ΝΑΤΟ και Ελληνοτουρκικά: Νέα σελίδα ή νέο κεφάλαιο

Η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία του «εκπολιτισμού» της Τουρκίας.
|
Open Image Modal
.
MURAT CETINMUHURDAR via via REUTERS

Ύστερα από πολλά επεισόδια και διακυμάνσεις στις διμερείς σχέσεις ήρθε η στιγμή για μία εκ του σύνεγγυς συνάντηση των ηγετών Ελλάδας και Τουρκίας. Το πλαίσιο ασφαλές, η χρονική συγκυρία αρκετά πρόσφορη και η ατζέντα προ πολλού δεδομένη. Πού οδηγεί, όμως, αυτή η επαναπροσέγγιση;

«Έσπασε ο πάγος» ήταν το πρώτο σχόλιο που γέμισε τις αναρτήσεις των ειδησεογραφικών δικτύων μετά τη συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ταγίπ Ερντογάν. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της 45λεπτης συζήτησης, κυβερνητικές πηγές μίλησαν για «θερμό κλίμα» και για συμφωνία των δύο πλευρών να αφήσουν πίσω τις εντάσεις του 2020, «παρά τις πολύ μεγάλες διαφορές».

Ο Ταγίπ Ερντογάν είχε σπεύσει πριν από τη σύνοδο του ΝΑΤΟ να μιλήσει για «συνεργασία με την Ελλάδα» και «ειρηνική επίλυση των διαφορών».

Το καλοκαίρι του 2020 ήταν ένα «καυτό» καλοκαίρι για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Δεν ήταν όμως παρά μία σειρά επεισοδίων στη μακρά λίστα των γεγονότων της τουρκικής επιθετικότητας εναντίον της Ελλάδας.

Η επιθετικότητα αυτή κορυφώθηκε τον Μάρτιο του 2020 με την επίθεση στα ελληνικά σύνορα από εργαλειοποιημένες μάζες μεταναστών, τις οποίες ήλεγξε και ποδηγέτησε εξ ολοκλήρου το τουρκικό καθεστώς με αποκλειστικό σκοπό να εκβιάσει την Ελλάδα και την Ευρώπη. Η επιχείρηση απέτυχε. Η Ελλάδα αντέδρασε και συνεπικουρούμενη από τις δυνάμεις της Frontex προστάτευσε τα ελληνικά και ευρωπαϊκά σύνορα.

Ακολούθησαν οι ιταμές αμφισβητήσεις των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο μέσω της εξόδου τουρκικών ερευνητικών σκαφών συνοδεία πολεμικών πλοίων. Η Ελλάδα αντέδρασε εκ νέου αντιπαρατάσσοντας το στόλο της απέναντι στα τουρκικά πλοία.

Πλέον βρισκόμαστε σε μία επόμενη σελίδα των ελληνοτουρκικών και δυτικο-τουρκικών σχέσεων. Καθόλου βέβαιο δεν είναι όμως ότι αυτή η σελίδα θα είναι διαφορετική και καλύτερη ή συνιστά επανάληψη των προηγούμενων. 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι καταλύτης των εξελίξεων υπήρξε η αλλαγή στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

Η εκλογή του Τζο Μπάιντεν αποτέλεσε σημείο καμπής για την αναβίωση των σχέσεων Ευρώπης-Αμερικής, για την ανανέωση των υπερατλαντικών θεσμών και βεβαίως για την αντιμετώπιση των προκλήσεων της περιφερειακής σταθερότητας.

Στις τελευταίες πρέπει να εντάσσεται παγίως πλέον η Τουρκία και ο μέχρι σήμερα αποσταθεροποιητικός της ρόλος στην Ανατολική Μεσόγειο.

Όσο και αν οι ατλαντικοί σύμμαχοι όταν μιλούν για «ολοκληρωτικά καθεστώτα» έχουν πρώτα στο μυαλό τους την Κίνα και τη Ρωσία, κοινό μυστικό είναι ότι ο τουρκικός «εξαιρετισμός» χρήζει εξίσου ιδιαίτερης αντιμετώπισης.

Η μεγάλη συνάντηση της 14ης Ιουνίου ήταν εκείνη του Αμερικανού προέδρου με τον Τούρκο πρόεδρο. Μπάιντεν και Ερντογάν συζήτησαν μόνοι τους για περίπου 45 λεπτά της ώρας. Ήταν η πρώτη φορά που συναντιούνταν οι δύο άνδρες από την ημέρα της εκλογής Μπάιντεν. Οι σχέσεις τους γνώρισαν νωρίς μία σημαντική κρίση μόλις τον περασμένο Απρίλιο, όταν ο Αμερικανός πρόεδρος προέβη στην επίσημη αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων από τους Τούρκους. Ωστόσο, έγινε γνωστό ότι το συγκεκριμένο θέμα δεν συζητήθηκε καθόλου στη χθεσινή συνάντηση στις Βρυξέλλες.

Στην ουσία τώρα, Μπάιντεν και Ερντογάν ασχολήθηκαν πρωτίστως με θέματα κοινού ενδιαφέροντος. Το μεγάλο αγκάθι ήταν και είναι τα οπλικά συστήματα της Τουρκίας.

Ο Τούρκος πρόεδρος, έχοντας επενδύσει πολλά στη σχέση του με τη Ρωσία, προμηθεύτηκε πυραύλους S-400, γεγονός που ανάγκασε τις ΗΠΑ να απειλήσουν την Τουρκία και τελικά να την αποβάλουν από το πρόγραμμα απόκτησης μαχητικών αεροσκαφών F-35. Στη συζήτηση των δύο υπήρξαν ξεκάθαρες τοποθετήσεις για το θέμα. 

Όπως δήλωσε ο Ερντογάν μετά τη συνάντηση:

«Είχαμε μία πολύ χρήσιμη και ειλικρινή συνάντηση με τον κ. Μπάιντεν. Συζητήσαμε τόσο τα θέματα κοινού ενδιαφέροντος όσο και τα προβλήματα με έναν εποικοδομητικό τρόπο. Ο Μπάιντεν επιθυμεί μία εποικοδομητική σχέση με την Τουρκία. Ανταλλάξαμε απόψεις και για τις κουρδικές παραστρατιωτικές ομάδες στη Συρία και για τις κυρώσεις στην Τουρκία για την αγορά των (πυραύλων) S-400. Σχετικά με τους S-400, επανέλαβα την άποψη που έχω και το ίδιο ισχύει για τα F-35 (ενν. ότι επιθυμεί την επανένταξη της Τουρκίας στο πρόγραμμα)».

Ως προς τις κουρδικές παραστρατιωτικές ομάδες της Συρίας, ο Ερντογάν δήλωσε ότι τις θεωρεί συνεχιστές του PKK, το οποίο η Τουρκία και οι ΗΠΑ έχουν θεωρήσει τρομοκρατική οργάνωση. Ως εκ τούτου, η Τουρκία αξιώνει από τις ΗΠΑ να διακόψουν την υποστήριξη που παρέχουν στις συγκεκριμένες ομάδες.

Ο Τούρκος πρόεδρος αναφέρθηκε επίσης στην τουρκική παρουσία στο Αφγανιστάν και υποστήριξε ότι εφόσον οι ΗΠΑ υποστηρίξουν οικονομικά και διπλωματικά τη χώρα του, εκείνη μπορεί να παραμείνει στο Αφγανιστάν μετά την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων τον ερχόμενο Σεπτέμβριο και να αναλάβει ρόλο συνομιλητή των Ταλιμπάν.

Αμέσως μετά τη συνάντηση των δύο προέδρων ακολούθησαν διευρυμένες συνομιλίες των αντιπροσωπειών των δύο χωρών, οι οποίες διήρκεσαν περισσότερες από δύο ώρες.

Αναλυτικές λεπτομέρειες δεν έγιναν ακόμη γνωστές ως προς το περιεχόμενο των συνομιλιών αυτών. Θεωρείται ωστόσο βέβαιο ότι, καθώς έγιναν σε κορυφαίο επίπεδο (υπουργών Εξωτερικών και Άμυνας, καθώς και συμβούλων), η όλη διαδικασία είχε το χαρακτήρα της επαναπροσέγγισης της Τουρκίας με το ΝΑΤΟ, από το οποίο μέχρι πρότινος απείχε χαρακτηριστικά.

Βεβαίως, ουδείς πρέπει να τρέφει φρούδες ελπίδες περί του ότι η συγκεκριμένη τουρκική στάση είναι ειλικρινής. Απαιτείται πολύς χρόνος για να αποδειχθεί κάτι τέτοιο και πολλά ακόμη επεισόδια σε διπλωματικό, πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο.

Ως προς την Ελλάδα, η συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν διαρρέεται επισήμως ότι έγινε προκειμένου να δημιουργηθεί ένας προσωπικός δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ των δύο ηγετών προς αποφυγή συγκρούσεων και προς διευκόλυνση της επίλυσης των διμερών διαφορών μέσω του διαλόγου. Σημειώθηκε ότι οι διμερείς αυτές διαφορές είναι τεράστιες, αρχής γενομένης από την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών και καταλήγοντας στο Κυπριακό.

Η φετινή σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ αποτέλεσε μία ευκαιρία για την Ελλάδα προκειμένου η χώρα μας να δείξει την προσήλωσή της στους ευρωατλαντικούς θεσμούς και να προβάλει τον κρίσιμο ρόλο που φιλοδοξεί να παίξει στην επόμενη μέρα της Συμμαχίας, ενώπιον πολυδιάστατων απειλών, όπως είναι η κλιματική αλλαγή, η υγειονομική κρίση, οι προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές και η άνοδος των ολοκληρωτικών καθεστώτων του πλανήτη. 

Δεν υπάρχει αμφιβολία όμως ότι η Ελλάδα προέβαλε για άλλη μια φορά εαυτήν ως το θεματοφύλακα της διεθνούς νομιμότητας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

Στην προκειμένη περίπτωση η Τουρκία ήθελε επίσης να παίξει αυτό το παιχνίδι, το παιχνίδι του «σαλονιού».

Οι δυτικοί σύμμαχοι από τη μεριά τους επιθυμούν μία νέα εταιρική σχέση με την ερντογανική Τουρκία και με τον όποιο διάδοχό της. Επιθυμούν όμως μία σχέση στη βάση των κανόνων της ευρωατλαντικής διαδικασίας, απολύτως εναρμονισμένη με το διεθνές δίκαιο και τους δυτικούς θεσμικούς και πολιτικούς συσχετισμούς.

Την ίδια στιγμή η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία του «εκπολιτισμού» της Τουρκίας του Ερντογάν και να εξακολουθήσει – ου μην και να επαυξήσει, όπως δήλωσε ο πρωθυπουργός – τα αμυντικά και εξοπλιστικά της προγράμματα.

Οι καιροί ου μενετοί. Η σελίδα γύρισε. Μένει να φανεί αν θα αλλάξει και κεφάλαιο.