«Ενημερώθηκε» λέει, από αρμοδίους καθώς «μέχρι πρότινος δεν είχε ισχυρή άποψη».
Κι έτσι, δίχως να έχει επισκεφθεί τον αρχαιολογικό χώρο του σταθμού Βενιζέλου, δίχως να συναντηθεί με όσους έχουν αντίθετη άποψη ― τεκμηριωμένη, καθώς η παραμονή των αρχαίων στον Σταθμό ήταν μια επιλογή που ακολουθούσε η Αττικό Μετρό τα τελευταία χρόνια, δίχως καν να λάβει υπόψη του τα εξόχως εγκωμιαστικά σχόλια και παρεμβάσεις ξένων διαπρεπών βυζαντινολόγων για τα ευρήματα, όπως του διευθυντή της Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales του Παρισιού, Πάολο Οντόρικο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποφάσισε κατά την επίσκεψή του στην ΔΕΘ να γυρίσουμε στο 2013, και στην επιλογή που πρόκριναν τότε τεχνοκράτες προερχόμενοι από την ΝΔ, για απόσπαση και επανατοποθέτηση των μνημείων στο Σταθμό.
Φυσικά, όταν μιλάμε για την βυζαντινή Μέση Οδό, που υπάρχει στο σταυροδρόμι της Βενιζέλου με την Εγνατία, η λύση της απόσπασης - επανατοποθέτησης ισοδυναμεί με την καταστροφή του ολοκληρωμένου αρχαιολογικού περιβάλλοντος που αποκάλυψαν οι εργασίες του μετρό: «Είναι εντυπωσιακό το ότι κατεβαίνεις λίγα μέτρα και είναι σαν να μπαίνει κανείς στη μηχανή του χρόνου. Είναι απτό δείγμα της απόλυτης βυζαντινής διαχρονίας της πόλης», θα πει ο Πάολο Οντόρικο, κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωση των αρχαιοτήτων που βρέθηκαν στο Μετρό της Αθήνας, μια σύγκριση την οποία χρησιμοποίησε και ο πρωθυπουργός για να υπεραμυνθεί της επιλογής του.
Άρα; Άρα η επιλογή που προκρίνουν οι τεχνοκράτες του νεοδημοκρατικού περιβάλλοντος, καθώς και άλλοι παράγοντες της πόλης ισοδυναμεί με μια μεγάλη “πολιτιστική αποεπένδυση”. Το «απτό δείγμα της απόλυτης βυζαντινής διαχρονίας της πόλης» μπορούσε να εξελιχθεί σε έναν εμβληματικό αρχαιολογικό χώρο, που συνδυάζει την χρήση ενός σύγχρονου μέσου μαζικής μετακίνησης με μια περιήγηση σε μια περίοδο 1.000 χρόνων μεσαιωνικού αστικού της βίου. Κάτι που θα άλλαζε την φυσιογνωμία της περιοχής, η οποία τον τελευταίο καιρό υποβαθμίζεται καθώς η τοπική αγορά βυθίζεται στην κρίση, που θα παρήγε έσοδα για την Αττικό Μετρό (συμβάλλοντας στην απόσβεση του κόστους κατασκευής), αλλά και κύρος αφού ένας καλοφτιαγμένος αρχιτεκτονικά σταθμός-μουσείο ενδεχομένως να ήταν και μοναδικός για το είδος του στην Ευρώπη.
Τέλος, η πόλη θα είχε να κερδίσει και κάτι ακόμα: Ένα μνημείο της βυζαντινής της διαχρονίας, σε μια εποχή που η ελληνικότητά της αμφισβητείται, και θα αμφισβητηθεί στο μέλλον ολοένα και εντονότερα, από το επεκτατικό, νεο-οθωμανικό αφήγημα του καθεστώτος Ερντογάν, το οποίο προβάλει για την πόλη κατ αποκλειστικότητα την “οθωμανική Θεσσαλονίκη”.
Πολλαπλά τα οφέλη, λοιπόν, από την επιλογή για την παραμονή των ευρημάτων στον σταθμό της Βενιζέλου. Σε άλλες χώρες, θα υποδέχονταν την αποκάλυψη της βυζαντινής οδού ως ευλογία. Εδώ, οι κύκλοι που προκρίνουν την επιλογή της απόσπασης-επανατοποθέτησης, η οποία θα είναι λειψή καθώς δεν γίνεται να αποσπάσεις έναν ολόκληρο δρόμο και να τον ξανατοποθετήσεις, χώρια που δεν γνωρίζουμε τι υπάρχει ακριβώς από κάτω, εξ αρχής αντιμετώπισαν την αποκάλυψη των αρχαιοτήτων ως “κατάρα”.
Αυτή η αντίληψη πήρε την ρεβάνς με τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού για το Μετρό της Θεσσαλονίκης. Τα επιχειρήματά της είναι εντελώς σαθρά. Αρχικώς, έλεγε ότι ο σταθμός δεν μπορεί να ολοκληρωθεί με την παραμονή των αρχαίων επί τόπου. Μετά, έλεγε ότι είναι ακριβή επιλογή, ύστερα ότι θα καθυστερήσει το έργο, τώρα, ότι ευθύνεται για το ότι θα παραδοθεί «κολοβό», με μεγάλες συνέπειες για την λειτουργικότητά του.
Συμβαίνει όμως το ανάποδο· οι αρχαιότητες αποκαλύφθηκαν το 2013, έχουμε 2019. Αν οι ιθύνοντες της κατασκευής του μετρό, αντιδρούσαν όπως σε μια οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης, δεν θα υπήρχε καν ζήτημα, και πολύ πιθανόν έξι χρόνια μετά ο σταθμός-μουσείο να ήταν έτοιμος. Η διαμάχη ήταν εκείνη που κόστισε σε χρόνο και χρήμα, και βέβαια, μιλάμε για έναν σταθμό που θα απέχει... 500 μέτρα από εκείνον στην Αγίας Σοφίας, και 800 από εκείνον της Πλατείας Δημοκρατίας.
Άρα; Άρα το ζήτημα είναι προφανές: Η ανάδειξη των αρχαιολογικών ευρημάτων επί τόπου στο Σταθμό της Βενιζέλου αποτελεί μια μεγάλη πολιτιστική, οικονομική και εθνική επένδυση· η επιλογή του πρωθυπουργού, ήταν εντελώς λανθασμένη, όπως άστοχος (αλλά και άδικος για την Θεσσαλονίκη και τους πολίτες της) ήταν και ο τρόπος που έλαβε αυτήν την απόφαση, με μια προχειρότητα την οποία υπαινίχθηκε ακόμα και ο ίδιος στις δηλώσεις του.
Η πόλη οφείλει να αντιδράσει σε αυτήν την κακή εξέλιξη, και να πιέσει ώστε ο πρωθυπουργός να πάρει πίσω την απόφασή του. Δεν είναι ζήτημα κομματικής τοποθέτησης, ούτε είναι είναι σωστό τα αρχαία της Βενιζέλου να “καούν” ως πρώτη ύλη στην αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Το ζήτημα μπορεί να ενώσει τους Θεσσαλονικείς στην προοπτική που δίνει για την πόλη, κι επίσης, επειδή ακριβώς η Βόρεια Ελλάδα και η Θεσσαλονίκη μπαίνει σιγά σιγά σε έναν αιώνα γεωπολιτικής περιδίνησης, διατηρεί και εθνικές διαστάσεις.
Γι′ αυτό ακριβώς, πρέπει να τεθεί ως τέτοιο. Και όχι, όπως έκανε η προηγούμενη κυβέρνηση, μαζί με την διορισμένη από αυτήν, τότε διοίκησή του Μετρό, που το μετέβαλλαν δίχως ντροπή σε προπαγανδιστικό εργαλείο της παράταξής τους. Τα αρχαία της Βενιζέλου, όπως και όλο το έργο, το οποίο έφτασαν να εγκαινιάζουν με... σκηνικά μουσαμάδες προσβάλοντας βάναυσα την νοημοσύνη των Θεσσαλονικέων. Γιατί, αν έχουν τέτοιους συμμάχους τα αρχαία της Βενιζέλου, τι τους θέλουν τους εχθρούς τους;