Η αστυνομία πιστεύει ότι ο Μοχάμεντ Αλ Φαγιέντ, πρώην ιδιοκτήτης του πολυτελούς καταστήματος Harrods, ο οποίος πέθανε τον Αύγουστο του 2023 σε ηλικία 94 ετών, ενδεχομένως να είχε κακοποιήσει ή/και βιάσει περισσότερες από 111 γυναίκες σε διάστημα σχεδόν τεσσάρων δεκαετιών, με το νεότερο θύμα να είναι μόλις 13 ετών.
Πέντε άτομα - των οποίων τα ονόματα δεν έχουν δοθεί στη δημοσιότητα - ανακρίνονται από τη Μητροπολιτική Αστυνομία (Met) καθώς θεωρούνται ύποπτα πως έφερναν σε επαφή των Αλ Φαγέντ με τα υποψήφια θύματά του.
Παράλληλα, ελέγχεται το κατά πόσον αξιωματικοί σε προηγούμενες αστυνομικές έρευνες σχετικά με την υπόθεση «έκαναν τα στραβά μάτια» με αντάλλαγμα χρηματικά ποσά.
Τον περασμένο μήνα, μάλιστα, ο Guardian ανέφερε ότι διεφθαρμένοι αστυνομικοί βοήθησαν τον Αλ Φαγιέντ να διώξει μέλη του προσωπικού του, συμπεριλαμβανομένης μιας νεαρής γυναίκας που φέρεται να αρνήθηκε τις σεξουαλικές προτάσεις του πρώην ιδιοκτήτη του Harrods.
Οι 111 φερόμενες περιπτώσεις κακοποίησης που αφορούν τον επιχειρηματία περιλαμβάνουν 21 φερόμενα θύματα που κατήγγειλαν εγκλήματα στην αστυνομία μεταξύ 2005 και 2023, καθώς και 90 γυναίκες που έχουν καταθέσει μετά την προβολή ντοκιμαντέρ για τον Αλ Φαγιέντ από το BBC τον Σεπτέμβριο του 2024.
«Μετά από καταγγελίες δύο γυναικών σχετικά με την ποιότητα των ερευνών που διεξήχθησαν το 2008, η Μητροπολιτική Αστυνομία παρέπεμψε οικειοθελώς τις υποθέσεις αυτές στο Ανεξάρτητο Γραφείο για την Αστυνομική Δεοντολογία» δήλωσε εκπρόσωπος της Σκότλαντ Γιαρντ.
Επιπλέον, στη δήλωσή ανέφερε πως «παρόλο που οι υποθέσεις αυτές χρονολογούνται πάνω από μια δεκαετία και δεν μπορούμε να αλλάξουμε ό,τι συνέβη στο παρελθόν, δεσμευόμαστε να κατανοήσουμε, να είμαστε ανοιχτοί για τυχόν ελλείψεις και να βελτιώσουμε την ανταπόκρισή μας, προχωρώντας προς τα εμπρός».
Ο διοικητής Stephen Clayman, από το τμήμα Ειδικών Εγκλημάτων της Met, δήλωσε ότι αναγνωρίζει ότι η εμπιστοσύνη στην αστυνομία μπορεί να έχει υπονομευθεί από τη συμπεριφορά της στο παρελθόν, αλλά κάλεσε όλες τις επιζήσασες να προσέλθουν στα τμήματα για να καταθέσουν.
«Αναγνωρίζω τη γενναιότητα κάθε θύματος που έχει εμφανιστεί για να μοιραστεί τις εμπειρίες του, συχνά μετά από χρόνια σιωπής. Αυτή η έρευνα έχει ως στόχο να δώσει στις επιζήσασες μια φωνή, παρά το γεγονός ότι ο Αλ Φαγιέντ δεν είναι πλέον ζωντανός για να αντιμετωπίσει ποινική δίωξη», είπε ο Clayman.
«Γνωρίζουμε ότι τα γεγονότα του παρελθόντος μπορεί να έχουν επηρεάσει την εμπιστοσύνη του κοινού στην προσέγγισή μας και είμαστε αποφασισμένοι να αποκαταστήσουμε αυτή την εμπιστοσύνη αντιμετωπίζοντας τους ισχυρισμούς αυτούς με ακεραιότητα και σχολαστικότητα […] Η φωνή σας έχει σημασία και είμαστε εδώ για να ακούσουμε και να βοηθήσουμε».
Σημειώνεται πως τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορείται ο Αλ Φαγιέντ εκτείνονται μεταξύ 1977 και 2014, με τη Μητροπολιτική Αστυνομία να δηλώνει πως έχει ήδη εξετάσει περισσότερες από 50.000 σελίδες αποδεικτικών στοιχείων.
Στο πλαίσιο της έρευνας, ντετέκτιβ της Διεύθυνσης Επαγγελματικών Προτύπων προσπαθούν να εξακριβώσουν εάν κάποιοι εν ενεργεία ή πρώην αξιωματικοί στο Met εμπλέκονται σε οποιαδήποτε ανάρμοστη συμπεριφορά.
Οι ντετέκτιβ εξέταζαν μια δήλωση μάρτυρα από έναν πρώην διευθυντή ασφαλείας στο κατάστημα Knightsbridge, τον Bob Loftus, ο οποίος είχε ισχυριστεί ότι ένας πρώην διοικητής της Met δεχόταν δωροδοκίες.
Ο Loftus, 83, ο οποίος εργάστηκε για τον Fayed ως διευθυντής ασφαλείας στο Harrods μεταξύ 1987 και 1996, δεν μπόρεσε να σχολιάσει τις αποκαλύψεις λόγω της κακής υγείας του όταν τον πλησίασε ο Guardian, αλλά ο Eamon Coyle, 70, που ήταν ο αναπληρωτής του Loftus, είπε ότι αναγνώριζε τις κατηγορίες.
Ένας εκπρόσωπος της Met δήλωσε: «Η Μητροπολιτική αστυνομία έχει δεσμευτεί να επανεξετάσει διεξοδικά όλες τις πληροφορίες που σχετίζονται με ισχυρισμούς στην υπόθεση του Μοχάμεντ Αλ Φαγιέντ, η οποία περιλαμβάνει τη Διεύθυνση Επαγγελματικών Προτύπων που αξιολογεί οποιαδήποτε ένδειξη αστυνομικής κακής συμπεριφοράς.