Η διαδικασία ασύλου που εφαρμόζεται σήμερα, με ελάχιστες αλλαγές, έχει θεσμοθετηθεί πριν από το 2013 και εφαρμόζεται επί σειρά ετών. Οι ελάχιστες αλλαγές που νομοθετήθηκαν έκτοτε ήταν είτε βελτιωτικού χαρακτήρα είτε κυρίως για την εφαρμογή της Κοινής Δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας και ειδικότερα της ρήτρας της «ασφαλούς τρίτης χώρας» - δηλαδή η κρίση κατά πόσο η Τουρκία συνιστά ασφαλή χώρα για τους πρόσφυγες.
Η δημιουργία της νέας Υπηρεσίας Ασύλου, όπως την αποκαλούσαμε το 2013, αποτέλεσε ένα τεράστιο βήμα στην χώρα μας, για το οποίο όλοι ήμασταν περήφανοι. Δεν είναι τυχαίο ότι από το 2013 και επί σειρά ετών, ο αριθμός των προσφυγών και αιτήσεων ακύρωσης στα δικαστήρια και ιδίως στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) μειώθηκε κατακόρυφα. Η νέα διαδικασία ασύλου θεωρείτο ποιοτική και δίκαιη και αποκτήσαμε αξιοπρέπεια, σεβασμό και ισότιμο λόγο με τους ευρωπαίους εταίρους μας.
Το σχέδιο νόμου για τη διαδικασία ασύλου, παρά τα όσα έχουν εξαγγελθεί, δεν επιφέρει δομικές αλλαγές στη διαδικασία ασύλου. Αυτό που όντως επιτυγχάνει, είναι να ενσωματώνει πληθώρα προβλέψεων που οδηγούν στο να περιπλέκεται η υφιστάμενη διαδικασία, ίσως με την ελπίδα ότι έτσι θα καταστούν πιο εύκολα δυνατές οι απορρίψεις των αιτήσεων ασύλου και άρα οι απελάσεις και οι επιστροφές. Πέρα από το εάν αυτές οι αλλαγές συμβαδίζουν με τη σχετική ευρωπαϊκή νομοθεσία, πράγμα που αμέσως θα κληθούν να κρίνουν τα δικαστήρια, το ζητούμενο για τους συντάκτες του σχεδίου νόμου θα έπρεπε να είναι κατά πόσο πραγματικά ο στόχος αυτός θα επιτευχθεί και κατά πόσον η χώρα μας δεν θα ξαναβρεθεί στο προσκήνιο δακτυλοδεικτούμενη ότι δεν σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι τον Ιανουάριο του 2011 η χώρα καταδικάστηκε από το ΕΔΔΑ, μεταξύ άλλων, διότι η διαδικασία ασύλου δεν σεβόταν τις βασικές αρχές της Σύμβασης της Γενεύης για το καθεστώς των προσφύγων, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να μη μπορεί να θεωρηθεί ασφαλής χώρα για τους πρόσφυγες. Αυτός, εξάλλου, είναι και ο λόγος που διαδοχικές κυβερνήσεις στήριξαν τη ριζική αλλαγή στο σύστημα ασύλου της Ελλάδας. Εάν γυρίσουμε στην εποχή προ του 2011, τι θα έχουμε πετύχει;
Η ψήφιση του νομοσχεδίου χωρίς σημαντικές παρεμβάσεις θα οδηγήσει, εκτός των άλλων, σε μια διαδικασία πολύ πιο αργή από τη σημερινή και με αμφίβολο αποτέλεσμα όσον αφορά στην αύξηση των επιστροφών και των απελάσεων.
Για παράδειγμα, το σχέδιο νόμου προβλέπει ότι η άσκηση προσφυγής στο δεύτερο βαθμό δεν θα έχει ως αυτόματο αποτέλεσμα την αναστολή της απέλασης και ο προσφεύγων θα πρέπει να προσφύγει και κατά της απόρριψης στον πρώτο βαθμό και κατά της απόφασης απέλασης. Αποτέλεσμα: ο διπλασιασμός των προσφυγών ενώπιον μιας Αρχής Προσφυγών που ήδη έχει συσσωρεύσει μεγάλο αριθμό υποθέσεων, των οποίων εκκρεμούν οι αποφάσεις.
Οι εκάστοτε κυβερνώντες της χώρας μας, μπροστά στο αδιέξοδο των συνεχώς αυξανόμενων ροών προσφύγων από τη μία και στην ανυπαρξία δυνατότητας διαμοιρασμού αυτών στις υπόλοιπες, γεωγραφικά πιο απομακρυσμένες από τα ευρωπαϊκά εξωτερικά σύνορα, χώρες, κάποια στιγμή προχωρούν σε κινήσεις που θεωρούν ότι θα περιορίσουν τις ροές των προσφύγων. Όμως, η πράξη και η ιστορία των τελευταίων ετών αποδεικνύουν ότι η αυστηροποίηση της διαδικασίας ασύλου προκαλεί τεράστιες καθυστερήσεις και στη συγκεκριμένη περίπτωση θα φορτώσει ακόμη περισσότερο τις ήδη υπερφορτωμένες υπηρεσίες και μάλλον δεν θα επιφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Παρά να αναλώνουμε ενέργεια σε νομοθετικές παρεμβάσεις αμφιβόλου αποτελέσματος, μήπως θα ήταν πιο ωφέλιμο να επικεντρωθούμε στην καλύτερη και πιο ευέλικτη οργάνωση των υπηρεσιών μας και σε έναν πιο ενδελεχή σχεδιασμό για την ενδυνάμωση τους και την εκπαίδευση των υπαλλήλων τους;
Υπάρχει μεγάλο περιθώριο βελτίωσης του κρατικού μηχανισμού για να διαχειριστούμε με αξιοπρέπεια τους πρόσφυγες που φτάνουν στην χώρα μας και με σεβασμό στο γράμμα αλλά και στο πνεύμα και Σύμβασης της Γενεύης του 1951. Τα όποια εκβιαστικά διλήμματα δεν θα πρέπει να μας οδηγούν σε ενέργειες οι οποίες όταν θα έρθει η στιγμή του λογαριασμού θα μας γυρίσουν μπούμερανγκ. Τότε, κανείς δεν θα μας υποστηρίξει, οι εταίροι μας θα νίπτουν τας χείρας τους και θα πρέπει να αναλάβουμε ολόκληρο το τίμημα ανάληψης της ευθύνης μόνοι μας.
Η πραγματικότητα είναι ότι, δυστυχώς, οι ευθύνες θα έπρεπε να αναζητηθούν στους ευρωπαίους εταίρους μας. Και για το λόγο αυτό, πολύ σωστά, όπως η προηγούμενη, έτσι και η τωρινή κυβέρνηση, συνεχίζει να τονίζει σε κάθε ευκαιρία ότι ο αριθμός των αιτούντων άσυλο στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά δυσανάλογος σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα και απαιτεί αλληλεγγύη και κατανομή των ευθυνών, όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες. Η εντατικοποίηση και η συστηματική άσκηση πίεσης προς αυτή τη κατεύθυνση, με συγκεκριμένες προτάσεις που βασίζονται σε αδιάσειστα στοιχεία, είναι η μόνη βιώσιμη προσέγγιση στην διαχείριση του μεταναστευτικού ζητήματος.