Το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ έχει έλλειμμα στίγματος, απουσία ιδεολογικής προοπτικής, και ελλιπή γείωση με την ευρύτερη διεθνή συζήτηση που αφορά στους προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών.
Γι αυτό και η αλλαγή του κλίματος μετά την κραυγαλέα απόρριψη του τύπου αντιπολίτευσης που ασκούσε ο ΣΥΡΙΖΑ από τους ψηφοφόρους στις πρόσφατες εκλογές, επιφυλάσσει προς το παρόν την αλλαγή της αντιπολίτευσης μόνον στο ύφος, και όχι ως προς την ουσία.
Η μεταπολεμική σοσιαλδημοκρατία των ”τριάντα ενδόξων χρόνων” επικεντρωνόταν στην φορολογία ως κατ εξοχήν μέτρο αναδιανομής, καθώς από αυτήν αντλούσε την καύσιμη ύλη για τις πολιτικές τόνωσης της ζήτησης, δηλαδή μεταβιβάσεις που αύξαναν την αγοραστική δύναμη των ασθενέστερων τάξεων, και την πρόσβασή τους σε κοινωνικά αγαθά (υγεία, περίθαλψη ―σε ορισμένες χώρες της δυτικής Ευρώπης και στέγαση). Η ύπαρξη μιας δυναμικής βιομηχανικής βάσης, αποτελούσε το εχέγγυο για την βιωσιμότητα αυτής της πολιτικής.
Τότε. Όχι τώρα, και σίγουρα όχι στην Ελλάδα. Σήμερα η ενίσχυση της αναιμικής βιομηχανικής βάσης, είναι το κατ εξοχήν ζητούμενο. Και στη χώρα μας για έναν επιπρόσθετο λόγο που έχει να κάνει με την επίτευξη ενός υψηλότερου βαθμού εθνικής αυτοδυναμίας, ενόψει των ειδικών γεωπολιτικών προκλήσεων που αντιμετωπίζουμε.
Οι πολιτικές επομένως οφείλουν να εστιάσουν στις κοινωνικές επενδύσεις εκείνες (εκπαίδευση με την διττή ενίσχυση της γενικής και τεχνικής παιδείας, δημογραφία, υγεία) που διευκολύνουν την ανάδυση ενός παραγωγικού μοντέλου με έμφαση στην ποιοτική παραγωγή, υψηλής τεχνολογίας και τεχνογνωσίας. Αυτή θα ήταν μια πολιτική από την σκοπιά των δυνάμεων της εργασίας, που μάλιστα οδηγεί στην ενίσχυσή δυναμικών και ανεξάρτητων μεσοστρωμάτων.
Υπό αυτό το πρίσμα η συζήτηση περί αναδιανομής και φορολογίας πρέπει να τεθεί σε διαφορετική βάση.
Πρώτον, όπως καθίσταται προφανές, η χώρα θα πρέπει να παράγει περισσότερο πλούτο προκειμένου να τον αναδιανέμει. Ειδάλλως θα καταλήξει σύντομα να εξαρτάται και πάλι από δανεικά.
Δεύτερον, το μείγμα της φορολογίας επιχειρήσεων θα πρέπει να καθοριστεί έτσι ώστε να ενθαρρύνει την εγχώρια παραγωγή και την προσέλκυση εξωτερικών επενδύσεων παραγωγικού χαρακτήρα.
Αντί για όλα τα παραπάνω, το ΚΙΝΑΛ ανοίγει με δική του πρωτοβουλία μια φορό-συζήτηση, θέλοντας έτσι να αποδείξει την έμφαση που δίνει στη διάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης (τον μετριασμό του υπερβολικού πλούτου και την ενίσχυση των ασθενέστερων).
Ξεχνάει όμως ότι απευθύνεται σε μια οικονομία όπου ακόμα η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα είναι κυρίαρχη (και ως εκ τούτου η “ταξική μεροληψία” μιας αυστηρής φορολογίας καταλήγει να στρέφεται όχι εναντίων των μεγάλων, αλλά εναντίον των μεσαίων).
Και ξεχνάει, επίσης, ότι μόλις έχουμε εξέλθει από μια δεκαετία μνημονίων όπου η υπερφορολόγηση (και όχι η εξυγίανση του αναχρονιστικού κράτους) επιλέχθηκε ως κύριο εργαλείο της δημοσιονομικής διόρθωσης.
Έτσι, ο κόσμος στον οποίο υποτίθεται ότι θέλει να απευθυνθεί το ΚΙΝΑΛ ανοίγοντας αυτή τη συζήτηση, καταλήγει να ανατριχιάζει με τις αναφορές στον ΕΝΦΙΑ, και τις άλλες αναλύσεις των νέων εκπροσώπων του κόμματος.
Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως κάθε κουβέντα επί της φορολογίας είναι άκαιρη, για πριν ή μετά τις εκλογές.
Όμως το ζήτημα είναι αλλού. Η φοροδιαφυγή, που δεν αφορά μόνο τους μεγάλους αλλά έχει διαφορετικό χαρακτήρα και ρόλο καθώς κατεβαίνουμε τις κλίμακες από την πυραμίδα του πλούτου, λειτουργεί πάγια και ιδίως την τελευταία δεκαετία ως το τελευταίο καταφύγιο για την βιωσιμότητα μικρομεσαίων επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
Η μαύρη τρύπα της άμεσης φορολογίας, καλύπτεται συντηρώντας τους έμμεσους φόρους σε υψηλά επίπεδα (η αναλογία στα φορολογικά έσοδα του 2022, ήταν στο 60%+ οι έμμεσοι φόροι, και στο 35% οι άμεσοι).
Όμως η έμμεση φορολογία είναι οριζόντια και ως εκ τούτου πιο άδικη, ενώ παράλληλα συγκρατεί τις τιμές αγαθών και υπηρεσιών σε υψηλά επίπεδα αποτελώντας ένα πρόβλημα που κάνει την ακρίβεια πιο έντονη. Η επίδραση επομένως της φοροδιαφυγής κάνει ένα μεγάλο, μεγάλο κύκλο καταλήγοντας να πέφτει και πάλι στα κεφάλια των πιο ασθενέστερων.
Αυτό το ζήτημα, που περισσότερο θυμίζει γρίφο, και που απαιτεί πολιτικές υψηλής σύνθεσης για να αντιμετωπιστεί, θα έπρεπε να ανοίγει η αντιπολίτευση επί της φορολογίας. Όπως και το άλλο, που είναι και στενά συσχετιζόμενο με τον βαθμό εμπιστοσύνης των πολιτών στο φορολογικό σύστημα, και έχει να κάνει με την ανταποδοτικότητα των φορολογικών εσόδων. Δηλαδή, την κρατική αποτελεσματικότητα, την ποιότητα των δημοσίων υπηρεσιών και το ύψος των δημοσίων επενδύσεων.