Mπορεί η Ελλάδα να έχει νομίμως και διαρκώς στρατιωτικοποιημένα τα νησιά της στο ΒΑ Αιγαίο;

Τί υποστηρίζει εσφαλμένα η Τουρκία και τί πράγματι ισχύει
|
Open Image Modal
.
Eurokinissi

Του Θεοδώρου Κατσούφρου, νομικού διεθνολόγου

 

Στο ερώτημα του τίτλου η αυθόρμητη απάντηση είναι σαφώς καταφατική. Ο εξοπλισμός και η διάταξη των Ενόπλων Δυνάμεων της Ελλάδας καλύπτουν προφανώς ολόκληρη την επικράτειά της, όπως συμβαίνει εξ ορισμού με κάθε κυρίαρχο κράτος.

Το αμέσως επόμενο ερώτημα είναι εάν η Ελλάδα υπέχει την συμβατική υποχρέωση να τηρεί τα εν λόγω εδάφη αποστρατιωτικοποιημένα, όπως προβλέπουν οι σχετικές ρήτρες της Συνθήκης της Λωζάννης (ΣτΛ) του 1923 και της Συνθήκης των Παρισίων (ΣτΠ) του 1947.

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό απαιτεί ενδελεχή αντικειμενική ανάλυση της κατάστασης πραγμάτων στον παρόντα χρόνο.

Τί υποστηρίζει εσφαλμένα η Τουρκία και τί πράγματι ισχύει

Η γείτων εγκαλεί την Ελλάδα για την αθέτηση συμβατικής υποχρέωσής της, και συγκεκριμένα για την επαναστρατιωτικοποίηση των νήσων της, χωρίς να δικαιολογείται από το άρθρο 51 του Χάρτη του ΟΗΕ. Επικαλείται συναφώς τόσο την ΣτΛ του 1923 όσο και την ΣτΠ του 1947. 

Πρώτον, η Τουρκία ψεύδεται ως προς την νομική φύση των ρητρών αποστρατιωτικοποίησης των δύο Συνθηκών.

Τις ταυτίζει με τις αφορώσες την κυριαρχία διατάξεις τους, οι οποίες, ως εμπράγματες ή δικαιοθετικές (real or dispositive), εγκαθιδρύουν ένα αντικειμενικό νομικό καθεστώς, ισχύον έναντι πάντων (erga omnes) και μη επιδεχόμενο διαχρονικά οποιαδήποτε τροποποίηση ακόμη και υπό το πρόσχημα της ριζικής μεταβολής των περιστάσεων (rebus sic stantibus). Για την καλύτερη κατανόηση του εμπράγματου χαρακτήρα της κυριαρχίας αρκεί η σύγκριση με τον τίτλο κυριότητας ενός φυσικού προσώπου επί ακινήτου. Ισχύει έναντι όλων εις το διηνεκές και δεν επιδέχεται οποιαδήποτε αλλαγή χωρίς την βούληση του κυρίου του.

Αντιθέτως, οι ρήτρες αποστρατιωτικοποίησης έχουν ενοχικό ή συναλλακτικό χαρακτήρα (personal or contractual), δεσμεύουν αποκλειστικά τα συμβαλλόμενα στις δύο Συνθήκες μέρη και έχουν πεπερασμένη χρονική διάρκεια. Θα μπορούσαν να συγκριθούν με την σχέση ενός επιβάτη με κάποιο μέσον μαζικής μεταφοράς η οποία «συνομολογείται» με την αγορά εισιτηρίου και συνδέει αποκλειστικά τον ίδιο με το μεταφορικό μέσον. Η συναλλακτική αυτή σχέση τερματίζεται με την κάθοδο του επιβάτη.

Άρα, με βάση την νομική φύση της ρήτρας αποστρατιωτικοποίησης ως συναλλακτικής, η Τουρκία αδυνατεί να επικαλείται την ΣτΠ του 1947 επειδή απλούστατα δεν φέρει την ιδιότητα του συμβαλλόμενου μέρους. Η εκ μέρους της επίκληση της περίπτωσης των φινλανδικών Νήσων Åland, οι οποίες τελούν υπό μόνιμο καθεστώς ουδετερότητας και αποστρατιωτικοποίησης για ιστορικούς λόγους αλλά και επειδή ο πληθυσμός τους έχει σουηδικό φρόνημα και ομιλεί την σουηδική γλώσσα, ώστε να παρέχει στην Σουηδία το δικαίωμα να ενδιαφέρεται για την διατήρηση του εν λόγω καθεστώτος, ουδεμία σχέση έχει με αυτή των ελληνικών νησιωτικών εδαφών. Αντιθέτως, η Τουρκία ουδέποτε σεβάστηκε την απορρέουσα από την Συνθήκη της Λωζάνης (άρθρο 14) υποχρέωσή της να διασφαλίσει την αυτονομία του ελληνικού πληθυσμού των τουρκικών νήσων Ίμβρου και Τενέδου.

Δεύτερον, η Τουρκία ψεύδεται τόσο ως προς το εύρος (δηλαδή το εδαφικό πεδίο εφαρμογής των ρητρών αποστρατιωτικοποίησης) όσο και ως προς τον βαθμό της συμβατικής υποχρέωσης της Ελλάδας. 

Συγκεκριμένα, για τους προαναφερθέντες λόγους, η γείτων αδυνατεί, ως μη συμβαλλόμενο μέρος της, να επικαλείται την αφορώσα τα Δωδεκάνησα ρήτρα αποστρατιωτικοποίησης της ΣτΠ του 1947. Ως προς την ΣτΛ του 1923, η Τουρκία υποστηρίζει ότι η Ελλάδα παραβιάζει το άρθρο 13 επειδή δεν τηρεί την ρήτρα αποστρατιωτικοποίησης των νησιωτικών εδαφών της στο Βορειοανατολικό Αιγαίο. Επ’ αυτού, πρέπει να διευκρινιστεί, αφενός, ότι η Λήμνος και η Σαμοθράκη ανέκτησαν το δικαίωμά τους στην στρατιωτικοποίηση από την έναρξη ισχύος της Σύμβασης του Montreux του 1936 η οποία αντικατέστησε (με πρωτοβουλία της ίδιας της Τουρκίας) στο σύνολό της την ενσωματωμένη στην ΣτΛ του 1923 Σύμβαση της Λωζάννης περί του νομικού καθεστώτος των Στενών.

Η τελευταία προέβλεπε την πλήρη αποστρατιωτικοποίηση των Στενών, ο νομικός ορισμός των οποίων περιελάμβανε ως αναπόσπαστο τμήμα τους τα δύο ελληνικά νησιά (Λήμνο και Σαμοθράκη) και τα τρία τουρκικά Ίμβρο, Τένεδο και Λαγούσες ή Μαυριές, μαζί με τα πέριξ των Στενών τουρκικά ηπειρωτικά εδάφη. Η Τουρκία επικαλέστηκε το 1936, και μάλιστα υπό τις τότε ισχύουσες συνθήκες απόλυτης και αυστηρής αποστρατιωτικοποίησης, την ριζική μεταβολή των περιστάσεων, προβάλλοντας ως λόγο τις υποτιθέμενες απειλές κατά της εδαφικής ακεραιότητάς της (οι οποίες ουδέποτε επαληθεύτηκαν στην συνέχεια) και επισείοντας τον σοβαρό κίνδυνο για την διεθνή ασφάλεια και ειρήνη.

Έτσι, επέτυχε με την νέα Σύμβαση του 1936, χωρίς καν την συναίνεση της πανίσχυρης ακόμη στη περιοχή και συμβαλλόμενης στην ΣτΛ του 1923 Ιταλίας, την πλήρη επαναστρατιωτικοποίηση των Στενών, συμπαρασύροντας στο νέο νομικό καθεστώς, όπως προαναφέρθηκε, και τις νήσους Λήμνο και Σαμοθράκη, έστω και εάν σήμερα δεν το αποδέχεται εντελώς αυθαίρετα και αβάσιμα. Άρα, δεν συζητείται πλέον το αναμφισβήτητο δικαίωμα του συνόλου των ανωτέρω εδαφών (ηπειρωτικών και νησιωτικών, ελληνικών και τουρκικών) στην στρατιωτικοποίηση.

Αφετέρου, ο ισχυρισμός της Άγκυρας ότι η στρατιωτικοποίηση των νήσων Λέσβου, Χίου, Σάμου και Ικαρίας απειλεί εκ νέου την ασφάλειά της είναι απολύτως έωλος επειδή τα εν λόγω νησιωτικά εδάφη δεν διέπονται από καθεστώς αυστηρής αποστρατιωτικοποίησης.

Η ΣτΛ ουδόλως αναφέρεται στον όρο αποστρατιωτικοποίηση, όπως προκύπτει από το άρθρο 13, το οποίο αναφέρεται σε «μέτρα» («mesures»), κατά την γαλλική και ελληνική απόδοση της σχετικής διάταξης, ή σε «περιορισμούς» («restrictions»), κατά την αγγλική απόδοση της σχετικής διάταξης. Συγκεκριμένα, τα κατονομαζόμενα τέσσαρα ελληνικά νησιωτικά εδάφη υπόκεινται σε μερικούς στρατιωτικούς περιορισμούς (ότι δεν θα χρησιμοποιηθούν για την εγκατάσταση ναυτικής βάσεως ή για την ανέγερση οχυρωματικών έργων), οι οποίοι ισοδυναμούν στην ουσία με αποψιλωμένη ή αποστεωμένη αποστρατιωτικοποίηση.

Επίσης, για λόγους αμυντικής ισορροπίας προβλέφθηκε η απαγόρευση τόσο στην ελληνική πολεμική αεροπορία να υπερίπταται του εδάφους της ακτής της Ανατολίας όσο και στην τουρκική να υπερίπταται των τεσσάρων αυτών νήσων, όπερ σημαίνει ότι το ίδιο άρθρο επέβαλε «μέτρα» και σε βάρος της γείτονος στο πλαίσιο της αρχής της αμυντικής αμοιβαιότητας. Εν τέλει, καταντά αστειότητα η προβαλλόμενη από την Τουρκία ως απειλή κατά της εδαφικής της ακεραιότητας στρατιωτικοποίησή τους. Η αποψιλωμένη αποστρατιωτικοποίηση τεσσάρων ελληνικών νήσων δεν θα ήταν ικανή να θέσει σε κίνδυνο την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια.

Ακόμη και εάν γινόταν δεκτή (όπερ αδύνατον) ως βάσιμη η νομική επιχειρηματολογία της Τουρκίας, θα ήταν παράλογη ως ανερμάτιστη και δυσανάλογη η σύνδεση της εκχώρησης της κυριαρχίας επί των νήσων με την τήρηση της απορρέουσας από την ΣτΛ συμβατικής υποχρέωσης της Ελλάδας για τον απλούστατο λόγο ότι η κυριαρχία δεν εξαρτήθηκε από κανέναν όρο, όπως προκύπτει αβίαστα από τα Πρακτικά της Συνδιάσκεψης της Λωζάννης (1922-1923).

Τρίτον, η τουρκική εμμονή ότι η Ελλάδα παραβιάζει την συμβατική υποχρέωσή της στρατιωτικοποιώντας τα εκχωρηθέντα βάσει της ΣτΛ του 1923 νησιωτικά εδάφη επιβάλλει την διάκριση της προσαπτόμενης στην Ελλάδα παραβίασης υπό το πρίσμα, αφενός, του συμβατικού διεθνούς δικαίου (δηλαδή αποκλειστικά και μόνον της ΣτΛ του 1923 και του Χάρτη του ΟΗΕ), αφετέρου, του εθιμικού διεθνούς δικαίου.

Κατά το συμβατικό διεθνές δίκαιο, η Ελλάδα έχει κάθε δικαίωμα να στρατιωτικοποιεί τα νησιωτικά εδάφη της επειδή απειλείται. Ως διάταξη αναγκαστικού δικαίου (jus cogens), το άρθρο 2§4 του Χάρτη του ΟΗΕ προβλέπει ότι τα μέλη του απέχουν στις διεθνείς σχέσεις τους «από την απειλή ή την χρήση βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους» (μέλους ή μη του ΟΗΕ). Εκ περισσού, η ίδια η Τουρκία παραβίαζε συστηματικά (μέχρι πρόσφατα) το άρθρο 13§2 με τις αναρίθμητες πτήσεις τής συνήθως οπλισμένης πολεμικής αεροπορίας της υπεράνω των ελληνικών νησιωτικών εδαφών.

Διάταξη κλειδί εν προκειμένω – πάντοτε στο πλαίσιο του συμβατικού διεθνούς δικαίου- είναι το άρθρο 103 του Χάρτη, σύμφωνα με το οποίο «Σε περίπτωση συγκρούσεως των κατά τον παρόντα Χάρτη υποχρεώσεων των μελών προς τις από οποιαδήποτε άλλη Διεθνή Συμφωνία υποχρεώσεις, προέχουν οι κατά τον παρόντα Χάρτη υποχρεώσεις τους». Είναι προφανές ότι, υπό το φως των τουρκικών ισχυρισμών για παραβίαση εκ μέρους της Ελλάδας της περί αποστρατιωτικοποίησης ρήτρας της ΣτΛ, συντρέχουν οι προϋποθέσεις επίκλησης του άρθρου 2§4, σε συνδυασμό με την διάταξη του άρθρου 103, ενόψει των συνεχών και ευθέων απειλών κατά της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας και του τουρκικού casus belli. Η ανωτέρω διάταξη επιτρέπει στην Αθήνα να αγνοήσει την διάταξη του άρθρου 13 της ΣτΛ. Επικαλούμενη την υπέρτερη ισχύ ενός κανόνα αναγκαστικού δικαίου όπως το άρθρο 2§4, η Ελλάδα παρακάμπτει τον σκόπελο της παραβίασης της συγκεκριμένης συμβατικής της υποχρέωσης, χωρίς να ενδιαφέρει εάν η σχετική ρήτρα είναι παρωχημένη ή όχι.

Είναι λοιπόν αδιανόητο η Ελλάδα να ακροβατεί ακόμη και σήμερα αναζητώντας την ορθή νομική βάση της στρατιωτικοποίησης των νησιών της και επικαλούμενη αλυσιτελώς επί μία πεντηκονταετία το άρθρο 51 του Χάρτη το οποίο προβλέπει ότι, εάν κράτος μέλος του ΟΗΕ υποστεί ένοπλη επίθεση, δύναται να ασκήσει το φυσικό δικαίωμα ατομικής ή συλλογικής «νόμιμης άμυνας» («inherent right of individual or collective self-defence», κατά την αγγλική απόδοση του όρου, και «droit naturel de légitime défense, individuelle ou collective», κατά την γαλλική απόδοσή του).

Όπως προκύπτει από την επί του θέματος νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου, αυθεντικού ερμηνευτή του Χάρτη, δεν συντρέχουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την επίκλησή του (ένοπλη επίθεση εντός του εθνικού εδάφους). Επίσης, δεν δικαιολογείται, βάσει του άρθρου 51, η λήψη προπαρασκευαστικών μέτρων για την αποτροπή μελλοντικής επίθεσης. Η αμυντική θωράκιση ενός κράτους δεν νοείται να καταλήγει, έστω και εάν αυτό απειλείται, στην αποκαλούμενη αμυντική βία («defensive force»).

Το άρθρο 51 ουδέν αναφέρει συναφώς και, ως εξαίρεση από τον απόλυτο κανόνα της απαγόρευσης της απειλής ή της χρήσης βίας, πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά. Εξάλλου, το θεμελιούμενο στο άρθρο 51 του Χάρτη αμερικανικό δόγμα της προληπτικής άμυνας δεν πρέπει να υιοθετείται άκριτα λόγω της διασταλτικής ερμηνείας του εκ μέρους της Τουρκίας. Άρα, υπό τις παρούσες περιστάσεις, η επίκληση του άρθρου 51 του Χάρτη δεν καθιστά την στρατιωτικοποίηση ούτε νόμιμη, εφόσον δεν πληρούται η βασική προϋπόθεση της ένοπλης επίθεσης από την Τουρκία, αλλά ούτε και μόνιμη, εφόσον η στρατιωτικοποίηση είναι προσωρινή μέχρις ότου επιληφθεί συναφώς το Συμβούλιο Ασφαλείας ως αρμόδιο για την συλλογική ασφάλεια όργανο του ΟΗΕ.

Ζητούμενο για την στρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών είναι προφανώς, όπως προανέφερα, η νομιμότητα και η μονιμότητα του μέτρου. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν ενδείκνυνται καινοφανείς θεωρίες, σύμφωνα με τις οποίες, για την απαλλαγή από την υποχρέωση αποστρατιωτικοποίησης, αρκεί η μονομερής δήλωση της Ελλάδας του 2015, με την οποία εξαιρούνται από την δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου ζητήματα απτόμενα της εθνικής ασφάλειάς της.

Στην πραγματικότητα, η σχετική δήλωση έχει απλώς ως έννομη συνέπεια ότι το Διεθνές Δικαστήριο είναι αναρμόδιο να επιληφθεί μονομερούς προσφυγής τρίτου κράτους κατά της Ελλάδας για την επίλυση διαφοράς με αντικείμενο τα εξαιρούμενα ζητήματα. Σε καμία όμως περίπτωση δεν σημαίνει ότι η επίμαχη μονομερής δήλωση της Ελλάδας την απαλλάσσει από την συγκεκριμένη συμβατική υποχρέωσή της διά της αυτόματης μετατροπής τους από νομικά σε πολιτικά ζητήματα. Παρόμοια συλλογιστική μόνο σε νέες επικίνδυνες νομικές ατραπούς μπορεί να οδηγήσει την χώρα με απρόβλεπτα αποτελέσματα. Είναι ως εκ τούτου πασιφανές ότι η Ελλάδα δεν απαντά με πειστικό τρόπο στο ερώτημα εάν στρατιωτικοποιεί νομίμως τα νησιά της. Στο θέμα επανέρχομαι ευθύς αμέσως δίδοντας την ορθή, ως αντλούμενη από το εθιμικό διεθνές δίκαιο, απάντηση.

Η νόμιμη στρατιωτικοποίηση (legitimate militarisation) των νήσων του Βορειοανατολικού Αιγαίου

Σε επίπεδο εθιμικού διεθνούς δικαίου, οφείλουμε να διακρίνουμε το προαναφερθέν φυσικό δικαίωμα νόμιμης άμυνας του άρθρου 51 από το επίσης φυσικό και διαρκές δικαίωμα κάθε κράτους να θωρακίζει την άμυνά του στο σύνολο της επικράτειάς του ως μέσον αυτοπροστασίας από οποιαδήποτε πιθανή, επικείμενη ή και απρόβλεπτη απειλή κατά της εδαφικής του ακεραιότητας. Το επικαλέστηκε ευθέως ως πρωθυπουργός ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με την από 21 Μαΐου 1976 επιστολή του απαντώντας στις σχετικές αιτιάσεις του Τούρκου ομολόγου του και υποστηρίζοντας ότι η αμυντική θωράκιση της Ελλάδας είναι αποκλειστική της υπόθεση, πέραν κάθε συμβατικής υποχρέωσης. Υπό την έννοια αυτή, πρόκειται για ένα αυτοτελές δικαίωμα το οποίο ανάγεται, ως μετρήσιμο μέγεθος, στην αμυντική ικανότητά της να υπερασπίζεται το έδαφός της σε βάθος χρόνου.

Θυμίζω επίσης ότι η επίκληση της «ριζικής μεταβολής των περιστάσεων» από την Τουρκία το 1936, την Ιταλία το 1952 και την Φινλανδία το 1990 επέτρεψε την οριστική απαλλαγή τους από τις περί αποστρατιωτικοποίησης διατάξεις των ΣτΛ του 1923 και ΣτΠ του 1947.

Στρατιωτικοποιούμε λοιπόν νομίμως κάθε σπιθαμή του εδάφους μας είτε απειλείται είτε όχι (και πέραν δηλαδή του επιτυχούς συνθήματος «ό,τι απειλείται δεν αποστρατιωτικοποιείται»), θέτοντας ως πρόσημο την αμυντική θωράκιση και την αποτρεπτική ικανότητά μας. Ορθά κοφτά και χωρίς περιστροφές. Δεν νοείται να δικαιολογούμε τα μέτρα άμυνας του εδάφους μας θεωρώντας τα ως προπαρασκευαστικά στάδια (τα οποία δεν προβλέπονται πουθενά στο άρθρο 51) ή επικαλούμενοι άλλες ευφάνταστες νομικές κατασκευές οι οποίες βαθαίνουν το ρήγμα στην αναζήτηση της νομικής θεμελίωσης της στρατιωτικοποίησης. Πρέπει να κατανοήσουν άπαντες, Τούρκοι, εταίροι μας στη ΕΕ και σύμμαχοί μας στο ΝΑΤΟ, ότι υπερασπιζόμαστε το αυτονόητο και αναφαίρετο δικαίωμα στην επιβίωσή μας ως έθνος. Η αμυντική θωράκιση συμβαδίζει με την επιθετική επί του θέματος διπλωματία.