«Και πεθαίνουμε στερημένοι μέσα σ’ έναν παράδεισο από λέξεις» (Τάσος Λειβαδίτης).
Κατάντησε πλέον ρουτίνα. Κάθε τόσο ανακοινώνονται οι επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών μέσω του διεθνούς οργανισμού PISA. Και ακολουθούν τα προβλέψιμα μοιρολόγια.
Παλιότερα, θυμάμαι, τα συμπεράσματα που φιλοξενούσαν ο τύπος και το διαδίκτυο ενοχοποιούσαν την μη αποτελεσματική διδασκαλία. Έτσι κατέληγαν ότι πρέπει να αυξηθούν οι ώρες κάποιες μαθημάτων, να επιμορφωθούν περισσότερο οι εκπαιδευτικοί μας, να βελτιωθούν τα βιβλία κ.ο.κ. Από τα οποία, φυσικά, τίποτε δεν γινόταν. Και αν έγινε, η συνεχιζόμενη πτώση μας αποκαλύπτει την ανεπάρκεια των εν λόγω προτάσεων.
Εφέτος, για πρώτη φορά, έπεσαν στην αντίληψή μου άρθρα και σχόλια πιο ουσιαστικά. Επικέντρωναν στην αδυναμία κατανόησης κειμένου η οποία αποκαλύφθηκε, σε μεγάλη έκταση. Επιτέλους, τουλάχιστον τώρα ονομάζουμε σωστά το σύμπτωμα.
Για οποιαδήποτε θεραπευτική παρέμβαση το πρώτο και στοιχειώδες βήμα είναι αναγνωρίσουμε τα συμπτώματα. Κατόπιν, βάσει αυτών, να βάλουμε διάγνωση. Και τότε να πάρουμε πρωτοβουλίες για την κατάλληλη αγωγή. Τόσα χρόνια εκλαμβάναμε ως σύμπτωμα τους χαμηλούς βαθμούς, στάση που υποκρύπτει ποσοτική αντίληψη: οι μαθητές μας δεν μάθαιναν αρκετά στο σύστημά μας. Το οποίο, όμως, ως προς την ύλη είναι περισσότερο εντατικό και φορτωμένο από πολλές μεγάλες και ανεπτυγμένες χώρες!
Το να μην μπορείς να κατανοήσεις ένα κείμενο αποτελεί βαρύτερη παθολογία από το αποτύχεις σε διαγωνισμό Μαθηματικών, Φυσικής κτλ. Όσοι εκπαιδευτικοί της δευτεροβάθμιας και της τριτοβάθμιας πιάνουν στα χέρια τους γραπτά μαθητών/φοιτητών, υφίστανται δοκιμασία (υπό την προϋπόθεση ότι διατηρούν αγάπη και ευαισθησία προς τη γλώσσα). Οι ασυνταξίες, η έλλειψη νοήματος, η χάλαση του ειρμού, η φλυαρία και αδυναμία επικέντρωσης κ.π.ά. είναι ικανά να αποκαρδιώσουν και τον πλέον αισιόδοξο. Έγραφα σε παλαιότερο σημείωμά μου ότι δεν έχουμε σημάνει ακόμη συναγερμό για το γεγονός ότι μεγάλο ποσοστό αποφοίτων λυκείου είναι λειτουργικά αναλφάβητοι!
Ως πρόταση εργασίας θα καταθέσω την άποψη πως μπήκαμε πλέον σε άλλο πολιτισμικό κλίμα, το οποίο επέφερε αλλαγή παραδείγματος. Έχει εγκατασταθεί ένα νέο καθεστώς για τη γλώσσα. Έχει αλλάξει ο ορισμός του γλωσσικού προβλήματος στην Ελλάδα. Παλιά ήταν συνώνυμο της αντιδικίας δημοτικής και καθαρεύουσας, ενώ σήμερα του αγώνα επικράτησης μεταξύ γλώσσας και εικόνας-ψηφιακότητας. Η δεύτερη αυτή διαμάχη δεν έχει γίνει ευρέως αντιληπτή, ούτε και από πολλούς εκπαιδευτικούς, με συνέπεια να χάνουν την επαφή με τους σημερινούς εφήβους και το νέο κόσμο που αυτοί κομίζουν. Ως αποτέλεσμα, αδυνατούν να σταθμίσουν το αναδυόμενο πολιτισμικό τοπίο και συνεπώς να αποφασίσουν για το είδος του σχολείου που απαιτείται.
Κατ’ αρχήν χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε ότι ζούμε πλέον σε ένα αντιγλωσσικό οικοσύστημα. Για μεγάλη μερίδα του νεανικού πληθυσμού έχει καταργηθεί ο γραπτός λόγος. Οι σημερινοί έφηβοι γράφουν στο χαρτί αποκλειστικά μόνο όσα τους ζητούνται στο σχολείο. Πολλοί, μετά τα 18 τους, δεν ξαναγράφουν ποτέ πια κάτι σε χαρτί, εκτός από τις εξετάσεις στο πανεπιστήμιο! Αγαπημένο τους γράψιμο είναι το ψηφιακό, κυρίως μέσω μηνυμάτων του κινητού τηλεφώνου. Στα μηνύματα αυτά φυσικά δεν αναπτύσσουν πλήρως το λόγο τους χάριν συντομίας, ενώ από τα σημεία στίξεως χρησιμοποιούν μόνο τελεία και ερωτηματικό (και αυτό ξένο).
Επειδή ουσιαστικά δεν διδάσκονται ετυμολογία, ο εθισμός των νέων στην ηλεκτρονική κουλτούρα οδηγεί σε ψηφιακή πρόσληψη των λέξεων: εκλαμβάνονται ως σήματα χωρίς ιστορία που απλώς συγκυριακά βρέθηκαν να σημαίνουν κάτι. Αυτή η φθορά, με τη σειρά της, δημιουργεί αντίστοιχους ψυχικούς αυτοματισμούς: η ψηφιακή πρόσληψη δεν πλάθει, απλώς παρατάσσει. Σε αυτό συνέβαλε και η γενικευμένη εξοικείωση με την Αγγλική γλώσσα, η οποία συντάσσει με παρατακτικό λόγο άκλιτων μορφωμάτων: the city school committee, the twentieth century world wars.
Οι αλλοιώσεις αυτές δέχθηκαν τη χαριστική βολή με τα greeklish. Αντί να μεταγράφουν φωνητικά οι νέοι, στην έκτακτη περίπτωση που δεν διαθέτουν ελληνικό πληκτρολόγιο, τη συζήτηση ως syzitisi την αποδίδουν ως syzhthsh, και αντί για thelo γράφουν 8elw! Δηλαδή δανείζονται την ψηφιακή μορφή των γραμμάτων ή των πλησιέστερων προς αυτά σχημάτων και όχι την προφορά τους, δημιουργώντας έτσι εκτρώματα. Το γεγονός αυτό μας επιβεβαιώνει ότι αντιλαμβάνονται τη γλώσσα απλώς ως αγέλη σημαδιών, αδιαφορώντας για την προέλευση, τη σύσταση, και τους μηχανισμούς δημιουργίας της γλωσσικής μονάδας.
Θα είναι μυωπικό και άδικο να κατηγορήσουμε αυτούς. Είναι φανερό πια ότι ο τρόπος διδασκαλίας Νέων και Αρχαίων Ελληνικών χρειάζεται κέφι και έμπνευση, ώστε να είναι ικανός να κάμει τους μαθητές να αγαπήσουν τη γλώσσα τους και να μυηθούν στους νόμους της. Ο μαθητής αγαπά αυτό που μαθαίνει όταν η μάθηση τον βεβαιώνει εμπειρικά πως υπάρχει ένας κόσμος μέσα του άξιος να ξεδιπλωθεί, αντίδοτο στη μονοκρατορία του κατακλυσμικού εξωτερικού περιβάλλοντος. Η αλλαγή θα έλθει όταν ο μαθητής (άρα και οι εκπαιδευτικοί, ως προαπαιτούμενο) πεισθούν πως οι νόμοι της γλώσσας είναι προτιμότεροι, υγιέστεροι, ωριμότεροι, και χρησιμότεροι από τους νόμους της ψηφιακότητας.
Η κυριαρχία της εικόνας αγωνίζεται για ένα τεράστιο παρόν, ένα διεσταλμένο «τώρα», διότι μόνο αυτό εγγυάται τον άνθρωπο-καταναλωτή προς τον οποίο απευθύνεται. Η έκθεσή μας σε κατακλυσμό αλλεπάλληλων οπτικών και λεκτικών ερεθισμάτων τα οποία στοχεύουν στην άμεση επίδραση πάνω στον ψυχισμό, καθώς και η συμπερίληψη πολύ περισσότερων σε σύγκριση με το παρελθόν δραστηριοτήτων μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα, ενίοτε και ταυτόχρονων, α) κατακερματίζουν τον υποκειμενικό χρόνο και υπονομεύουν τη συνοχή του, β) εξασθενούν την πρόσφατη μνήμη και γ) χαλαρώνουν τις συνδέσεις μεταξύ των δευτερευουσών προτάσεων, δηλαδή μεταξύ των νοημάτων. Με τέτοιες ψυχολογικές προϋποθέσεις δεν είναι παράξενο που η γλωσσική παιδεία καταντά θύμα.
Καταλήγω: ο νεοέλληνας φέρεται στη γλώσσα του με αστοργία, διότι δεν την αναγνωρίζει πια για σπίτι του, για τον «τόπο» στον οποίο μεγαλώνει. Κατοικία του πλέον έγινε η εικόνα και εργονομία του η ψηφιακότητα. Αλλά η γλώσσα είναι η μήτρα των εν γένει ανθρωπιστικών σπουδών· όταν αυτή φθαρεί ακολουθούν όλες.
Κατά τη γνώμη μου, αυτό δεν θα συνέβαινε, τουλάχιστον σε αυτή την έκταση, αν είχε προλάβει να εγκατασταθεί στην κοινωνία μας η φιλαναγνωσία. Αλλά όταν η επελαύνουσα οθόνη βρει λαό που δεν διαβάζει, κερδίζει τη μάχη κατά κράτος. Ίσως αυτό να εξηγεί και τα υψηλά ποσοστά εθισμού της ελληνικής νεολαίας στο διαδίκτυο και στα ηλεκτρονικά παιγνίδια, σε σύγκριση με Ευρωπαϊκές και μη χώρες.
Αν η γλώσσα είναι πατρίδα μας, η ξενιτιά μακριά της είναι πράγματι ελκυστική. Αλλά, στο βαθμό που θα παραδοθούμε στη νέα πατρίδα, την εικόνα και την ψηφιακότητα, ξεχνάμε το ποιοι είμαστε. Και η σύγχυση της ταυτότητας λίγο απέχει από τον κλονισμό της ανθρωπινότητας.
(Βλέπε περισσότερα στο κείμενο «Ανθρωπιστικές σπουδές μέσα σε αλλαγή παραδείγματος; Μάλλον κάτι διέφυγε της προσοχής μας», στο βιβλίο μου Μουσικές για την ψυχή και για τον κόσμο, εκδ. Αρμός)