Μα η Ευρώπη είναι αθώα; Δεν είναι. Αλλά η Ευρώπη φταίει όχι γιατί απλά υπάρχει, αλλά γιατί παραμένει πολιτικά πρωτόγονη. Γιατί δε δίνει λύσεις στα διαφορετικής ποιότητας προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Ευρωπαϊκοί λαοί. Γιατί τα όργανα που καθορίζουν τις αποφάσεις της ανήκουν στα κράτη, και δη στα ισχυρότερα. Γιατί δεν υπάρχει ενιαίος, ισχυρός, δημοκρατικά εκλεγμένος πολιτικός σχηματισμός, εκτελεστικός και νομοθετικός, που να επιτρέπει στην Ευρώπη να εκμεταλλευτεί την γεωγραφική, δημογραφική και οικονομική ισχύ της για να επιτρέψει στην πολιτική να επαναπολιτικοποιηθεί και στις ιδέες να ανθίσουν. Διότι προκειμένου οι πολιτικές ταυτότητες να μπορέσουν να βρουν πάλι την αίγλη τους, χρειάζονται την πολιτική έκταση που τους αρμόζει. Είναι ζήτημα κλίμακας και συσχετισμών.
|

1. History in the making

Αδιαμφισβήτητα όλοι πια κατοικούμε στους απόηχους της μετά-Brexit εποχής. Χείλη κουνιούνται, μελάνια χύνονται, πληκτρολόγια τραυματίζονται. Μα κανείς μας δεν μπορεί μετά βεβαιότητας να απαντήσει στο τι μέλλει γενέσθαι. Μιλούμε δίχως εμπειρίες και ερμηνείες. Και δε μπορούμε να ανατρέξουμε στα κιτάπια της ιστορίας για να βρούμε στο manual τις οδηγίες αντιμετώπισης Brexit.

Το ανεπανάληπτο της απόφασης και η αμηχανία μπροστά στο άγνωστο έδαφος δελεάζει πολλούς να κοιτάξουν πίσω στην ανθρωπογεωγραφία των στρατοπέδων του δημοψηφίσματος για να καταλάβουν ποιοι είναι αυτοί που προτίμησαν την έξοδο, να αποκωδικοποιήσουν τις προσδοκίες και τα κίνητρα τους.

Ορισμένες σκέψεις κινούνται ψηλαφητά, προσεκτικά, συμπαγώς. Μα οι περισσότερες αποτελούν άτοπες αντανακλάσεις ιδεολογικών πόθων παρά τεκμηριωμένες αναλύσεις. Για παράδειγμα, χαρακτηριστική είναι η περίπτωση μιας μερίδας της αριστεράς που προσπαθεί να πείσει το ακροατήριό της ότι οι Βρετανοί ψήφισαν την έξοδο για να δώσουν μια απάντηση στην, επιβεβλημένη από την Ευρώπη, λιτότητα. Μα πρέπει κανείς να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια, να αποκλείσει πολλά τεκμήρια που μαρτυρούν το αντίθετο, για να δεχθεί αυτό το αφήγημα. Οι χαρτογραφήσεις της ανθρωπογεωγραφίας των ψηφοφόρων μας σπρώχνει προς σκοτεινότερα συμπεράσματα.

Η πολιτική νίκη ανήκει σε αυτούς που έθεσαν και ιεράρχησαν τα επίδικα. Και αυτά δεν τέθηκαν ούτε από το «Lexit» ούτε από μια αριστερή κριτική προς την «ΕΕ της λιτότητας». Τέθηκαν από μια συμμαχία νέο-θατσερικών Τόριδων και ακροδεξιών που ρητόρευσαν κατά της μετανάστευσης και υπερ της «εθνικά κυρίαρχης» οικονομικής απορρύθμισης.

2. Mind the Gaps

Το δημοψήφισμα αποκάλυψε τα εν υπνώσει ρήγματα που κοιμόντουσαν κάτω από το πέπλο της ρουτίνας της καθημερινής βρετανικής ζωής. Και αμφιβάλλω απέναντι στον ισχυρισμό που θέλει τους Βρετανούς να βρίσκονται πια σε μια μετα-δημοψηφισματική φάση επούλωσης των πληγών που δημιουργήθηκαν. Η απόφαση και οι συνέπειες της πυροδοτούν συνεχώς νέα γεγονότα και καθιστούν τα τραύματα πληγές εν εξελίξει.

Η εσωκομματική ιδεολογική διαμάχη των Τόριδων μετετράπη εκ του αποτελέσματος σε μια αντιπαράθεση γενεών, σε μια αντιπαράθεση εθνών , σε μια αντιπαράθεση μητρόπολης και ενδοχώρας.

Σύμφωνα με τις χαρτογραφήσεις, αυτοί που ψήφισαν κατά πλειοψηφία για την παραμονή της Βρετανίας στην ΕΕ ήταν οι Σκωτσέζοι, οι Ιρλανδοί, οι κάτοικοι αστικών και μητροπολιτικών κέντρων, νέοι και πολίτες με κοινωνικά φιλελεύθερες ιδέες. Αυτοί που ψήφισαν όχι, κατά πλειοψηφία, ήταν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία Άγγλοι, οι απόμακροι από τα μεγάλα αστικά κέντρα και οι καχύποπτοι απέναντι στην μετανάστευση και την παγκοσμιοποίηση. Και αυτές οι ταυτοτικές διαφορές που εμφανίστηκαν και επισφραγίζονται από τον συγκλονιστικό χαρακτήρα της απόφασης, είναι ικανές να δημιουργήσουν μια εσωκοινωνική ατμόσφαιρα μνησικακίας ανάμεσα στις γενιές, μια εθνική κρίση μεταξύ των εθνών που συγκροτούν το Ηνωμένο Βασίλειο και ένα χάσμα ανάμεσα στην μητρόπολη του Λονδίνου και την υπόλοιπη χώρα. Αυτό το τελευταίο παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον.

Το Λονδίνο αποτελεί κατά κάποιο τρόπο μια πόλη κράτος - όπως πια οι περισσότερες μητροπόλεις πια. Έχει πληθυσμό μεγαλύτερο από αυτόν της Σκωτίας και της Ουαλίας μαζί, παράγει το 22% του ΑΕΠ του Η.Β και στεγάζει το 12.5% του συνολικού πληθυσμού του. Παρότι λοιπόν πρωτόγνωρο δεν είναι περίεργο που κάποιοι Λονδρέζοι ξεκίνησαν ένα μετα-δημοψηφισματικό petition, ζητώντας απόσχιση της πόλης. Ταυτίζονται περισσότερο με τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές μητροπόλεις παρά με τη βρετανική ενδοχώρα. Διότι οι μητροπόλεις μοιάζουν να έχουν μεγαλώσει τόσο που δεν χωρούν στα κράτη τους. Οι ροές τους, ο χαρακτήρας τους, η διεθνικότητά τους, η ταυτότητα του σύγχρονου αστού που τις κατοικεί, απαιτούν ευρύτερες του κράτους επικράτειες και δίκτυα με τα οποία θα συνδέονται ανεμπόδιστα. Και αυτός είναι ο ρόλος του κράτους σήμερα. Να διατηρεί αυτό το «ανεμπόδιστα». Και η οσμή του εμποδίου που έφερε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος κέντρισε και απείλησε τις διαμορφωμένες στην αστική ατμόσφαιρα, ταυτότητες των δικτυωμένων Λονδρέζων.

Αλλά ας επιστρέψουμε στους Brexiters. Αυτοί που ψήφισαν για την έξοδο της χώρας από την Ευρώπη ήταν αυτοί που αισθάνονται τη ζωή τους ασύμβατη με τις ταχύτητες και τις εκτάσεις αυτού του διασυνδεδεμένου κόσμου. Και νιώθουν καθημερινά πως κάτι χάνουν. Αλλά τι νομίζουν ότι χάνουν, ποια ήταν τα επιχειρήματα που τους έπεισαν ότι πράγματι κάτι χάνουν και ποιον ονόμασαν ως υπαίτιο γι' αυτή την απώλεια;

3. Ταυτότητες και εχθροί

Μετά την έξοδο της Βρετανίας από την Ευρώπη, ο Geert Wilders συνεχάρη τον Nigel Farage για την νίκη του και η Le Pen προέτρεψε τους Γάλλους να μιμηθούν τους γείτονες. Αλλά και σε ορισμένους κύκλους της αριστεράς οσμίζεται κανείς μια ευφορία μετά το «ευαγγέλιο» του Brexit. Σε αυτούς τους τελευταίους η έξοδος ερμηνεύεται ως ΟΧΙ στη «νεοφιλελεύθερη» Ευρώπη των αγορών και της λιτότητας. Αυτό βέβαια, όπως είπαμε, δεν ισχύει. Το «όχι» δεν ήταν μια απάντηση σε ένα ταξικό δίλημμα. Δε φαίνεται άλλωστε να υπάρχει η αναμενόμενη σχέση ανάμεσα στην ποιότητα ζωής μιας περιοχής και τον τρόπο που ψήφισαν οι κάτοικοί της. Περιοχές με υψηλότατους μισθούς ψήφισαν μαζικά την έξοδο, ενώ περιοχές που παρουσιάζουν οικονομική στασιμότητα ψήφισαν την παραμονή στην Ένωση.

Το δίλημμα δεν είχε να κάνει λοιπόν τόσο με την λιτότητα ή την ταξικότητα, όσο με την «Βρετανικότητα». Και το discourse που κυριάρχησε σε αυτό το debate ήταν αυτό της συντηρητικής δεξιάς και ακροδεξιάς που προσδιόρισε την Βρετανικότητα ως αντι-ευρωπαϊκή και αντι-μεταναστευτική στάση: Eνάντια στους ευρωπαίους μετανάστες που παίρνουν τις βρετανικές δουλειές και ενάντια στους εκτός ΕΕ πρόσφυγες που έρχονται για να φυτέψουν βόμβες. Το στρατόπεδο του Brexit πούλησε στους ψηφοφόρους του ακριβώς αυτό. Την ταλαιπωρία από τις χώρες του Νότου, την απειλή της μετανάστευσης, τις «υπέρογκες» παροχές προς τους αλλοδαπούς. Και η Bρετανικότητα προσδιορίστηκε ως διαφορά απέναντι σε αυτούς τους εχθρούς που «βάλλουν» τη βρετανική ψυχή. Ο συμβολισμός του θανάτου της Jo Cox από έναν άνθρωπο που μετά την δολοφονία φώναξε "Britain first" θα έπρεπε να έχει κάνει προφανή τα ακραία χαρακτηριστικά που είχε λάβει το δίλημμα.

Αλλά μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα άλλο πλαίσιο λόγου μέσα στο οποίο η Βρετανικότητα θα μπορούσε να είναι το πιο τρανταχτό επιχείρημα υπέρ της παραμονής;

4. United in Diversity

Σήμερα στην εποχή της ταχύτητας, των ροών και των start-ups, ο ρόλος του κράτους στην παγκόσμια σκηνή εξασθενεί. Εξασθενούν και τα κόμματα ως χώροι πολιτικής εκπροσώπησης και μεσολάβησης και μειώνεται δραματικά η ευελιξία του πολιτικού προσωπικού, που απλά διαχειρίζεται τον χώρο που του παραχωρείται. Αλλάζει ο ίδιος ο τόπος και το περιεχόμενο της δημοκρατίας. Οι διαμεσολαβητές μέσα από τους οποίους προσπαθεί ο πολίτης να αρθρώσει φωνή και να εκφράσει τα αιτήματά του, αποδυναμώνονται. Και έτσι εν μέσω πολιτικής ομοφωνίας, τίθενται στον πολίτη ερωτήματα πολιτικής ταυτότητας με υπαρξιακές επιπτώσεις. Διότι κάθε πολίτης έχει ανάγκη από το σταθερό έδαφος της ταυτότητας για να ξεφύγει από τον ίλιγγο της ταχύτητας και της νοηματικής ρευστότητας. Και αν δεν την βρει στην πολιτική ενδέχεται να την αναζητήσει στην εκάστοτε «Βρετανικότητα», που είναι κάτι βαθύ και ερμηνεύεται ως καταγωγικό.

Ο Albert Hirschman, ένας σπουδαίος οικονομολόγος, ανέπτυξε δυο έννοιες για να εξηγήσει πώς μπορεί κανείς να αντιμετωπίσει το αδιέξοδο. Χρησιμοποίησε τις έννοιες της εξόδου και της φωνής. Όποτε δεν υπάρχει η δυνατότητα της εξόδου, έλεγε ο Hirschman, ο πολίτης διεκδικεί φωνή και λόγο πάνω στην συγκρότηση του χώρου από τον οποίο δεν μπορεί να φύγει. Όπου πάλι δεν του επιτρέπεται να αρθρώσει φωνή, αναζητά την έξοδο ως λύτρωση.

Στην περίπτωση των Βρετανών θα μπορούσαμε να πούμε πως η Ευρώπη εννοήθηκε ως ο χώρος που στερούσε την πολιτική φωνή των Βρετανών και «πότιζε» με πολυπολιτισμό την επικράτεια της Βρετανικότητας. Η χρόνια προβληματική σχέση Βρετανίας- Ευρώπης μαρτυρά αυτή την παρερμηνεία, που ήθελε το «τέρας των Βρυξελλών" να αποσιωπά δια της ανώνυμης και μυστικοπαθούς γραφειοκρατίας του την βρετανική δημοκρατία. Σε αυτό το ώριμο υπόστρωμα έχτισαν τα επιχειρήματά τους οι Brexiters.

Και τώρα που το τέρας των Βρυξελλών κατατροπώθηκε μπορεί η Βρετανία να δημοκρατικοποιήσει την δημοκρατία της; Αμφιβάλλω.

Ένα κράτος ευάλωτο πολιτικά, μέτριο δημογραφικά, αποκομμένο οικονομικά δε μπορεί να δώσει λύσεις δίχως να κάνει πολιτικές εκπτώσεις. Σε έναν κόσμο που το φαντασιακό του πολίτη συγκροτείται κυρίως από τις διαρκώς επιδεικνυόμενες επιθυμίες που παράγει η αγορά, και με την αγορά να θέτει συγκεκριμένους πολιτικούς όρους στα κράτη ώστε αυτά να μπορούν να απολαμβάνουν την μετοχή σε αυτήν την πασαρέλα, οι πολιτικοί συμβιβασμοί μοιάζουν αναπόφευκτοι. Το πιθανότερο λοιπόν είναι πως η συμμαχία του Brexit δεν θα λύσει την λιτότητα, δεν θα επαναφέρει την κοινωνική αυτοδιάθεση, αλλά θα κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Και αυτό θα δημιουργήσει ίσως βαθύτερα προβλήματα ταυτοτήτων, που θα μπορούσαν να βρουν καταφύγιο σε πολιτικούς παροξυσμούς, πολεμικούς εθνικισμούς και άλλες ακρότητες.

Μα η Ευρώπη είναι αθώα; Δεν είναι. Αλλά η Ευρώπη φταίει όχι γιατί απλά υπάρχει, αλλά γιατί παραμένει πολιτικά πρωτόγονη. Γιατί δε δίνει λύσεις στα διαφορετικής ποιότητας προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Ευρωπαϊκοί λαοί. Γιατί τα όργανα που καθορίζουν τις αποφάσεις της ανήκουν στα κράτη, και δη στα ισχυρότερα. Γιατί δεν υπάρχει ενιαίος, ισχυρός, δημοκρατικά εκλεγμένος πολιτικός σχηματισμός, εκτελεστικός και νομοθετικός, που να επιτρέπει στην Ευρώπη να εκμεταλλευτεί την γεωγραφική, δημογραφική και οικονομική ισχύ της για να επιτρέψει στην πολιτική να επαναπολιτικοποιηθεί και στις ιδέες να ανθίσουν. Διότι προκειμένου οι πολιτικές ταυτότητες να μπορέσουν να βρουν πάλι την αίγλη τους, χρειάζονται την πολιτική έκταση που τους αρμόζει. Είναι ζήτημα κλίμακας και συσχετισμών.

Tώρα η Ευρώπη δε μπορεί παρά να κλείσει γρήγορα την πληγή της και να προσπαθήσει να δημιουργήσει θετικότητες, στόχους, επιθυμίες, και δεσμούς με θεσμούς που λογοδοτούν στον πολίτη. Στο έργο του Hirschman άλλωστε υπάρχει μια έννοια που σήμερα παραγνωρίζεται. Πρόκειται για την έννοια της αφοσίωσης (loyalty) και ο Hirschman την χρησιμοποιεί για να υπενθυμίσει τη σημασία που έχει η συναισθηματική διάσταση της πολιτικής, που τόσο στερούνται οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί.