Βρίθει συμβολισμών το διήμερο ταξίδι του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στην Τουρκία, ενώ οι δηλώσεις που προηγούνται και αυτές που θα ακολουθήσουν επιδέχονται πολλών ερμηνειών, καθώς η Άγκυρα επιχειρεί να συνδέσει παράλληλα τις εξελίξεις σε όλα τα μέτωπα, ενώ η Αθήνα ακολουθεί στρατηγική βήμα-βήμα προσέγγισης με προαπαιτούμενα.
Αν και οι προσδοκίες για τα αποτελέσματα της επίσκεψης είναι περιορισμένες και το κλίμα επιφυλακτικό, εν τούτοις, υπάρχει περιθώριο επαναπροσδιορισμού σειράς κεφαλαίων, τόσο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, όσο και για τη διασφάλιση της σταθερότητας της ευρύτερης περιοχής, περιορίζοντας μάλιστα τον αντίκτυπο των διεθνών γεωπολιτικών ανταγωνισμών, μέσω της ενεργοποίησης διαύλων επικοινωνίας και καναλιών παροχέτευσης της πολιτικής και κοινωνικής έντασης, που θα διασφαλίζουν την αποτελεσματικότερη διαχείριση των καταστάσεων που ανακύπτουν.
Αυτό υποδηλώνουν, άλλωστε, τα βήματα που έχουν γίνει για την προετοιμασία της συνάντησης, με τις αμφίπλευρες κινήσεις καλής θέλησης και εδραίωσης εμπιστοσύνης, όπως η μείωση των τουρκικών προκλήσεων στο Αιγαίο και η συντηρητική αναμόρφωση του νομικού καθεστώτος που διέπει τους μουσουλμάνους της Θράκης. Επίσης, έντονη είναι η δραστηριότητα στα παρασκήνια, όπου η Ελλάδα φέρεται να έχει άρει εντελώς την υποστήριξη σε εξέχοντες γκιουλενιστές, διευκολύνοντας, με τη στάση της το έργο των τουρκικών αρχών.
Υπάρχουν βέβαια και πολλά αγκάθια, όπως η διαχείριση των μεταναστευτικών ροών που δεν εμπίπτουν στη συμφωνία για το προσφυγικό μεταξύ Τουρκίας-ΕΕ, καθώς και οι παραβιάσεις, το ενεργειακό της ανατολικής Μεσογείου και η οικοδόμηση πολυμερών σχημάτων ασφάλειας και συνεργασίας στην ευρύτερη περιοχή.
Η επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα, όπως δείχνουν και τα analytics, αντιμετωπίζεται -προς ώρας τουλάχιστον- με όρους εξωτερικής πολιτικής, καθώς τόσο η κυβέρνηση, όσο και η αντιπολίτευση φαίνεται να την αποσυνδέουν από το γενικότερο κλίμα, διαφυλάσσοντας τον εθνικό χαρακτήρα της διαπραγμάτευσης.
Βέβαια, η συνάντηση Τσίπρα–Ερντογάν δεν αναμένεται να αλλάξει ριζικά τα δεδομένα που καθορίζουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, σε αυτή τη φάση, αλλά μπορεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τον επαναπροσδιορισμό τόσο σε όρους τάξης όσο και διακυβευμάτων, καθώς η Ελλάδα επιχειρεί να επιδιώκει να παίξει το ρόλο του διαύλου επικοινωνίας της Άγκυρας με τις Βρυξέλλες και σε συγκεκριμένες περιπτώσεις με την Ουάσιγκτον.
Αποκωδικοποιώντας τη συνέντευξη του πρωθυπουργού στο τουρκικό πρακτορείο ειδήσεων «Anadolu», παραμετροποιείται επαρκώς η ατζέντα της επίσκεψης, όχι μόνο θεματολογικά, αλλά και διαρθρωτικά, εντοπίζοντας ως βασικό ζητούμενο την επίτευξη modus vivendi και δευτερευόντως μια συμφωνία επί ενός οδικού χάρτη και του modus operandi, που θα επηρεάσουν όχι μόνο τις διμερείς σχέσεις αλλά και το περιβάλλον στη Μέση Ανατολή, την Ανατολική Μεσόγειο, ακόμα και τα Βαλκάνια.
Από την άλλη πλευρά, η τουρκική διπλωματία, που ακολουθεί παραδοσιακά μαξιμαλιστική εξωτερική πολιτική, θέλει την παράλληλη διασύνδεση των θεμάτων, συνδέοντας την πρόοδο σε κάθε ένα από αυτά με το γενικότερο πλαίσιο, έτσι ώστε να έχει μεγαλύτερο μέτωπο και μοχλό πίεσης, καθώς και τη δυνατότητα υπαναχωρήσεων ανά πάσα στιγμή.
Η επικήρυξη των οκτώ Τούρκων στρατιωτικών που έχουν λάβει πολιτικό άσυλο στην Ελλάδα -για 700.000 ευρώ το κεφάλι- είναι ενδεικτική των προθέσεων του Ερντογάν, όπως άλλωστε καταδεικνύουν και οι δηλώσεις του εκπρόσωπου της τουρκικής Προεδρίας Ιμπραήμ Καλίν που επανέφερε το θέμα ανατολικής Μεσογείου και των ενεργειακών πόρων.
Ωστόσο, ο Αλέξης Τσίπρας διατηρεί χαμηλούς τόνους παρά τις τουρκικές προκλήσεις, καθιστώντας σαφές ότι δεν προσέρχεται για διαπραγματεύσεις αλλά για να εξακριβώσει θέσεις και προθέσεις και να θέσει τα προαπαιτούμενα, απολαμβάνοντας -σε αυτή τη φάση- την αδιαπραγμάτευτη στήριξη της ΕΕ και των ΗΠΑ.
Ωστόσο, σύμφωνα με την ανάλυση web και social media του Crisis Lab, για λογαριασμό του Crisis Monitor, υπάρχουν μεμονωμένοι παράγοντες που επιδιώκουν να αναδείξουν ένα ιδιότυπο «παζάρι» μεταξύ Τσίπρα και Ερντογάν έναντι των ελληνικών εθνικών συμφερόντων, με στόχο την υποβάθμιση της επίσκεψης του Έλληνα πρωθυπουργού.
Σημειολογικά, η επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όντας ο πρώτος Έλληνας πρωθυπουργός μετά το 1933, καθώς και η συμμετοχή του Οικουμενικού Πατριάρχη στο επίσημο δείπνο που θα παραθέσει ο Ταγίπ Ερντογάν προς τιμή του Έλληνα πρωθυπουργού, σηματοδοτεί την ενεργοποίηση του εκκλησιαστικού διαύλου στις διμερείς σχέσεις, καθώς και μια ισχυρή κίνηση για την εδραίωση της εμπιστοσύνης, από τουρκικής πλευράς.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στην Αγία Σοφία, καθώς και η συνάντηση με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, ενεργοποιώντας de facto την ορθόδοξη εκκλησιαστική διπλωματία, ως δίαυλο ανταπόκρισης με την ισλαμική, που προωθεί ο Ταγίπ Ερντογάν, προσθέτοντας ένα ακόμα παράλληλο κανάλι επικοινωνίας με επιρροή σε ευρύτερα ακροατήρια, και τη δυνατότητα υπέρβασης των πολιτικά τροφοδοτούμενων κοινωνικών αντιδράσεων.
«Βαλκανικό πακέτο»
Η ατζέντα των συνομιλιών περιλαμβάνει και το «βαλκανικό πακέτο» όπου η επικύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών τοποθετεί την Ελλάδα πιο κοντά στο τρέχον γεωπολιτικό πλαίσιο του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο Αλέξης Τσίπρας, ενδεχομένως να επιχειρήσει να θέσει σε πρώτο πλάνο την εξισορρόπηση των σχέσεων στα Βαλκάνια όπου η Τουρκία έχει υιοθετήσει μια «Soft Power» (οικονομική διπλωματία, θρησκευτικό στοιχείο, φιλανθρωπίες, τζαμιά). Ο τουρκικός επεκτατισμός γίνεται εμφανής από τη διείσδυση στα δυτικά Βαλκάνια όπου η Άγκυρα επιχειρεί να διαμορφώσει και να εδραιώσει υποδόριες συνδέσεις μεταξύ των μουσουλμανικών πληθυσμών, στο πλαίσιο της στρατηγικής για το θρησκευτικό τους τόξο, αλλά με σκοπό την ενίσχυση της επιρροής σε μια περιοχή που βρίσκεται στο επίκεντρο αδυσώπητου γεωπολιτικού ανταγωνισμού.
Η Τουρκία εμφορείται από ισχυρό αίσθημα διπλωματικού αναθεωρητισμού, μέσα από το οποίο επιχειρεί να δημιουργήσει δυναμική επικράτησης ως κυρίαρχη μουσουλμανική χώρα, στην περιοχή, απολαμβάνοντας status ηγεμονικής δύναμης και κόμβο χάραξης μουσουλμανικής στρατηγικής. Σε αυτό το πλαίσιο, η στρατηγική της φαίνεται να υποκρύπτει προσπάθεια αναθεώρησης της Συμφωνίας του Ντέιτον (1995), με στόχο να περιορίσει το ρόλο της Republika Srpska (Σερβικής Δημοκρατίας) στη Βοσνία – Ερζεγοβίνη, στόχευση που θα εξυπηρετούσε τον δυτικό παράγοντα, αλλά δεν έχει ιδιαίτερες πιθανότητες εμπέδωσης.
Ο Αλέξης Τσίπρας, από την πλευρά του, επιδιώκει με την επίσκεψη στην Τουρκία να επαναβεβαιώσει τον αναβαθμισμένο ρόλο της Ελλάδας, ως επίκεντρο των εξελίξεων στα Βαλκάνια, αναδιατάσσοντας τις σχέσεις ολόκληρης της περιοχής με την Τουρκία, υπό την κάλυψη της Ευρώπης και με τη σιωπηρή στήριξη των ΗΠΑ.
Η διαχείριση των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι ένα ιδιαίτερα απαιτητικό πεδίο για τους Έλληνες πρωθυπουργούς, οι οποίοι αντιλαμβάνονται τις διμερείς σχέσεις κυρίως σε όρους ισχύος και δευτερευόντως σε επίπεδο συγκυρίας, πεποίθηση που τώρα φαίνεται να έχει προοπτικές διαφοροποίησης.
Συμπερασματικά, η συνάντηση Τσίπρα – Ερντογάν δεν μπορεί αυτομάτως και ξαφνικά να αλλάξει το ρου των ελληνοτουρκικών σχέσεων, χαρακτηρίζεται χαμηλών και προσδοκιών, αλλά υψηλής σημειολογίας. Εκμεταλλευόμενος όμως το αναδιατασσόμενο και άρα ρευστό γεωπολιτικό σκηνικό, από το οποίο η Τουρκία νοιώθει αποκλεισμένη, ο Αλέξης Τσίπρας, θα είναι σε θέση να προωθήσει ένα πλαίσιο διμερών και πολυμερών σχέσεων, επανατοποθετώντας την Ελλάδα στον χάρτη και αναδεικνύοντας τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ως προϊόν των εξελίξεων, αντί για μοχλό αποσταθεροποίησης της περιοχής, που ήταν έως τώρα.
Το κείμενο συνυπογράφουν οι Νίκος Αρβανίτης – Γιώργος Ξ. Πρωτόπαπας, Διεθνολόγοι – Δημοσιογράφοι.