Μια συζήτηση για το γάμο και την απόκτηση παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια

Απαιτείται μια δημόσια διαβούλευση πριν από την οποιαδήποτε βεβιασμένη προώθηση νομοθετικών μεταρρυθμίσεων
Open Image Modal
mikroman6 via Getty Images

Εδώ και αρκετό καιρό διεξάγεται έντονη δημόσια συζήτηση γύρω από το ζήτημα της θέσπισης γάμου και δυνατότητας απόκτησης και ανατροφής παιδιών από τα ζευγάρια ομοφυλοφίλων. Η συζήτηση επικεντρώνεται στα αιτήματα της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ+, απουσιάζουν εν τούτοις διάφορες παράμετροι, που μπορούν να προσδώσουν μία σφαιρική εποπτεία στο όλο ζήτημα και τις ευρύτερες κοινωνικές διατάσεις του.

Ο γάμος

Με τον τρόπο, που προβάλλεται το αίτημα για θέσπιση γάμου για τα ζευγάρια ομοφυλοφίλων, φαίνεται ότι συσχετίζεται έντονα με την εκ μέρους τους δυνατότητα απόκτησης και ανατροφής παιδιών. Εάν αποσυνδεθεί από το ζήτημα των παιδιών, οι ίδιες οι σχέσεις του ζευγαριού καλύπτονται πλήρως από το σύμφωνο συμβίωσης, αφού με τις διατάξεις του ν. 4356/2015 έχουν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις με εκείνα που έχουν οι σύζυγοι με βάση τον Αστικό Κώδικα. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί μάλιστα ότι το σύμφωνο συμβίωσης είναι ευνοϊκότερο από τη σκοπιά της δυνατότητας λύσης του, επειδή μπορεί να γίνει και με μονομερή συμβολαιογραφική πράξη, αφού προηγηθεί προ τριμήνου η επίδοση εξώδικης πρόσκλησης για λύση από κοινού, ενώ οι σύζυγοι, αν δεν συμφωνήσουν σε συμβολαιογραφική συναινετική λύση, εμπλέκονται σε μακροχρόνιες αντιδικίες. Από τη σκοπιά, επομένως, μόνο των σχέσεων των ζευγαριών ομοφυλοφίλων το αίτημα για θέσπιση γάμου φαίνεται να έχει κυρίως συμβολική και ιδεολογική λειτουργία. 

Απόκτηση και ανατροφή παιδιών

Κατά το ισχύον δίκαιό μας δεν επιτρέπεται σε ζευγάρια ομοφυλοφίλων να αποκτήσουν παιδιά. Η βασική συζήτηση αφορά στο κατά πόσο η ανατροφή παιδιών από ζευγάρια ομοφυλοφίλων θα είναι προς το συμφέρον των παιδιών ή τα παιδιά αυτά θα εκδηλώσουν προβληματικές συμπεριφορές. Υποστηρίζεται ότι έχουν διενεργηθεί σε άλλες χώρες σχετικές έρευνες, με βάση τις οποίες δεν φαίνεται να έχουν παρατηρηθεί προβληματικές καταστάσεις και συμπεριφορές στα παιδιά, που ανατρέφονται από ομοφυλόφιλους γονείς. Τα τελικά πορίσματα πάντως των ερευνών αυτών αμφισβητούνται, είτε επειδή κάποιες από αυτές παραγγέλθηκαν από οργανώσεις ΛΟΑΤΚΙ+ και δεν θεωρούνται αντικειμενικές, είτε επειδή προέρχονται από συγκεκριμένες κοινωνίες με αντίστοιχα κοινωνικά και πολιτισμικά επίπεδα, είτε επειδή αφορούν μικρά δείγματα και ιδίως μόνο παιδιά προσχολικής ή σχολικής ηλικίας ή εφήβους.

Αφετηριακά πρέπει να διευκρινισθεί ότι δεν τίθεται θέμα ηθικής υπόστασης των γονέων ανάλογα με το σεξουαλικό τους προσανατολισμό. Έως σήμερα άλλωστε όλα τα παιδιά, που έχουν υποστεί κακοποιητική ή άλλου είδους βλαπτική συμπεριφορά, από γονείς ετερόφυλους την έχουν υποστεί. Το ζητούμενο δεν είναι μήπως και τα παιδιά των ζευγαριών ομοφυλοφίλων γίνουν και αυτά ομοφυλόφιλοι. Ούτε επαρκεί η σύγκριση, που γίνεται συνήθως, με τα παιδιά μονογονεϊκών οικογενειών, για τα οποία υπάρχουν πολύ περισσότερες και μακροχρόνιες μελέτες, που φαίνεται να δείχνουν ότι μόνη η μονογονεϊκότητα δεν επιφέρει πάντοτε προβληματικές συμπεριφορές στα παιδιά αυτά. Η ιδιαιτερότητα στα παιδιά των ζευγαριών ομοφυλοφίλων είναι πως, εκτός του ότι στερούνται το γονεϊκό πρότυπο του ενός φύλου, βιώνουν διπλά το γονεϊκό πρότυπο του άλλου φύλου. Η διερεύνηση για το πώς η ιδιαίτερη αυτή κατάσταση επιδρά στη διαμόρφωση της ψυχοσύνθεσης και της προσωπικότητας των παιδιών αυτών απαιτεί τη διενέργεια ερευνών σε μεγάλα δείγματα και πολλές διαφορετικές κοινωνίες με παρακολούθηση της εξέλιξης των παιδιών έως ότου διαμορφώσουν τις δικές τους συντροφικές και οικογενειακές σχέσεις. Τέτοιου είδους έγκυρες έρευνες και αξιόπιστες αναλύσεις των ευρημάτων τους δεν φαίνεται να έχουν ακόμα διενεργηθεί, ώστε να διαθέτει ο νομοθέτης ένα ασφαλές δικαιοπολιτικό έρεισμα για να θεσπίσει το επιτρεπτό της απόκτησης παιδιών από ζευγάρια ομοφυλοφίλων. 

Υποβοηθούμενη αναπαραγωγή

Είναι γνωστό ότι κατά το ισχύον δίκαιό μας δεν επιτρέπεται η προσφυγή των ζευγαριών ομοφυλοφίλων σε μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Επειδή όμως επιτρέπεται στη μοναχική άγαμη γυναίκα, έχει τη δυνατότητα και μία ομοφυλόφιλη μοναχική άγαμη γυναίκα να αποκτήσει παιδί κάνοντας χρήση τέτοιων μεθόδων και στη συνέχεια να το ανατρέφει μαζί με τη σύντροφό της, με την οποία έχει καταρτίσει σύμφωνο συμβίωσης ή να αποκτήσει παιδί η κάθε μία ξεχωριστά και να τα μεγαλώνουν μαζί. Και στην περίπτωση αυτή βέβαια προϋποτίθεται πως συντρέχει η βασική προϋπόθεση του νόμου, ότι δηλαδή η μοναχική άγαμη ομοφυλόφιλη γυναίκα εμφανίζει μία φυσική αδυναμία ως προς την αναπαραγωγική λειτουργία της, που θα προκύπτει από ιατρική γνωμάτευση.

Επιχείρησαν κάποιοι άνδρες να τους δοθεί δικαστική άδεια για να αποκτήσουν παιδί ως μοναχικοί άγαμοι άνδρες με τη χρήση παρένθετης μητέρας. Αρχικά κάποια απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών το επέτρεψε για λόγους ίσης μεταχείρισης, αλλά στη συνέχεια το Εφετείο Αθηνών ανέτρεψε την απόφαση με το ορθό σκεπτικό ότι η παρένθετη μητέρα αναπληρώνει την αδυναμία της γυναίκας να κυοφορήσει, αλλά ο άνδρας από τη φύση του δεν μπορεί να κυοφορήσει, οπότε δεν συντρέχει στο πρόσωπό του η ίδια φυσική αδυναμία, ώστε να εφαρμοσθεί αναλογικά η διάταξη για λόγους ίσης μεταχείρισης. Μεταγενέστερες αποφάσεις ακολούθησαν το σκεπτικό του Εφετείου Αθηνών.

Για να επιτραπεί η προσφυγή των ζευγαριών ομοφυλοφίλων σε μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής πρέπει να αλλάξει η βασική προϋπόθεση της υποβολής σε υποβοήθηση, που είναι η φυσική αδυναμία, δηλαδή ακαταλληλότητα ή δυσλειτουργία στο σπέρμα, το ωάριο, τη γονιμοποίηση, τη σύλληψη, την κυοφορία. Αυτά διαπιστώνονται όταν δεν προκύπτει εγκυμοσύνη από τις απροφύλακτες σεξουαλικές σχέσεις ετερόφυλων ζευγαριών. Από τις σεξουαλικές συνευρέσεις όμως ζευγαριών ομοφυλοφίλων δεν είναι δυνατό από τη φύση να προκύψει κυοφορία, ώστε να διαγνωσθεί ενδεχόμενη φυσική αδυναμία. Θα πρέπει επομένως να απαλειφθεί η βασική αυτή προϋπόθεση από τον Αστικό Κώδικα και η προσφυγή σε μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής από αναγκαιότητα να γίνει επιλογή. Μία τέτοια νομοθετική μεταβολή συνιστά πολύ σοβαρή αλλαγή πολιτισμικού παραδείγματος ως προς τη χρήση της τεχνολογίας για την απόκτηση παιδιών. 

Υιοθεσία

Η υιοθεσία παιδιών από ζευγάρια ομοφυλοφίλων δεν συνδέεται υποχρεωτικά με τη θέσπιση γάμου. Μπορεί να προβλεφθεί και στις διατάξεις του συμφώνου συμβίωσης, οπότε φυσικά θα ισχύει και για τα ετερόφυλα ζευγάρια, που καταρτίζουν σύμφωνο συμβίωσης και θα μπορούν όλοι, είτε να υιοθετούν από κοινού ένα παιδί, είτε να υιοθετεί ο κάθε σύντροφος το παιδί του συντρόφου του.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι γίνεται συχνά χρήση του όρου τεκνοθεσία, που δεν υπάρχει ούτε στον Αστικό Κώδικα, ούτε σε άλλα νομοθετήματα. Η υιοθεσία είναι θεσμός του αρχαίου ελληνικού και του ρωμαϊκού δικαίου και στις επανειλημμένες μεταρρυθμίσεις του οικογενειακού μας δικαίου, είτε για την εισαγωγή της ισονομίας των φύλων, είτε για να επέλθουν τροποποιήσεις στις διατάξεις της υιοθεσίας, δεν τέθηκε ζήτημα αντικατάστασης της ορολογίας. 

Γονεϊκή σχέση

Προβάλλεται έντονα το αίτημα για θεσμοθέτηση γονεϊκής σχέσης μεταξύ του παιδιού του ενός ομοφυλόφιλου γονέα και του συντρόφου του, με τον οποίο έχει καταρτισθεί σύμφωνο συμβίωσης και το μεγαλώνουν μαζί. Επισημαίνεται μάλιστα ότι ο άλλος σύντροφος είναι σαν να μην υπάρχει απέναντι στη διοίκηση και αν αποβιώσει εκείνος, που είναι ο γονέας, το παιδί μπορεί να καταλήξει σε κάποιο μακρινό συγγενή ή σε ίδρυμα και να μην εξακολουθήσει να το μεγαλώνει ο άλλος σύντροφος, με τον οποίο έως τότε ζούσε μαζί.

Η απουσία γονεϊκής σχέσης με τον ένα γονέα στα παιδιά, τα οποία ανατρέφονται από ομοφυλόφιλους γονείς, που έχουν καταρτίσει σύμφωνο συμβίωσης, δεν αποτελεί μοναδική περίπτωση στο οικογενειακό μας δίκαιο. Αν ένας πατέρας διαζευγμένος έχει την επιμέλεια του παιδιού του και μία μητέρα διαζευγμένη έχει επίσης την επιμέλεια του παιδιού της και οι δύο γονείς τελέσουν γάμο, το παιδί του καθενός δεν θα έχει κανένα νομικό δεσμό με τον άλλο σύζυγο, ούτε τα δύο παιδιά θα έχουν νομικό δεσμό μεταξύ τους. Για τέτοιες περιπτώσεις δεν έχει τεθεί ζήτημα θέσπισης γονεϊκής σχέσης.

Η γονεϊκή σχέση στο οικογενειακό μας δίκαιο εξάλλου συνδέεται με τη συγγένεια, βιολογική ή κοινωνικοσυναισθηματική (υιοθεσία, απόκτηση παιδιού με παρένθετη μητέρα). Δεν προβλέπεται άλλου είδους αναγνώριση γονεϊκής σχέσης, εκτός αν ανατραπεί ριζικά όλο το δίκαιο της συγγένειας.

Ως προς την ανησυχία για το τι θα συμβεί, αν αποβιώσει εκείνος ο σύντροφος, που είναι ο γονέας, υπάρχουν λύσεις και κατά το ισχύον δίκαιο μέσω του θεσμού της επιτροπείας ανηλίκου. Όταν δεν υπάρχει κανένας γονέας ή αυτός, που υπάρχει, είναι ανίκανος ή ακατάλληλος να ασκήσει τη γονική μέριμνα, διορίζεται ένα τρίτο πρόσωπο, που ονομάζεται επίτροπος και ασκεί ό,τι περιλαμβάνει η γονική μέριμνα. Ο επίτροπος επιλέγεται με κριτήριο το συμφέρον του παιδιού, αλλά προβλέπεται ένα προβάδισμα των συγγενών. Στην περίπτωση των ζευγαριών ομοφυλοφίλων, είτε οι συγγενείς θα έχουν αποδοκιμάσει τη σχέση τους και θα έχουν αρνηθεί να καλλιεργήσουν οποιαδήποτε σχέση με το ζευγάρι, οπότε και το παιδί δεν θα τους γνωρίζει, ή θα έχουν αποδεχθεί τη σχέση και θα έχουν καλλιεργήσει οικογενειακές σχέσεις με το ζευγάρι, οπότε και το παιδί θα έχει συνδεθεί μαζί τους. Στην πρώτη περίπτωση το καταλληλότερο πρόσωπο για να ορισθεί επίτροπος με βάση το συμφέρον του παιδιού θα είναι ο άλλος σύντροφος, ο επιζών. Στη δεύτερη περίπτωση, εφόσον οι συγγενείς θα έχουν αναπτύξει οικογενειακές σχέσεις και με το σύντροφο του συγγενή τους, που μεγάλωνε μαζί του το παιδί, θα είναι αναμενόμενο να μην επιδιώξουν να γίνουν επίτροποι, αλλά να συνηγορήσουν για να ορισθεί επίτροπος ο σύντροφος του συγγενή τους, που μεγάλωνε μαζί του το παιδί. 

Κοινωνική ένταξη

Πιο σημαντικό από τις νομοθετικές ρυθμίσεις πάντως είναι το ζήτημα της κοινωνικής ένταξης των οικογενειών, που συγκροτούνται από ζευγάρια ομοφυλοφίλων. Προβάλλεται έντονα το συμφέρον των παιδιών, που ανατρέφονται από ζευγάρια ομοφυλόφιλων, τα οποία υφίστανται αρνητική διακριτή μεταχείριση σε σχέση με τα παιδιά των ετερόφυλων ζευγαριών. Μία παράμετρος, που δεν συζητείται, είναι ότι οι ομοφυλόφιλοι γονείς, που απέκτησαν αυτά τα παιδιά, με όποιο τρόπο τα απέκτησαν, γνώριζαν τις κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες υπό τις οποίες επρόκειτο να ζήσουν αυτά τα παιδιά, εν τούτοις επέλεξαν να τα αποκτήσουν για να ζήσουν υπό αυτά τα δεδομένα.

Μια άλλη καίρια παράμετρος, που επίσης δεν συζητείται, είναι ότι η θέσπιση γάμου και δυνατότητας απόκτησης παιδιών από ζευγάρια ομοφυλοφίλων δεν αποτελεί απλώς ένα ζήτημα σεβασμού ατομικών δικαιωμάτων και ίσης μεταχείρισης μίας μερίδας πολιτών, αλλά πρόκειται για ζήτημα με τεράστιες θεσμικές, κοινωνικές και πολιτισμικές διατάσεις, που αφορά όλη την ελληνική κοινωνία, όλους τους Έλληνες πολίτες.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, που προβάλλεται, είναι ότι τα παιδιά, που μεγαλώνουν σε οικογένεια ομοφυλοφίλων, δεν βλέπουν τη δική τους οικογένεια στα σχολικά βιβλία, το οποίο πράγματι συμβαίνει. Από την άλλη πλευρά όμως η συνύπαρξη στο σχολείο, στην πολυκατοικία, στη γειτονιά και στην κοινωνία γενικότερα οικογενειών ομοφυλοφίλων με παιδιά συνιστά μία πρόκληση για όλους τους ετερόφυλους γονείς, που έρχονται σε επαφή μαζί τους. Οι ετερόφυλοι γονείς θα κληθούν να απαντήσουν σε ερωτήματα των παιδιών τους γιατί η συμμαθήτρια ή το γειτονόπουλο έχει δύο μαμάδες ή δύο μπαμπάδες. Οι περισσότεροι γονείς θα βρεθούν σε αμηχανία και σε μεγάλη δυσκολία, εφόσον, από τη μία πλευρά δεν θα θέλουν να δημιουργήσουν αρνητικά συναισθήματα στο παιδί τους για το άλλο παιδί για να μην το ωθήσουν να το περιθωριοποιήσει, αλλά από την άλλη δεν επιθυμούν να διαπαιδαγωγήσουν το παιδί τους με την αντίληψη ότι όλα είναι εξίσου φυσιολογικά και δεν υπάρχει βιολογικό φύλο, αλλά κοινωνικό και ρευστότητα φύλου. Θα κληθούν, επομένως, να σχοινοβατήσουν σε μία επίπονη διαλεκτική σύνθεση δύο αντίθετων προσεγγίσεων, στην οποία είναι εξαιρετικά αμφίβολο κατά πόσο είναι έτοιμοι να ανταποκριθούν. Γίνεται άλλωστε αντιληπτό από την κοινωνική μας εμπειρία ότι ο μέσος Έλληνας γονέας, ανεξαρτήτως του πως θα διαχειριστεί την κατάσταση, αν του προκύψει, δεν ενθουσιάζεται στην ιδέα να αποδειχθεί ότι το παιδί του είναι ομοφυλόφιλος ή τρανς ή ότι επιθυμεί να αλλάξει φύλο.

Οι παράμετροι αυτές, που σχετίζονται με τη συνοχή της ελληνικής κοινωνίας, είναι ανάγκη να τεθούν στη δημόσια διαβούλευση με γόνιμο και σφαιρικό τρόπο, με συγκροτημένη επιχειρηματολογία, με σεβασμό στην αντίθετη άποψη, χωρίς εύκολη συνθηματολογία και χωρίς απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς. Μια δημόσια διαβούλευση με αυτά τα χαρακτηριστικά προηγείται από οποιαδήποτε βεβιασμένη προώθηση νομοθετικών μεταρρυθμίσεων και τα μέσα ενημέρωσης καλούνται να υπηρετήσουν αυτή τη συζήτηση με αντικειμενικότητα.