Πώς θα σας φαινόταν η ίδρυση ενός αφρικανικού κράτους εντός των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής; Μάλλον ακραία σαν ιδέα, ενδεικτική ωστόσο της αγανάκτησης στην οποία είχαν φτάσει οι μαύροι των ΗΠΑ από την ρατσιστική καταπίεση τη δεκαετία του ’60, όταν στον Νότο γεννιέται η ιδέα της ίδρυσης του κράτους της Νέας Αφρικανικής Δημοκρατίας (Republic of New Africa - RNA).
Με αυτό ακριβώς το όνομα μια νέα αυτονομιστική, εθνικιστική οργάνωση δημιουργείται μετά τη συγκέντρωση πεντακοσίων μαύρων εθνικιστών το Μάρτιο του 1968 στο Ντιτρόιτ. Απώτερος στόχος τους η πλήρης απόσχιση των Αφροαμερικανών και η δημιουργία ενός κράτους πέντε πολιτειών—Αλαμπάμα, Τζόρτζια, Μισισίπι, Λουιζιάνα και Νότια Καρολίνα—εκείνων με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση μαύρου πληθυσμού. Το μανιφέστο τους απαιτεί αποζημίωση ύψους 400 δισ. δολαρίων για τα χρόνια της δουλείας αλλά και για τις σύγχρονες μορφές ρατσισμού, και το δικαίωμα να ορίσουν οι ίδιοι την υπηκοότητά τους, εκείνο που δεν τους δόθηκε μετά το τέλος της σκλαβιάς το 1865.
Διαβάστε επίσης: Η άλλη Αμερική
Ηγετικές μορφές του κινήματος είναι οι αδερφοί Richard & Milton Henry, ιδεολογικοί απόγονοι του Malcolm X, που γρήγορα αλλάζουν τα ονόματά τους σε Imari και Gaidi Obadele αντίστοιχα, σαν φόρο τιμής στους προγόνους τους. Πρόεδρος της άτυπης κυβέρνησης της RNA ανακηρύσσεται ο Imari, και περιμένοντας να απορριφθούν τα αιτήματά τους από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, τα μέλη της οργάνωσης κάνουν σχέδια έως και για ένοπλη αντίσταση.
Η πολιτική σκέψη του κινήματος θεωρείται κληροδότημα του Γκαρβεϊισμού (Marcus Garvey) και του μαύρου ριζοσπαστισμού και συντίθεται από διαχρονικές αξίες του μαύρου εθνικισμού: πολιτιστική υπερηφάνεια, αντι-ιμπεριαλισμό, πνευματικότητα, αυτοδιοίκηση, ιδιοκτησία γης και οικονομική ανάκαμψη.
Μαύροι Πάνθηρες και “μαύρος εθνικισμός”
Αν η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ και άλλων Αφροαμερικανών από την αστυνομία αποκαλύπτουν μια ζοφερή πραγματικότητα για την κοινότητα των μαύρων στις ΗΠΑ, φανταστείτε ποια ήταν η κατάσταση τις προηγούμενες δεκαετίες, με την ρατσιστική καταπίεση σε πολιτικό, κοινωνικό και θεσμικό επίπεδο να είναι ανυπόφορη.
Στο τέλος της δεκαετίας του ’60 στις ΗΠΑ ακμάζει το φοιτητικό και αντιπολεμικό κίνημα, δημιουργώντας εύφορο έδαφος για προοδευτικές κοινωνικοπολιτικές ζυμώσεις. Μέσα σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο, το κίνημα αντίστασης των μαύρων αποκτά μεγάλη δυναμική και μετά τις δολοφονίες ηγετικών προσώπων όπως ο Malcolm X και ο Martin Luther King, η στροφή σε πιο συγκρουσιακές μορφές πάλης -αφήνοντας στην άκρη την ειρηνική αντίσταση- μοιάζει φυσικό επακόλουθο.
Οι ιδεολογικές τάσεις της εποχής ήταν δύο: μία αυτή που εκφράστηκε κυρίως από τους Μαύρους Πάνθηρες, που ήταν και η πιο απειλητική για το κατεστημένο. Είχε γενικά πολιτικά αιτήματα, έβλεπε ως εχθρό την αστική Αμερική και όχι τόσο τη λευκή, και συνεργάστηκε στενά με προοδευτικούς λευκούς και την αμερικανική Αριστερά. Η δεύτερη τάση, στην οποία εντάσσεται η RNA, πρόβαλλε έναν ιδιότυπο ”μαύρο εθνικισμό” προσπαθώντας να διαχωριστεί πολιτιστικά από τη λευκή Αμερική, μέσω της δημιουργίας μιας διακριτής εθνοτικής ταυτότητας για τους μαύρους που αποτελούνταν από μια μίξη ισλαμικής και νεο-αφρικανικής κουλτούρας.
Το 1968, η τάση του μαύρου εθνικισμού φαίνεται να κερδίζει έδαφος σε σχέση με το ρεύμα των πολιτικών δικαιωμάτων και οι Αφροαμερικανοί συρρέουν σε οργανώσεις όπως η RNA. Το ριζοσπαστικό προφίλ της οργάνωσης σε αρχική φάση έτυχε μεγάλης προσοχής από τοπικά και εθνικά media, κερδίζοντας παράλληλα σημαντική απήχηση στην κοινότητα των μαύρων.
Στο στόχαστρο του FBI
Τόσο η ομοσπονδιακή όσο και οι τοπικές κυβερνήσεις αντέδρασαν στο κίνημα από την αρχή με καχυποψία. Η Νέα Αφρικανική Δημοκρατία έγινε στόχος του αντι-ριζοσπαστικού προγράμματος παρακολούθησης του FBI (COINTELPRO), και στο επετειακό συνέδριο της οργάνωσης το 1969 εισέβαλε η αστυνομία του Ντιτρόιτ οδηγώντας στον θάνατο ενός αστυνομικού. Το 1971 στο Μισισίπι η αστυνομία επιτέθηκε στα κεντρικά γραφεία της RNA και ένας ακόμα αστυνομικός σκοτώθηκε. Έντεκα μέλη της οργάνωσης συνελήφθησαν και κατηγορήθηκαν για επίθεση και δολοφονία. Αρκετοί από τους κατηγορούμενους, συμπεριλαμβανομένου του Imari Obadele, καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη. Με φυλακισμένη την ηγεσία της, η RNA δεν πρόλαβε όχι μόνο να ολοκληρώσει αλλά και ούτε να συνειδητοποιήσει το αρχικό όραμά της.
Ακόμα όμως και με περιορισμένη δράση, η οργάνωση παρέμεινε ζωντανή και τα τελευταία πενήντα χρόνια έχει πρωτοστατήσει σε πληθώρα εκστρατειών για αποζημιώσεις και απελευθέρωση πολιτικών κρατούμενων. Τα μέλη της RNA συντάχθηκαν με άλλες εθνικές μειονότητες των ΗΠΑ (Ινδιάνους, Λατίνους), έδωσαν βαρύτητα στην οικοδόμηση εθνικής αφρικανικής συνείδησης για τους μαύρους μέσω εκπαιδευτικών προγραμμάτων και υιοθέτησαν ρόλο αντιπολεμικό, με διεθνιστική οπτική όταν τάχθηκαν ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, και στην εισβολή της Πορτογαλίας στη Γουινέα Μπισσάου.
Στη γενικότερη συζήτηση για το κατά πόσο είναι δικαιολογημένη η αντίδραση των μαύρων στις ΗΠΑ σήμερα αλλά και διαχρονικά μέσω των κινημάτων τους -ακόμη και στις πιο ριζοσπαστικές μορφές όπως η RNA- αρκεί να λάβουμε υπόψη το περίφημο κοινωνικό συμβόλαιο με βάση το οποίο θεωρητικά, ο πολίτης εκχωρεί ένα μέρος των ελευθεριών του στο κράτος κι αυτό με τη σειρά του δεσμεύεται να προστατεύει τα δικαιώματα του πολίτη. Όταν η κρατική εξουσία όχι απλά δεν προστατεύει αλλά φτάνει στο σημείο να παραβιάζει ακόμη και το βασικό δικαίωμα στη ζωή του πολίτη (δολοφονίες από την αστυνομία) τότε καταλύεται κάθε έννοια «συμβολαίου» και οι φωνές που καλούν τους μαύρους σε τάξη και συμμόρφωση στη νομιμότητα, είναι στην ουσία σαν να τους καλούν σε υποταγή και συναίνεση στην αδικία.
Εκτός βέβαια αν υιοθετηθεί η ρατσιστική λογική, σύμφωνα με την οποία δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίσοι απέναντι στο νόμο και τα κοινωνικά αγαθά. Κι αυτό ακριβώς που αξίζει να επισημανθεί σχετικά με τη συστηματική καταπίεση των μαύρων στις ΗΠΑ, από την πρώτη στιγμή που μεταφέρθηκαν ως σκλάβοι από την Αφρική μέχρι τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, είναι ότι ο ρατσισμός -όχι μόνο απέναντι στους μαύρους αλλά εις βάρος των μεταναστών γενικότερα- εξυπηρετεί συνήθως ταξικούς μηχανισμούς. Οι μαύροι της Αμερικής είτε ως δούλοι, είτε ως πολίτες από το 1865, είναι μέρος της εργατικής τάξης της χώρας. Όταν άνθρωποι από τα φτωχότερα οικονομικά στρώματα [βλ. γράφημα] λόγω του ρατσισμού -θεσμικού και κοινωνικού- είναι επισφαλείς, μετέωροι νομικά και περιθωριοποιημένοι, τότε είναι πολύ δυσκολότερο να διεκδικήσουν τα εργατικά τους δικαιώματα, με αποτέλεσμα το εργατικό κόστος να διατηρείται χαμηλό. Ρατσισμός, λοιπόν, όχι ένα τυχαίο ή ατυχές φαινόμενο αλλά ένα χρήσιμο εργαλείο για μεγαλύτερα κέρδη.
Θωμάς Ρούτσης
Χρυσάνθη Νίκα