Όταν πίνει κανείς τακτικά πολλά σακχαρούχα αναψυκτικά, δηλαδή περισσότερο από ένα μικρό ποτήρι αναψυκτικού ή χυμού φρούτων την ημέρα, μπορεί να ευνοεί την εμφάνιση καρκίνων, σύμφωνα με μια μεγάλη μελέτη που δημοσιεύθηκε σήμερα.
Η κατανάλωση σακχαρούχων ποτών αυξήθηκε στον κόσμο στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών και τα ποτά αυτά έχουν ήδη συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο παχυσαρκίας, η οποία αναγνωρίζεται ως σημαντικός παράγοντας κινδύνου για την εμφάνιση καρκίνων.
Ερευνητές στη Γαλλία θέλησαν να υπολογίσουν τη σύνδεση, που μέχρι τώρα δεν είχε μελετηθεί πολύ, ανάμεσα στα σακχαρούχα ποτά και τον κίνδυνο καρκίνου.
«Διαπιστώσαμε πως μια αύξηση της κατανάλωσης σακχαρούχων ποτών συνδέεται θετικά με τον συνολικό κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου και καρκίνου του στήθους», γράφουν οι συντάκτες αυτής της μελέτης που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση The British Medical Journal (BMJ).
Μια απλή «αύξηση κατά 100 ml την ημέρα κατά μέσο όρο της κατανάλωσης σακχαρούχων ποτών, κάτι που αντιστοιχεί σ′ ένα μικρό ποτήρι ή σχεδόν στο ένα τρίτο του συνηθισμένου κουτιού (33 cl), συνδέεται με μια αύξηση κατά 18% του κινδύνου να εμφανιστεί καρκίνος», αναφέρει η δρ. Ματίλντ Τουβιέ, διευθύντρια της ερευνητικής ομάδας διατροφικής επιδημιολογίας Eren (Inserm/Cnam, Παρίσι).
Η αύξηση φθάνει το 22% για τον καρκίνο του στήθους.
Ο κίνδυνος είναι παρόμοιος είτε πρόκειται για σακχαρούχα αναψυκτικά είτε για χυμούς φρούτων χωρίς πρόσθετη ζάχαρη ή άλλα πρόσθετα συστατικά. Αυτοί οι δύο τύποι ποτών συνδέονται με έναν περισσότερο αυξημένο κίνδυνο καρκίνου γενικά, σύμφωνα με τη μελέτη.
«Σημαντικός συσχετισμός»
Τα αποτελέσματα δείχνουν αύξηση 30% στη διάγνωση «όλων των καρκίνων» στην ομάδα που καταναλώνει τα περισσότερα σακχαρούχα αναψυκτικά, σε σύγκριση μ′ αυτή που καταναλώνει τα λιγότερα.
Παρόλο που η έρευνα δεν επιτρέπει να καταδειχθεί κάποια αιτιώδης σχέση, δείχνει έναν «σημαντικό συσχετισμό», εξηγεί η ερευνήτρια στο Γαλλικό Πρακτορείο. Οι παράγοντες (ηλικία, τρόπος ζωής, σωματική δραστηριότητα, καπνός...) που θα μπορούσαν να επηρεάσοιυν τα αποτελέσματα έχουν ληφθεί υπόψη.
«Η ζάχαρη είναι αυτή που φαίνεται πως διαδραματίζει τον κύριο ρόλο σ′ αυτή τη σύνδεση με τον καρκίνο», που φαίνεται πως δεν μπορεί να εξηγηθεί αποκλειστικά με την αύξηση του βάρους των προσώπων που συμμετείχαν στην έρευνα.
Αντίθετα, στην έρευνα αυτή δεν εντοπίσθηκε κανένας συσχετισμός ανάμεσα στην κατανάλωση ποτών με τεχνητές γλυκαντικές ουσίες και τον κίνδυνο καρκίνου, παραδείγματος χάριν αναψυκτικά διαίτης μηδενικών θερμίδων, σημειώνουν οι ερευνητές.
Πάντως η στατιστική ισχύς της ανάλυσης στο σημείο αυτό είναι πιθανόν περιορισμένη λόγω της σχετικά χαμηλής κατανάλωσης αυτού του τύπου των ποτών σ′ αυτόν τον πληθυσμό.
Με άλλα λόγια, το ότι δεν βρέθηκε κάποια σύνδεση σ′ αυτή τη μελέτη δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει κίνδυνος, εξηγεί η ερευνήτρια.
«Οι γλυκαντικές ουσίες δεν αποτελούν εναλλακτική επιλογή και σαφώς δεν συνιστώνται μακροπρόθεσμα», προσθέτει η Τουβιέ.
Είναι συνεπώς καλύτερα «να μειωθεί η ζάχαρη. Η σύσταση στη Γαλλία είναι λιγότερο από ένα μικρό ποτήρι χυμού φρούτων την ημέρα», για παράδειγμα, υπενθυμίζει.
Ένα σακχαρούχο ποτό περιέχει τουλάχιστον 5% ζάχαρη· 100 ml χυμού πορτοκαλιού χωρίς πρόσθετη ζάχαρη και άλλα πρόσθετα συστατικά περιέχει περίπου 10 γραμμάρια ζάχαρης και ένα νέκταρ πολύ περισσότερη, αναφέρει.
Οι ερευνητές ρώτησαν περισσότερους από 100.000 ενηλίκους που συμμετείχαν στη γαλλική έρευνα NutriNet-Sante, ηλικίας 42 ετών κατά μέσο όρο, το 79% των οποίων ήταν γυναίκες.
Οι συμμετέχοντες, οι οποίοι παρακολουθήθηκαν για μέγιστο χρονικό διάστημα εννέα ετών (2009-2018), συμπλήρωσαν τουλάχιστον δύο ερωτηματολόγια σχετικά με τη διατροφή τους και την καθημερινή κατανάλωση σακχαρούχων ποτών (μεταξύ των οποίων οι 100% χυμοί φρούτων) ή ποτών με γλυκαντικές ουσίες.
Στη διάρκεια της παρακολούθησης του δείγματος, 2.193 κρούσματα καρκίνου διαπιστώθηκαν κατά μέσο όρο στα 59 χρόνια.
Σύμφωνα με τους συντάκτες της έρευνας, τα αποτελέσματα αυτά «επιβεβαιώνουν την ορθότητα των υφιστάμενων διατροφικών συστάσεων για τον περιορισμό των σακχαρούχων ποτών, περιλαμβανομένων των 100% χυμών φρούτων, καθώς και των πολιτικών μέτρων» όπως οι φόροι και οι εμπορικοί περιορισμοί των προϊόντων αυτών.
(Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ)