Η υπόσχεση ενός ψηφιακού παραδείσου στις συναλλαγές δημοσίου και πολιτών όπου η αυτοματοποίηση θα γλυτώνει χρόνο και θα αυξάνει την παραγωγικότητα όλων είναι πράγματι αρκετή για να μας προδιαθέσει θετικά για κάθε τέτοια προσπάθεια και θα ήταν άδικο να γίνει κάποιος επικριτικός σε τέτοιες προσπάθειες.
Από την άλλη όμως, η ψηφιοποίηση των συναλλαγών και των διαδικασιών ειδικά στο δημόσιο τομέα κρύβει ορισμένους κινδύνους που μπορούν να αναιρέσουν την όποια ωφέλεια και θετική προδιάθεση της κοινωνίας. Είμαι σίγουρος ότι ο Υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης γνωρίζει τους κινδύνους αυτούς, αλλά η εμπειρία μου ως χρήστη των υπηρεσιών του δημοσίου, μου επιβάλλει να παραθέσω από τώρα κάποιες σκέψεις που πιστεύω ότι θα φανούν χρήσιμες.
Στους μύστες των ζητημάτων προγραμματισμού και πληροφορικής είναι γνωστό ότι ο ρόλος της πληροφορικής είναι υποστηρικτικός και όχι κυρίαρχος: Η πληροφορική δεν έχει σκοπό να δημιουργήσει ή να ορίσει τα δεδομένα αλλά απλώς να τα καταγράψει και διαχειριστεί. Κατ’ επέκτασιν στον δημόσιο τομέα, ενόψει της επικείμενης ψηφιοποίησης η πληροφορική δεν είναι αυτή που θα ορίσει πότε εκδίδεται μια ήδη πράξη π.χ. πότε βγαίνει ένα διαβατήριο. Αυτό θα εξακολουθήσει να το κάνει ο νόμος, όπως το κάνει ήδη. Το ζητούμενο που δημιουργείται με τη ψηφιοποίηση και τη μηχανογράφηση είναι η σχέση τους με το νόμο. Είναι αυτονόητο αλλά εντούτοις πρέπει να επισημανθεί γιατί στη πράξη τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.
Η βασική αστοχία που κατά καιρούς ταλαιπωρεί τους πολίτες όταν οι υπηρεσίες ξεκινούν προσπάθειες μηχανογράφησης ή ψηφιοποίησης είναι η απουσία εναρμόνισης με το κείμενο, το πνεύμα και τις εξελίξεις του νόμου, που δεν χωράνε σε ένα στατικό σύστημα πληροφορικής. Για να γίνω αντιληπτός θα παραθέσω δυο πολύ συγκεκριμένα παραδείγματα μηχανογραφικής αστοχίας, οι οποίες προκάλεσαν αφόρητη ταλαιπωρία σε έναν άτυχο φορολογούμενο:
Σε μια περίπτωση που έτυχε να γνωρίζω, μια εταιρεία επιχείρησε να μπει στον εξωδικαστικό συμβιβασμό υποβάλλοντας στην σχετική πλατφόρμα πλήρη φάκελο με οικονομοτεχνικές μελέτες και ότι άλλο δικαιολογητικό ήταν απαραίτητο. Κάποια στιγμή όμως ένα δάνειό της εταιρείας εκχωρήθηκε σε ένα αλλοδαπό fund και πλέον αυτό είχε βάσει νόμου όλα τα δικαιώματα να συνεχίσει την διαδικασία στη θέση της τράπεζας. Εντούτοις όμως στη πλατφόρμα του συστήματος δεν προβλεπόταν η διαδικασία αντικατάστασης του ονόματος της τράπεζας με το όνομα του fund με αποτέλεσμα να σταματήσει η διαδικασία γιατί κανείς (ούτε ο συντονιστής) δεν ήξερε τι έπρεπε να γίνει. Ας το πω άλλη μια φορά: Κόλλησε η διαδικασία επειδή δεν υπήρχε τρόπος να γραφτεί στο σύστημα ότι το δάνειο εκχωρήθηκε, παρά το γεγονός ότι αυτό είναι νόμιμο! Απλά οι προγραμματιστές του συστήματος του εξωδικαστικού συμβιβασμού δεν το πρόβλεψαν. Εννοείται ότι επιχειρήθηκε να γίνει επικοινωνία με την Ειδική Γραμματεία Ιδιωτικού Χρέους τηλεφωνικά αλλά και με e-mail αλλά δυστυχώς ουδεμία απόκριση υπήρξε. Η μόνη αίσθηση που αποκομίσαμε είναι ότι τους ενοχλούμε.
Ευτυχώς όμως την περίοδο αυτή φάνηκε φως στο τούνελ λόγω της ψήφισης των 120 δόσεων. Εντούτοις ο δαίμων της ψηφιοποίησης εμφανίστηκε με άλλη μορφή για να ταλαιπωρήσει την εταιρία που ανέφερα παραπάνω. Για κάποιον λόγο που κανείς δεν μπορούσε να μας εξηγήσει, οι οφειλές από ΦΠΑ του δευτέρου εξαμήνου του 2014 δεν μπορούσαν να περιληφθούν στην ρύθμιση (!). Δεν εμφανίζονταν ως επιλέξιμες για ρύθμιση! Πιθανολογώ ότι είχε γίνει αντιγραφή (copy paste) του κώδικα προγραμματισμού που είχε χρησιμοποιηθεί σε προηγούμενη ρύθμιση οφειλών, η οποία όντως δεν επέτρεπε να ρυθμιστούν αυτές οι οφειλές.
Τελικά το τέρας νίκησε και αυτές οι οφειλές έμειναν εκτός του ευεργετήματος των 120 δόσεων και μπήκαν σε άλλο καθεστώς ρύθμισης.
Ενόψει όλης αυτής της μικρής και αχρείαστης οδύσσειας εύλογα μου γεννήθηκαν ορισμένες σκέψεις για τον οδικό χάρτη της ψηφιοποίησης των συναλλαγών με το δημόσιο.
Το πρώτο και βασικό συμπέρασμά μου είναι ότι η ψηφιοποίηση μπορεί να ενισχύσει το σύνδρομο του “ανύπαρκτου υπεύθυνου” στο δημόσιο. Το γεγονός ότι μια διαδικασία γίνεται ηλεκτρονικά δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να αφεθεί στη τύχη της και να μην τη παρακολουθεί κανείς. Θα πρέπει να υπάρχει έστω ένας υπάλληλος υπεύθυνος για να μπορεί να καθοδηγήσει τους πολίτες σε περιπτώσεις πολυπλοκότητας ή να αναφέρει στους ανωτέρους του τυχόν νέα προβλήματα που θα ανακύψουν. Η αντιμετώπιση προς τους πολίτες τύπου “αυτό είναι, φάτο!”, όχι μόνο θα εξαφανίσει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας στην ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης, αλλά θα παγιώσει αμετάκλητα τις παθογένειες της.
Εκτός όμως από την ανάθεση της επίβλεψης κάθε ψηφιακής συναλλαγής σε συγκεκριμένα πρόσωπα θα πρέπει να υπάρχει και ένας μηχανισμός διαρκούς επικαιροποίησης.
Οι νόμοι πάνω στους οποίους στηρίζονται οι ψηφιακές διαδικασίες εξελίσσονται, καταργούνται, κηρύσσονται αντισυνταγματικοί κλπ και θα πρέπει η μηχανογράφηση και τα ολοκληρωμένα πληροφοριακά συστήματα να επικαιροποιούνται αντίστοιχα. Και η πρωτοβουλία για την επικαιροποίηση δεν θα πρέπει να γίνεται μόνο υπηρεσιακώς. Πολλές φορές η πραγματικότητα έχει αντανακλαστικά πιο γρήγορα από αυτά των υπηρεσιών όπως θα εξηγήσω πιο κάτω. Θα πρέπει επομένως να υπάρχει για κάθε ψηφιακή συναλλαγή και η αντίστοιχη πρόβλεψη για παρακολούθηση (monitoring) των τυχόν νέων ή περιθωριακών περιπτώσεων που δεν έχουν ρυθμιστεί, ώστε οι αρμόδιοι πολιτικοί ή υπηρεσιακοί προϊστάμενοι να δίνουν κατευθύνσεις για να λυθεί το ζήτημα, ενδεχομένως τροποποιώντας ή εμπλουτίζοντας το σύστημα με νέες ρυθμίσεις ή δυνατότητες.
Φτάνουμε λοιπόν στο τρίτο και πιο σημαντικό παράγοντα που θα κρίνει την βιωσιμότητα του εγχειρήματος της ψηφιοποίησης των συναλλαγών με το δημόσιο.
Ας φέρω όμως πάλι ένα παράδειγμα για να γίνει πιο αντιληπτός ο τρίτος παράγοντας: Δυστυχώς ζούμε σε μια χώρα όπου για να επικαιροποιηθεί το μητρώο της εφορίας και να επιτρέπει χωριστές δηλώσεις στους συζύγους θα πρέπει να φτάσουμε να εκδοθούν αποφάσεις από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Είναι προφανές ότι έχουμε ανάγκη από πιο ανοιχτά αυτιά για κάθε είδους πρόβλημα στη μηχανογράφηση και στη ψηφιοποίηση των συναλλαγών. Δεν είναι ανάγκη να φτάνουμε στο ΣτΕ για κάθε μηχανογραφική δυσκαμψία! Άλλωστε τέτοιες δυσκαμψίες δεν είναι σίγουρο ότι θα τις αναφέρουν από μόνοι τους οι υπηρεσιακοί παράγοντες. Πιο αξιόπιστη πηγή ενημέρωσης είναι η οι ίδιοι χρήστες των υπηρεσιών ψηφιακών συναλλαγών ή οι επαγγελματίες σύμβουλοί τους: φοροτεχνικοί, δικηγόροι, μηχανικοί ακόμη ακόμη και ιατροί & φαρμακοποιοί (σε θέματα συνταγογράφησης).
Η μέχρι τώρα εμπειρία ψηφιοποίησης έχει δείξει ότι ο πολίτης ή ο σύμβουλός τους δεν ακούγονται παρά μόνο αν φτάσουν στα άκρα, δικαστικώς ή δημοσιογραφικώς. Η διοίκηση δυστυχώς νοσεί από έναν διεκπεραιωτισμό και αντιδρά μόνο σε ότι της είναι γνώριμο, ενώ οι τυχόν νέες ή ιδιαίτερες ή περιθωριακές περιπτώσεις που γεννά η ζωή ή η παγκοσμιοποιημένη οικονομία ή οι νέες τεχνολογίες θα πρέπει να βολευτούν όπως όπως στο κρεββάτι ενός ψηφιακού προκρούστη, που περιμένει να προσαρμοστούν οι άλλοι σε αυτόν. Έτσι όμως αναιρείται ο ίδιος ο λόγος ύπαρξης της ψηφιοποίησης του κράτους: αν είναι να το ψηφιοποιήσουμε χωρίς να του δώσουμε τη δυνατότητα να προσαρμόζεται στο νέο, δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να φέρνουμε στην ψηφιακή εποχή τη νόσο της ξεροκέφαλης στασιμότητας και του ανεύθυνου διεκπεραιωτισμού που πνίγει ειδικά την πιο μοντέρνα επιχειρηματικότητα στο λίκνο της για ασήμαντες αφορμές.
Η ψηφιοποίηση έχει ανάγκη από ανοιχτά αυτιά. Δεν νοείται ψηφιοποίηση ερήμην της άποψης του ίδιου του χρήστη. Και αυτή η άποψη δεν χρειάζεται μόνο όταν θα στηθεί μια διαδικασία ψηφιακής συναλλαγής αλλά θα πρέπει να υπάρχει δυνατότητα να γίνει σεβαστή και όταν θα έχει τεθεί σε εφαρμογή αυτή η διαδικασία. Και αυτό γιατί η ψηφιοποίηση με τις άπειρες δυνατότητές επιβολής αποτελεί μια τομή που θα φέρει ένα νέο σημείο ισορροπίας στις σχέσεις κράτους και πολίτη: είτε το κράτος θα επιβάλλει με όρους φουτουριστικής δυστοπίας τις ήδη υπάρχουσες αγκυλώσεις του είτε θα γίνει ένας αξιόπιστος και προσαρμοστικός σύμμαχος στη προσπάθεια προόδου των πολιτών. Θέλω να πιστεύω ότι η πολιτική βούληση είναι να γίνει το κράτος σύμμαχος και όχι εμπόδιο στη προσπάθεια προόδου των πολιτών.
Σε κάθε περίπτωση νομίζω ότι το πρώτο βήμα για την ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης είναι η καταγραφή όλων των συναλλαγών και η παράλληλη δημόσια διαβούλευση με τους εκάστοτε εμπλεκόμενους φορείς ώστε πριν στηθεί η ψηφιακή διαδικασία συναλλαγής να έχουν προηγουμένως επισημανθεί οι τυχόν αδυναμίες για να μην ψηφιοποιηθούν και αυτές. Και για αυτό είναι σημαντικό που δίπλα στον υπουργό Ψηφιακής πολιτικής έχει οριστεί και υφυπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης αρμόδιος για θέματα απλούστευσης διαδικασιών. Είναι δείγμα ότι έχει γίνει κατ’ αρχήν αντιληπτό το κρίσιμο αυτό ζήτημα. Και εύχομαι να είναι καίρια η συνδρομή αυτού του Υφυπουργού (κυρίου Γεωργαντά) γιατί χωρίς την προηγούμενη καταγραφή των συναλλαγών δεν υπάρχει δυνατότητα να γίνει σωστή ψηφιοποίηση. Εν αρχή θα πρέπει να είναι ένα “διαδικασιολόγιο”, με όλες τις υπό ψηφιοποίηση διαδικασίες, στο οποίο θα υπάρχουν όλες οι απαραίτητες πληροφορίες για κάθε διαδικασία όπως π.χ. νομοθετικό καθεστώς, δικαιολογητικά, οργανική θέση αρμόδιου οργάνου που εκδιδει την πράξη, προσόντα του οργάνου, τυχόν τροποιήσεις, ερμηνευτικές εγκύκλιοι, νομολογία κλπ. Όλα μαζεμένα σε ένα μέρος ώστε να διευκολύνονται τόσο αυτοί που θα στήσουν την διαδικασία όσο και οι χρήστες. Εν μέρει γράφονται αυτά και στο πρόγραμμα της ΝΔ αλλά μένει να τα δούμε και στη πράξη.
Κλείνω εκφράζοντας την ευχή να ληφθούν υπόψιν οι παραπάνω σκέψεις όχι προς ικανοποίηση του εγωισμού του γράφοντος, αλλά για να μειωθεί η ταλαιπωρία των συναλλασσόμενων που συχνά αισθάνονται ανυπεράσπιστοι μπροστά σε ένα καφκικής νοοτροπίας απρόσωπο τέρας. Ας γίνει η ψηφιοποίηση η αφορμή για να λυθεί ψηφιακά ο γόρδιος δεσμός της γραφειοκρατίας που μας κρατάει πίσω.
YΓ: Ειδικά για τα ακίνητα υπάρχει μια ακόμη πολύ ιδιαίτερη δυσκολία δεδομένου ότι κάθε ακίνητο στην Ελλάδα έχει καταγραφεί σε περισότερες από μια βάσεις δεδομένων (περιουσιολόγιο, κτηματολόγιο,υποθηκοφυλακειο, περιουσιολόγιο δήμων για την έκδοση ΤΑΠ, στο ΤΕΕ για έκδοση βεβαίωσης μηχανικού κλπ). Όλες αυτές οι βάσεις θα πρέπει να ενοποιηθούν αφού προηγουμένως γίνουν ομοιογενείς οι πληροφορίες που διαθέτουν. Και για να γίνουν ομοιογενείς οι πληροφορίες θα πρέπει να εναρμονιστούν τα νομικά καθεστώτα που τις διέπουν. Υπάρχει λοιπόν αρκετή δουλειά για να γίνει.