‘’ Χθες βράδυ ονειρεύτηκα
ένα βαθύ πηγάδι
μα ο κουβάς που ρίξαμε
χάθηκε στο σκοτάδι ...’’
Απόγευμα, καθισμένη στη βεράντα του πατρικού της η Αννέτα άκουγε Παπάζογλου. Τι της θύμισε! Στο πηγάδι του χρόνου βυθίστηκαν οι σκέψεις της. Ο ήχος από το νερό του πηγαδιού στάλαξε γλύκα στη ψυχή της. Θυμήθηκε τον εαυτό της πιτσιρίκα με τις πλεξούδες της να ανεμίζουν από τα τρεχαλητά στο χωράφι. Θέριεψε στη μνήμη της η εικόνα. Μπροστά ο παππούς με τον τσίγκινο κουβά και πίσω του εκείνη. Ήταν μαγικό καθώς ο παππούς έβγαζε την τάβλα και εκείνη περίμενε με λαχτάρα τη στιγμή να ακουμπήσει στο φιλιατρό του πηγαδιού για να καθρεφτιστεί στο νερό του. Αίφνης, ανέσυρε από το πηγάδι του χρόνου τον Διονύσιο Σολωμό στη ‘’Γυναίκα της Ζάκυθος’’.
‘’Εσταμάτησα σε ένα από τα Τρία Πηγάδια και απιθώνοντας τα χέρια μου στο φιλιατρό του πηγαδιού έσκυψα να ιδώ, αν ήτουν πολύ νερό…’’
Η φωνή του παππού διέκοψε τον ποιητή. Μη σκύβεις άλλο, τη μάλωσε, γιατί κοντά στο Πάσχα ήταν γιομάτο μέχρι επάνω από καθαρό κρυστάλλινο νερό και δεν χρειαζόταν να ρίξουν βαθειά το σκοινί. Τότε εκείνη έκανε ένα βήμα πίσω και έκλεισε τα μάτια για ν` ακούσει τον παφλασμό του νερού όταν ο σίγλος κατέβαινε στα σωθικά του πηγαδιού. Ξετρελαμένη με αυτόν τον ήχο ζητούσε και ξαναζητούσε επίμονα να αδειάσει τον κουβά και να τον ξαναρίξει με αστοχία έτσι ώστε να γρατζουνάει ο τσίγκος τις πέτρες.
‘’Ρίχνω την καρδιά μου στο πηγάδι να γενεί νερό να ξεδιψάσεις...’’σιγοτραγούδησε στη βεράντα με αφορμή τη μνήμη του νερού, μνήμη της παιδικής ηλικίας. Πολύ της άρεσε ο Μάνος Χατζηδάκης σ` αυτό το ‘’παραμύθι χωρίς όνομα’’. Το αμόλυντο νερό του πηγαδιού τους δρόσιζε για πολλά χρόνια και την αξία του θα καταλάβαιναν πολύ αργότερα όταν το δημόσιο δίκτυο της ύδρευσης θα τους έκανε νερά. Η βρύση έξω από το σπίτι είχε ωραίο τρεχούμενο νερό με κανονική ροή που της άρεσε να την ανοιγοκλείνει και να πιτσιλιέται.
Με τον καιρό το νεράκι της δημόσιας ύδρευσης κρίθηκε ακατάλληλο γιατί έφερνε θάλασσα. Καθώς ερχόταν πικάντικο και με άμμο ο ήχος του ακουγόταν βραχνός και περνούσε από τις σωληνώσεις αφήνοντας αποτυπώματα. Οι αρμόδιοι φορείς έκαναν ότι δεν άκουγαν τις προειδοποιήσεις του νερού ούτε τού έδιναν τη σημασία που όφειλαν ως πρωταρχικό στοιχείο ζωής και κοινωνικό αγαθό. Άφηναν τα προβλήματα του συστήματος ύδρευσης να χρονίζουν και έπαιρναν μέτρα προσωρινά με συχνές διακοπές νερού, ψέματα ότι ο υπεύθυνος αποκοιμήθηκε και ξέχασε να ανοίξει τη βάνα και άλλα παρόμοια. Στο τέλος το έδιναν με δελτίο. Το πόσιμο νερό είχε πλέον αντικατασταθεί από τα πλαστικά μπουκάλια με τα οποία εφοδίαζαν ιδιωτικές εταιρείες το νησί και αλίμονο εάν δεν έπιανε το βαπόρι. Στοιβαγμένα σε τεράστιες ντάνες μέσα και έξω από τις αποθήκες των μεταπωλητών, με σαράντα βαθμούς να τα χτυπάει ο ήλιος και οι κάτοικοι να ξεδιψάνε τάχα με πολυδιαφημιζόμενο φρέσκο νερό από την πηγή του ιδιώτη, πηγή κέρδους γι αυτόν. Χρυσοπηγή έπρεπε να τη λένε. Τρελή μπίζνα το νερό. Γκλου-γκλου και ευρώ, ήχος υποτονικός και υπερτιμημένος.
Οι περισσότεροι κάτοικοι είχαν στωικά αποδεχθεί τη νέα κατάσταση πραγμάτων και για το νερό. Κομμένο όποτε έκλεινε τη στρόφιγγα ο Δήμος, δεν είχαν ούτε να πλυθούν. Το μαρτύριο της σταγόνας. Θυμωμένο και το νερό το άκουγαν να μουρμουράει. Ένα ενοχλητικό βουητό που προσπαθούσε να απωθήσει τον αέρα όταν κοβόταν η κανονική ροή στη στέγνη των σωληνώσεων. Σκέτη παραφωνία. Αναγκάστηκαν να αγοράσουν τεράστια πλαστικά βυτία και να τα γεμίζουν όταν ο Δήμος έδινε νερό κάθε τρεις μέρες με το δελτίο για ώρα ανάγκης. Ωστόσο και αυτό δεν ήταν αρκετό όταν τους έκοβαν το νερό για πολλές ημέρες. Στη σύσκεψη των φορέων στο Δήμο τους ενημέρωσαν ότι το δίκτυο ασθενούσε και το νερό λιγόστευε. Τότε τους έζωσαν τα φίδια γιατί κατάλαβαν που το πήγαιναν το νερό. Παρόλα αυτά τα μεγάλα ξενοδοχειακά συγκροτήματα είχαν άφθονο και οι νερουλάδες έτρεχαν και δεν έφταναν. Σου έφερναν στο σπίτι όσο νερό ήθελες και πλήρωνες τάχα μόνο τη μεταφορά γιατί το νερό καθώς έλεγαν ήταν δημόσιο αγαθό και δωρεάν. Εμπαιγμός το λιγότερο.
Η ροή του νερού προς την ιδιωτικοποίηση ήταν ολοφάνερη. Άνθρωποι αδιάφοροι για τα κοινά ακολουθούσαν μοναχικές λύσεις. Αντί να υπερασπιστούν το νερό ως δημόσιο αγαθό έκοβαν την παροχή από τη δημόσια ύδρευση και το αγόραζαν όποτε ήθελαν από τους νερουλάδες για να μην είναι εξαρτημένοι όπως έλεγαν από το νερό του Δήμου. Άλλοι πάλι όπως η Αννέτα επέμεναν να αγωνίζονται και να διαμαρτύρονται γιατί έβλεπαν μεγαλύτερη εξάρτηση στην ιδιωτικοποίηση του νερού. Καθείς και η φιλοσοφία του, συλλογιζόταν η Αννέτα προβληματισμένη βγαίνοντας από το πηγάδι των παιδικών της χρόνων στο σήμερα. Η ροή και η κατάληξη του νερού στο χρόνο την είχε στοιχειώσει γιατί το νερό είναι στοιχείο και στοιχειό όπως στον στίχο και τη μουσική του Χρήστου Θηβαίου.
‘’Ο Αξιός, ο Αχελώος κι η Κερκίνη
είναι αιχμάλωτοι πολέμου στις τιμές
του χρηματιστηρίου και της βιομηχανίας
και θα ξερνάνε ομολογίες φριχτές…
Άϊε...το νερό είναι στοιχείο και στοιχειό.’’