Γιατί το Κίνημα Αλλαγής δεν κατάφερε να κεφαλαιοποιήσει τη φθορά(;) του ΣΥΡΙΖΑ στις πρόσφατες ευρωεκλογές; Τι εμποδίζει τη μετωνυμία του άλλοτε κραταιού ΠΑΣΟΚ, που διατηρεί ακόμη σημαντικές δυνάμεις στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και τα συνδικάτα, να διεκδικήσει την ηγεμονία στο χώρο της Κεντροαριστεράς;
Νομίζω το πρόβλημα είναι τριπλό: σε τακτικό, στρατηγικό και κοινωνικό επίπεδο. Πρώτον, κινείται στην επιλογή «κλειστών» ψηφοδελτίων. Έχει μοιράσει, δηλαδή, τις «ασφαλείς» έδρες σε ίσο αριθμό υποψηφίων χωρίς ουσιαστικό εσωκομματικό ανταγωνισμό. Αποτέλεσμα; Προσωπικότητες με ισχυρές τοπικές και κοινωνικές αναφορές να «κόβονται» για να διαφυλαχθεί η εσωκομματική ισορροπία, που υπαγορεύτηκε εν πολλοίς από την αρχική πολυσυλλεκτική φύση του εγχειρήματος και τη ραγδαία μείωση της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης από το 2012 και έπειτα.
Δεύτερον, αυτοεγκλωβίστηκε στην αντιδεξιά ρητορεία που συνυπάρχει με την ύπαρξη πολυάριθμων στελεχών με κυβερνητική εμπειρία. Παίρνοντας τα πράγματα αντίστροφα, το Κίνημα Αλλαγής πολιτεύτηκε προτάσσοντας την κυβερνητική και προγραμματική του επάρκεια, το πρόγραμμα ΕΛΛΑΔΑ. Για ένα μικρό κόμμα, όμως, με ανύπαρκτη προοπτική σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης, δημιουργούσε στους πολίτες το εύλογο ερώτημα «με ποιους θα συγκυβερνήσετε;». Η αντιδεξιά κληρονομιά του ΠΑΣΟΚ απέκλειε την επανάληψη του πειράματος του 2012-14. Από την άλλη, η απόρριψη της συνεργασίας με τον Μητσοτάκη (ο γιος του Αποστάτη στο πασοκικό φαντασιακό) οδηγούσε το εκκρεμές προς την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα (του χυδαιότερου υβριστή του χώρου). Κατόρθωσε, με άλλα λόγια να θέσει εαυτόν μεταξύ σφύρας και άκμονος χωρίς περιθώρια ουσιαστικών ελιγμών.
Το τρίτο και ίσως το βαθύτερο και πιο μακροπρόθεσμο πρόβλημα είναι οι κοινωνικές και πολιτικές μεταβολές που συντελούνται στην Γηραιά Ήπειρο. Σήμερα, όλο και περισσότερο, οι παραδοσιακή διαίρεση μεταξύ αριστεράς – δεξιάς έχει αποδυναμωθεί, χωρίς βέβαια να έχει εκλείψει. Αντικαθίσταται δε από μια νέα διαίρεση μεταξύ ασφαλών, φιλο-ευρωπαϊστών και κοσμοπολιτών από τη μια πλευρά και των ανασφαλών αντι-ευρωπαϊστών πολιτών από την άλλη. Με άλλα λόγια, μεταξύ εκείνων που έχουν επαρκές εκπαιδευτικό κεφάλαιο, ασφαλή θέση στην αγορά εργασίας, έχουν ταξιδέψει σπουδάσει ή/ και ζήσει στο εξωτερικό και εκείνων που βρίσκονται στη σκοτεινή πλευρά της παγκοσμιοποίησης, εργάζονται σε ανασφαλείς και χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας και νιώθουν ότι απειλείται όχι μόνο το κοινωνικο-οικονομικό τους στάτους αλλά και οι πολιτισμικές τους συνήθειες. Οι πρώτοι εκπροσωπούνται από τα παραδοσιακά κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας, της χριστιανοδημοκρατίας, τα φιλελεύθερα και Πράσινα ενώ οι τελευταίοι από κόμματα της άκρας δεξιάς και ριζοσπαστικής αριστεράς, εθνικιστικά/τοπικιστικά κόμματα και ευκαιριακές λαϊκιστικές συσσωματώσεις.
Τελικά, αν οι απαντήσεις στα δύο πρώτα προβλήματα είναι περισσότερο ή λιγότερο εύκολες και ορατές το τρίτο πρόβλημα ξεπερνά τα στενά ελληνικά όρια και χρήζει περαιτέρω διερεύνησης.
Ο Νικόλας Ι. Τζήμος είναι διδάκτορας του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και μέλος της Ν.Ε. Κοζάνης του Κινήματος Αλλαγής.