«Η Βραζιλία χρεοκόπησε. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα» δήλωσε την Τρίτη ο πρόεδρος της λατινοαμερικάνικης χώρας ο Tζαΐρ Μπολσονάρο, αποδίδοντας την κρίση «σε αυτόν τον ιό που προβάλλει ο Τύπος», την ώρα που έλαβαν τέλος οι ενισχύσεις που χορηγούσε το δημόσιο, γλιτώνοντας ως εδώ δεκάδες εκατομμύρια πολίτες από την εξαθλίωση.
«Η Βραζιλία χρεοκόπησε. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Ήθελα να αλλάξω τον πίνακα των μειώσεων των φόρων, αλλά ήρθε αυτός ο ιός που τον τροφοδοτεί ο Τύπος, αυτός ο Τύπος χωρίς ενδιαφέρον», ανέφερε ο πρόεδρος μιλώντας σε υποστηρικτή του που τον χαιρέτισε μπροστά στην επίσημη κατοικία του στην Μπραζίλια.
Ο Βραζιλιάνος πρόεδρος αναφερόταν στη μεταρρύθμιση των φορολογικών συντελεστών ώστε να αυξηθεί το επίπεδο των εισοδημάτων που απαλλάσσονται από φόρους, προεκλογική υπόσχεση του ακροδεξιού πολιτικού ο οποίος εξελέγη δεσμευόμενος να εφαρμόσει οικονομικά φιλελεύθερο πρόγραμμα.
Σύμφωνα με τον Τζαΐρ Μπολσονάρο, η οικονομική κατάρρευση της χώρας οφείλεται στα περιοριστικά μέτρα που επέβαλαν οι κυβερνήτες των πολιτειών στην προσπάθειά τους να σταματήσουν την εξάπλωση της πανδημίας του κορονοϊού — πλέον η χώρα θρηνεί σχεδόν 198.000 νεκρούς εξαιτίας της COVID-19.
Ο πρόεδρος είδε τη δημοτικότητά του να αυξάνεται χάρη στις έκτακτες χρηματικές ενισχύσεις που προσφέρονταν επί εννέα μήνες σε 68 εκατομμύρια Βραζιλιάνους, σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού.
Όμως αυτόν τον μήνα οι ενισχύσεις έπαψαν να χορηγούνται, καθώς η κυβέρνηση βρίσκεται υπό πίεση από τις αγορές, που ανησυχούν για το υψηλό επίπεδο του ελλείμματος και του χρέους.
Για τον Μαρσέλο Νέρι, διευθυντή του Κέντρου Κοινωνικής Πολιτικής του Ιδρύματος Ζετούλιου Βάργκας (FGV), η εξέλιξη αυτή οδηγεί τη χώρα «στο χείλος της κοινωνικής αβύσσου».
Στο μεταξύ, τα κρούσματα του νέου κορονοϊού και οι θάνατοι εξαιτίας της νόσου που προκαλεί δεν σταματούν να αυξάνονται. Τις προηγούμενες 24 ώρες ακόμη 1.171 ασθενείς υπέκυψαν, ενώ επιβεβαιώθηκαν σχεδόν 57.000 κρούσματα, ανακοίνωσε χθες Τρίτη το υπουργείο Υγείας της Βραζιλίας. Η κατάσταση αναμένεται να χειροτερέψει τις επόμενες εβδομάδες, λόγω των μαζικών δημόσιων συναθροίσεων και των οικογενειακών συγκεντρώσεων στη διάρκεια των εορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, προειδοποιούν ειδικοί.
(με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ, AFP)