Νηφάλιο «ανήκειν», στο μπαλκόνι μας

Tο μοναδικό, ίσως, συγκριτικό πλεονέκτημα της ελληνικής πολυκατοικίας: Tο προνόμιο του ιδιωτικού και ταυτόχρονα ορατού χώρου στο μπαλκόνι.
Open Image Modal
humbak via Getty Images

Λένε πως την ισορροπία και το μέτρο τα καταλαβαίνεις αφού έχεις ζήσει τα άκρα. Αν αφαιρέσουμε τη δραματικότητα της περιγραφής, τέτοιες μεταβάσεις συνέβησαν στη πρώτη δεκαετία της ζωής μου όσον αφορά ένα ιδιαίτερο και επίκαιρο αυτές τις μέρες θέμα: τους ανοιχτούς χώρους στις κατοικίες που ζούσα.

Η πρώτη κατοικία της οικογένειας δεν είχε καν μπαλκόνι. Ήταν μια γκαρσονιέρα σε ημιυπόγειο της Πλατείας Αμερικής, στην οποία σήμερα κατά πάσα πιθανότητα (και στην καλύτερη περίπτωση) μένουν μεροκαματιάρηδες μετανάστες – τέτοιοι ήταν κι οι γονείς μου άλλωστε, επαρχιώτες μέτοικοι στην πρωτεύουσα.

Τη μαγική χρονιά του 1973 τα οικονομικά μας μάς ώθησαν σε σχετικά μεγάλο άλμα κι από τα χαμηλά βρεθήκαμε να ζούμε σε ρετιρέ της Καλλιθέας. Μια από τις καλύτερες παιδικές αναμνήσεις είναι μια Κυριακή στο μπαλκόνι, με ούζο στο τραπέζι (θυμάμαι και τη μάρκα) από το οποίο έχω μάλιστα την εντύπωση ότι δοκίμασα παρά τα πέντε μου χρόνια.

Η οικονομική κρίση του ίδιου φθινοπώρου και η μετέπειτα αλλαγή δουλειάς του πατέρα σταμάτησαν αυτή τη «μέθη» και μας έφεραν στην πόλη που θεωρώ τόπο μου, μιας και έζησα είκοσι συνολικά χρόνια έκτοτε εκεί. Ο «Περαίας μου» με τον Σαρωνικό του έχει τις ομορφιές του -και τότε, που μπορούσες ακόμη να κολυμπήσεις στην ακτή Πρωτοψάλτη, είχε ακόμη περισσότερες- όμως το διαμέρισμα όπου μετακομίσαμε δεν έβλεπε καθόλου θάλασσα.

Με εξαίρεση το εδαφικό ανάγλυφο («γούβα» με ανηφόρες ολόγυρα, θέση αρχαίου ιπποδρόμου όπως εκτιμούν οι αρχαιολόγοι), ζούσαμε σε μια «μέση γειτονιά», σε ένα συνηθισμένο διαμέρισμα. Πολυκατοικίες όπως η δική μας συνυπήρχαν ακόμη με παλιά σπίτια, αρκετά από τα οποία είχαν τις εσωτερικές αυλές που συνήθως βλέπουμε στις ταινίες του ’50. Το τριάρι δεν ήταν ρετιρέ, είχε όμως δυο (μικρά) μπαλκόνια, ένα στην πρόσοψη κι ένα στον ακάλυπτο.

Μου έλειπε η προηγούμενη άπλα, απ’ ό,τι θυμάμαι όμως δεν γκρίνιαζα. Ίσως και γιατί έβλεπα τους νέους μου φίλους και όλον σχεδόν τον κόσμο γύρω μου να μένει σε κάτι παρόμοιο με εμένα –νηφαλιότητα λόγω ισότητας. Κι αν δεχτούμε ότι ζηλεύαμε κάπως τον όποιο ρομαντισμό απέπνεαν οι μονοκατοικίες (που μία-μία γκρεμίζονταν λόγω αντιπαροχής), είχαμε ωστόσο κι εμείς έναν μικρόκοσμο στο μπαλκόνι μας, ειδικά στο πίσω – την «αυλή μας», όπως χαρακτηριστικά αποτυπώθηκε στο εξώφυλλο του ομώνυμου βιβλίου της Ιορδανίδου.

Open Image Modal
(AP Photo/Nikolas Giakoumidis)
ASSOCIATED PRESS

Οι ακάλυπτοι είναι βέβαια ένα θλιβερό χαρακτηριστικό των ελληνικών πόλεων και μια εκδήλωση αποτυχίας του πολεοδομικού σχεδιασμού. Αντί να αποτελούν κοινούς εσωτερικούς χώρους πρασίνου και αναψυχής, συχνά είναι παρατημένοι, άσχημοι και βρώμικοι. Το μοντέλο των έξι ορόφων και του μέγιστου ύψους των 32 μέτρων (που πρόλαβαν να καταστρατηγήσουν μόνο σε μετρημένες στα δάχτυλα περιπτώσεις οι developers των γνωστών «πύργων») υποτίθεται ότι αφήνει σε κοινή θέα την Ακρόπολη, κατά τα λοιπά όμως οδήγησε σε μια ευρύτατη ασχήμια τις ελληνικές πόλεις και ιδίως την πρωτεύουσα. Οι χώροι πρασίνου είναι το μεγάλο θύμα της κατά τα άλλα «ανθρώπινης» πολυκατοικίας – ενώ παραδόξως, σε κεντροευρωπαϊκές πόλεις με τα κακάσχημα και πανύψηλα «κουτιά», η κάθετη δόμηση ελευθερώνει μεγαλύτερες εκτάσεις με πράσινο, παιδικές χαρές έως και πάρκα.

Open Image Modal
Μια γυναίκα σε καραντίνα κάθεται στο μικρό μπαλκόνι της στη Vitoria στη Βόρεια Ισπανία. 19 Μαρτίου 2020.(AP Photo/Alvaro Barrientos)
ASSOCIATED PRESS
Open Image Modal
Βέλγιο 20 Μαρτίου 2020 (AP Photo/Virginia Mayo)
ASSOCIATED PRESS

Να όμως που αυτοί οι άχαροι αθηναϊκοί ακάλυπτοι δίνουν την ευκαιρία, στις μέρες της πρωτόγνωρης πανδημίας, μιας επικοινωνίας που για πολλούς μπορεί να αποδειχθεί πολύτιμη. Η πόλη με τα ελάχιστα αξιόλογα άλση και το κατά τόπους απρόσιτο παραλιακό μέτωπο – παράγοντες που, σε συνδυασμό με το μέγεθός της, δυσκολεύουν τον ασφαλή περίπατο στις τωρινές συνθήκες – προσφέρει μια αρκετά προστατευμένη και ταυτόχρονα ανθρώπινη επαφή ανάμεσα σε γείτονες. Ακόμη κι αν δεν μας ελκύουν τα σκηνικά α-λα Ιταλία με τα χειροκροτήματα, τον εθνικό ύμνο ή τα μελοποιημένα ποιήματα του Ελύτη, οι περισσότεροι (και όσο το επιτρέπει ο καιρός) μπορούν αυτή την άνοιξη να αξιοποιήσουν το μοναδικό, ίσως, συγκριτικό πλεονέκτημα της ελληνικής πολυκατοικίας: το προνόμιο του ιδιωτικού και ταυτόχρονα ορατού χώρου στο μπαλκόνι, που – με ούζο, καφέ ή οτιδήποτε άλλο ενδιάμεσο – μπορεί να τονώσει ταυτόχρονα, θαυματουργά ίσως, το αίσθημα του ανήκειν όπως κι αυτό της προσωπικής γαλήνης. Τα χρειαζόμαστε και τα δυο.

Open Image Modal
peeterv via Getty Images