημόσιο τομέα μπορούν πολύ εύκολα με ένα χαρτί ιδιώτη γιατρού να επικαλεστούν πρόβλημα - για παράδειγμα στην εγκυμοσύνη - να πάρουν άδεια και να επιστρέψουν στη δουλειά τους 7-8 μήνες μετά τον τοκετό, ενώ αντίστοιχο δικαίωμα δεν μπορεί να υπάρξει στον ιδιωτικό τομέα”
Είναι η νομοθεσία ευνοϊκή σε σχέση με Ευρώπη και Αμερική;
«Προσωπικά δεν βλέπω κάποια ευνοϊκή διάθεση...Δικαιώματα μπορεί να πει κάποιος ότι γενικότερα έχουμε στον δημόσιο τομέα. Γυναίκες που εργάζονται στον δημόσιο τομέα μπορούν πολύ εύκολα με ένα χαρτί ιδιώτη γιατρού να επικαλεστούν πρόβλημα - για παράδειγμα στην εγκυμοσύνη - να πάρουν άδεια και να επιστρέψουν στη δουλειά τους 7-8 μήνες μετά τον τοκετό, ενώ αντίστοιχο δικαίωμα δεν μπορεί να υπάρξει στον ιδιωτικό τομέα - πόσο μάλλον αν είναι κάποιος αυτοαπασχολούμενος. Δεν υπάρχει κατοχύρωση, βλέπουμε π.χ γυναίκες που γεννούν παιδιά και είναι λογίστριες, γιατροί, δικηγόροι, να παίρνουν το επίδομα τέκνου έξι και επτά χρόνια από τη γέννηση του παιδιού από το ασφαλιστικό τους ταμείο. Οπότε δεν μπορούμε να μιλάμε για δικαιώματα σε αυτήν την περίπτωση, μιλάμε για μια τελείως άνιση μεταχείριση ανάμεσα σε εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα και αντίστοιχα σε ιδιωτικούς εργαζόμενους ή αυτοαπασχολούμενους. Μιλάμε για τελείως διαφορετικά πράγματα. Στη μια περίπτωση μιλάμε για πολίτες που αναγνωρίζουν τα δικαιώματα και στην άλλη περίπτωση για πολίτες γ′ κατηγορίας. Δεν υπάρχει ούτε καν προσπάθεια εξομοίωσης και δεν υφίσταται κάτι τέτοιο», απαντά η κυρία Αντωνοπούλου.
Μόνη μητέρα, με απαιτητική καθημερινότητα και ευθύνη αποφάσεων
«Όλα περνάνε από τα χέρια της και χρειάζονται την εποπτεία της: η φροντίδα του παιδιού, η παρασκευή του φαγητού, το τάϊσμά του, η καθαριότητά του, το διάβασμά του, η ψυχαγωγία του. Εκείνη θα το πάει στον γιατρό, στις δραστηριότητες, στον παιδότοπο, στους παππούδες του. Εκείνη θα φροντίσει για το σούπερ μάρκετ, για την καθαριότητα αλλά και, γενικότερα, για την εύρυθμη λειτουργία του σπιτιού. Είναι πραγματικά δύσκολο, αν σκεφτεί κανείς, να θες να κάνεις ένα μπάνιο και να χρειάζεται να πάρεις και το μωρό μαζί σου…Να θες να κοιμηθείς κι εκείνο να κλαίει γιατί ανεβάζει πυρετό…Να θες να δεις μία ταινία κι εκείνο να θέλει να παίξετε με τα παιχνίδια του… Να θες να μιλήσεις σε μια φίλη, κι εκείνο να σε θέλει κοντά του, εκείνη ακριβώς, τη στιγμή, γιατί δεν υπάρχει κάπου γύρω ο μπαμπάς του να το απασχολήσει», περιγράφει την καθημερινότητα της single mother η κυρία Φρόντζου. Αλήθεια τι είναι αυτό που «βαραίνει» περισσότερο στους ώμους της; «Τα ηθικά διλήμματα και η ευθύνη όλων των αποφάσεων είναι συχνά ασύμμετρα», απαντά η ίδια. «Από τότε που το παιδί είναι μικρό μέχρι την εφηβεία του και την ενηλικίωσή του, όλες οι ασήμαντες και σημαντικές αποφάσεις κρίνονται από την μόνη μητέρα. Χωρίς να υπάρχει ο πατέρας να προτείνει κάτι ή να μοιραστούν την ευθύνη για ό,τι αποφασίσουν. Για θέματα υγείας (αν το παιδί έχει πχ χρόνιο νόσημα), για θέματα εκπαίδευσης (πχ σε ποιο φροντιστήριο να το στείλω), για θέματα διαπαιδαγώγησης (πχ πώς θα το οριοθετήσω;) κ.α.».
“Η μητέρα υιοθετημένου παιδιού παραδίδει μαθήματα για την αυθεντικότητα του μητρικού ρόλου που δεν εξαρτάται από βιολογικούς παράγοντες, αποδεικνύοντας πως η πραγματική και ανιδιοτελής αγάπη υπερβαίνει αυτά που ορίζει το DNA”
Μόνη μητέρα και εφηβεία, μόνη μητέρα και υιοθεσία
Για τις δυο συνθήκες αυτές, η κυρία Φρόντζου έχει να επισημάνει: «Η εφηβεία, μια ιδιαίτερη ηλικιακή περίοδος, καλεί τους γονείς να παίρνουν καθημερινά σοβαρές αποφάσεις για τον έφηβο καθώς γεννά αμέτρητα ερωτήματα: πώς θα τον προσεγγίσω, πώς θα τον προστατέψω απ’ τις ακατάλληλες παρέες κι απ’ τις ουσίες, πώς θα διαχειριστώ τα ξεσπάσματά του, τι θα κάνω αν κάτι πάει στραβά; Η μόνη μητέρα δεν είναι υποχρεωμένη να γνωρίζει τα πάντα. Είναι απαραίτητο, σε κομβικά σημεία της ζωής της, να συμβουλεύεται ειδικούς. Κι εκείνοι, οφείλουν και θα είναι δίπλα της, όπως κάνουν με όλους τους γονείς. Η υιοθεσία, πάλι, είναι μια μεγαλειώδης πράξη αγάπης ενός ζευγαριού προς ένα παιδί που στερείται τη βιολογική του οικογένεια. Πρόκειται για μια κοινωνική και ψυχοσυναισθηματική πράξη, που, κατά κύριο λόγο, γίνεται για το όφελος του παιδιού. Όταν, όμως, η απόφαση για υιοθεσία λαμβάνεται και υποστηρίζεται αποκλειστικά από μία γυναίκα, τότε η πράξη είναι διπλά ηρωική.
Η θετή μόνη μητέρα, μέσα από αμέτρητες δυσκολίες, με ανελλιπή φροντίδα, αφοσίωση και άνευ όρων αγάπη για το παιδί που περίμενε μια ζωή, παραδίδει μαθήματα για την αυθεντικότητα του μητρικού ρόλου που δεν εξαρτάται από βιολογικούς παράγοντες, αποδεικνύοντας πως η πραγματική και ανιδιοτελής αγάπη υπερβαίνει αυτά που ορίζει το DNA. Πονάει για το παιδί της, αγωνιά, γίνεται φύλακας άγγελός του και διώχνει σαν αλεξικέραυνο κάθε πιθανό κίνδυνο για κείνο, κάθε τι που θα μπορούσε να το πληγώσει. Και το υιοθετημένο παιδί που μεγαλώνει με την άνευ όρων αγάπη και αποδοχή της, μεγαλώνει ευτυχισμένο και εξελίσσεται σε έναν υγιή, ψυχολογικά, ενήλικα που γνωρίζει για την υιοθεσία του και νιώθει περήφανος και τυχερός που είναι αυτός, το ‘πολύτιμο’ παιδί της».