Πήγαινα σε κάποια τάξη του δημοτικού, όταν οι γονείς μου μας πήγαν στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου για να παρακολουθήσουμε τον Προμηθέα Δεσμώτη με τον Νικήτα Τσακίρογλου. Ήμουν μάλλον μικρή για αυτό το έργο και με προβλημάτιζαν θέματα, όπως το γιατί η Ιώ αφού ήταν αγελάδα φορούσε φόρεμα. Αλλά όχι, σίγουρα η παράσταση δεν έμεινε στη μνήμη μου για αυτές τις σκέψεις.
Πίσω από το θέατρο το δάσος είχε πιάσει φωτιά. Ήταν μακριά φυσικά, μα μπορούσες να τη δεις. Τραγική ειρωνεία, ο Προμηθέας δεινοπαθούσε ακριβώς επειδή έδωσε στους ανθρώπους τη φωτιά. Το θέατρο δεν εκκενώθηκε, ένιωθα μια ασυναίσθητη νευρικότητα, μα ήμουν μικρή για να ανησυχήσω. Σκέφτομαι τώρα πως αν οι ηθοποιοί γνώριζαν για τη φωτιά, ήταν άξιοι θαυμασμού αφού σε τέτοιες συνθήκες επιτέλεσαν το έργο τους.
Και με αφορμή αυτούς τους ηθοποιούς, αν προσπαθούσαν να μεταδώσουν τις αρχαίες ιδέες με μια πυρκαγιά πίσω τους, αναρωτιέμαι πόσο στ΄ αλήθεια εκτιμάμε τους θαυμαστούς ανθρώπους που μέσα στην αντιξοότητα, και πολλές φορές με κίνδυνο για τη ζωή τους, κάνουν αυτό το οποίο ορίζει το καθήκον τους. Είναι πολλοί και είναι ανάμεσά μας, αλλά ουδέποτε τους βλέπουμε, ουδέποτε ασχολούμαστε ουσιαστικά μαζί τους.
«Τα παιδιά πρέπει να μάθουν να διαβάζουν», μου είχε πει η δασκάλα του γιου μου στην καραντίνα με αποφασιστικότητα, όταν δεν ξέραμε πού πατούσαμε και πού βρισκόμασταν. Κάθε πρωί την άκουγα στην τηλεκπαίδευση να προσπαθεί τόσο γλυκά να εμψυχώσει τους μαθητές της, σαν τίποτα φοβερό να μη γινόταν στον κόσμο τότε, σαν να μην ήταν μπροστά από μια άχαρη οθόνη αλλά δίπλα στον καθένα τους. Την ίδια περίοδο υπήρχαν γιατροί, νοσηλευτές και εργαζόμενοι σε νοσοκομεία, που πήγαιναν στη δουλειά τους όταν όλοι ήμασταν στα σπίτια μας και γύριζαν στα σπίτια τους χωρίς να αγκαλιάζουν τα παιδιά τους.
Και είναι τόσοι άλλοι οι άνθρωποι του καθήκοντος. Είναι οι πυροσβέστες που κάθε καλοκαίρι κινδυνεύουν για να σώσουν ό,τι μπορούν. Είναι οι οδηγοί των ασθενοφόρων, που αυτήν την εποχή θα υποφέρουν από ενοχές χωρίς να φταίνε, επειδή ποτέ δεν θα προλαβαίνουν για όλους. Είναι κι αυτοί οι αστυνομικοί που θέλουν να υπηρετήσουν τον πολίτη και κάθε μέρα δεν ξέρουν τι θα συναντήσουν. Είναι οι καλλιτέχνες που μέσα στην αβεβαιότητα υπηρετούν την τέχνη σεβόμενοι την ουσία της και τις ανθρώπινες αξίες. Αμέτρητοι άνθρωποι μέσα στην κοινωνία μας επιτελούν καθημερινά κάποιο καθήκον, στο οποίο έχουν αφιερώσει τη ζωή τους. Αόρατοι και υποτιμημένοι, συχνά κακοπληρωμένοι, με χρόνιο άγχος, σε δύσκολες συνθήκες εργασίας. Τους φωνάζουν «ήρωες», όταν κάποιο σενσιοναλιστικό πρωτοσέλιδο τους αναφέρει κι ύστερα πάλι ξεχνιούνται κι επισκιάζονται από τους ήρωες του τίποτα.
Η αλήθεια είναι πως το τίποτα έχει πάρει τεράστιο χώρο στις ζωές μας. Σαν τον αέρα σε ένα τεράστιο μπαλόνι, που το φουσκώνεις κι όλο το φουσκώνεις και τελικά θα σκάσει, θα ακουστεί ένας έντονος θόρυβος και τότε θα δεις ότι μέσα το μπαλόνι ήταν άδειο. Η τηλεόραση, το διαδίκτυο, ακόμη και τα αρχαία θέατρα πια, είναι γεμάτα τέτοια μπαλόνια, έχουμε βαρεθεί να σκάνε συνεχώς στα αυτιά μας.
Και κάτω από την παρέλαση των μπαλονιών του τίποτα, η λέξη «καθήκον» σήμερα φαντάζει πολύ βαριά, ίσως κάπως ενοχλητική. Η εποχή μας ζητά να απολαμβάνουμε όσο μπορούμε εγωιστικά, να αναζητάμε εύκολους δρόμους, να θαυμάζουμε τα υπέροχα στιλ που μας πλασάρουν, να ακούμε όσους με φοβερή σιγουριά δηλώνουν πως γνωρίζουν κάθε συμπαντική αλήθεια. Ίσως και να θεωρείται λίγο χαζούλης αυτός που παίρνει σοβαρά το «καθήκον» του, αυτός που συνεχίζει να επιτελεί το έργο του μέσα στην αντιξοότητα, αυτός που εμμένει, έστω και ρομαντικά, σε κάποιες αξίες.
Ξέρω, βέβαια, ότι μπορεί οι ηθοποιοί σε εκείνη την παράσταση στη δεκαετία του 1990 να μην ήξεραν ότι είχε πιάσει φωτιά πίσω από το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου και απλώς να υπηρετούσαν την τέχνη τους, όπως κάθε άλλη φορά. Σε αυτήν την περίπτωση συγχωρέστε την ανάγκη μου να αναζητώ το θάρρος και την ευγένεια, ίσως και λίγο εμμονικά. Από την άλλη, όλες αυτές τις φωτιές που συγκλονίζουν τα καλοκαίρια μας, κάποιοι παλεύουν να τις σβήσουν. Κι αν πάθουμε έμφραγμα στις διακοπές, θα παρακαλούμε να έρθει γρήγορα κάποιος που θα υπηρετεί το καθήκον του μέσα στον καύσωνα την ώρα που οι περισσότεροι τρώνε καλαμαράκια στις ταβέρνες με φόντο το ελληνικό γαλάζιο.
Αλλά κατά τα άλλα, το καθήκον είναι μια λέξη μπανάλ, μια λεπτομέρεια και κάτι που μοιάζει σαν βάρος που δεν αξίζει να σηκώνει κανείς. Είναι, άλλωστε, τόσο χαζούλικο στην εποχή μας να προσπαθεί κανείς να έχει αξίες.