Το ταξίδι του εμβληματικού διαστημοπλοίου Voyager 2 της NASA στα πέρατα του ηλιακού μας συστήματος έχει δώσει στους επιστήμονες νέα, πολύτιμα στοιχεία για ένα μακρινό σύνορο για το οποίο λίγα είναι γνωστά: Το όριο όπου η επιρροή του Ήλιου σταματά και αρχίζει το διαστρικό Διάστημα.
Η αμερικανική διαστημική υπηρεσία είχε ανακοινώσει προηγουμένως πως το Voyager 2, το δεύτερο φτιαγμένο από ανθρώπους αντικείμενο που βγήκε από το Ηλιακό Σύστημα, μετά από το «αδελφό» του Voyager 1, είχε περάσει στο διαστρικό Διάστημα στις 5 Νοεμβρίου 2018, σε ένα σημείο πάνω από 17,7 δισεκατομμύρια χιλιόμετρα από τον Ήλιο. Ερευνητικά papers που δημοσιεύτηκαν τη Δευτέρα παρείχαν επιστημονικά δεδομένα για αυτή την εξέλιξη.
Τόσο το Voyager 1 όσο και το Voyager 2 εκτοξεύτηκαν το 1977, και ήταν σχεδιασμένα για πενταετείς αποστολές. Το Voyager 1 βγήκε από το Ηλιακό Σύστημα από άλλο σημείο σε διαφορετική περιοχή το 2018. Και τα δύο σκάφη πλέον ταξιδεύουν στο διαστρικό κενό του γαλαξία- την περιοχή ανάμεσα στα άστρα και τα πλανητικά συστήματα του γαλαξία μας.
Ο ηλιακός άνεμος- η ασταμάτητη ροή φορτισμένων σωματιδίων που εκπέμπονται από την εξώτερη ατμόσφαιρα του Ήλιου- δημιουργεί μια τεράστια προστατευτική «φούσκα», την ηλιόσφαιρα, που καλύπτει το Ηλιακό Σύστημα. Το όριο του Ηλιακού Συστήματος- η περιοχή όπου ο ηλιακός άνεμος σταματά και αρχίζει το διαστρικό Διάστημα- ονομάζεται ηλιόπαυση.
Τα επιστημονικά όργανα του Voyager 2 εντόπισαν απότομες μεταβολές στην πυκνότητα πλάσματος και τα μαγνητικά σωματίδια κατά το πέρασμα της ηλιόπαυσης, είπαν οι ερευνητές. Οι επιστήμονες ανέφεραν πως η ηλιόπαυση φαίνεται να είναι πολύ πιο λεπτή από ό,τι αναμενόταν.
Το πλάσμα συναντάται στο ηλιακό σύστημα ως μια «σούπα» φορτισμένων σωματιδίων που εκπέμπονται προς τα έξω από τον Ήλιο και συγκρούονται με το διαστρικό πλάσμα, που έρχεται προς τα μέσα από άλλα κοσμικά συμβάντα, όπως οι εκρήξεις άστρων.
«Πρόκειται για μια πολύ συναρπαστική στιγμή για εμάς» είπε σε δημοσιογράφους ο Έντουαρντ Στόουν, φυσικός του California Institute of Technology και project manager του προγράμματος Voyager. «Θα δούμε μια μετάβαση από το μαγνητικό πεδίο μέσα σε ένα διαφορετικό μαγνητικό πεδίο έξω, και συνεχίζουμε να έχουμε εκπλήξεις σε σχέση με αυτά που περιμέναμε».
Η ηλεκτρομαγνητική «διασταύρωση» μόλις έξω από την ηλιόσφαιρα πιστευόταν ότι είναι μια πιο βαθιά ζώνη ανάμειξης/ συνάντησης διαστημικού καιρού, αλλά το όργανο κυμάτων πλάσματος του Voyager 2 εντόπισε απότομα άλματα στην πυκνότητα πλάσματος, σαν να έρχονται σε επαφή μεταξύ τους δύο διαφορετικά υγρά. «Εδώ βλέπουμε μια πολύ θερμή μάζα πλάσματος να βγαίνει προς τα έξω από τον Ήλιο, και να συναντά το ψυχρό πλάσμα του διαστρικού κενού. Δεν με εκπλήσσει που σχηματίζεται ένα “απότομο” όριο».
Οι επιστήμονες προσπαθούν ακόμα να κατανοήσουν τη φύση του ανέμου από το διαστρικό Διάστημα και το πόσος από αυτόν μπορεί να περνά την ηλιόπαυση και να φτάνει σε πλανήτες στο Ηλιακό Σύστημα.
«Έχουμε επίσης γαλαξιακές κοσμικές ακτονοβολίες, που είναι έξω στο διαστρικό Διάστημα και προσπαθούν να μπουν μέσα» είπε ο Στόουν, αναφερόμενος στα υψηλής ενέργειας ατομικά σωματίδια που κινούνται στο σύμπαν ταχύτερα από την ταχύτητα του φωτός. «Και κάποιες από αυτές, μόλις το 30% αυτού που είναι έξω, μπορούν να φτάσουν στη Γη».
Το Voyager 2 εισήλθε στο διαστρικό κενό πέρα από την τροχιά του Πλούτωνα σε ένα σημείο περίπου 120 φορές πιο μακριά από τον Ήλιο από ό,τι η τροχιά της Γης.
Η σχετική έρευνα δημοσιεύτηκε στο Nature Astronomy.